Μου αρέσει στην κρίση να δουλεύω στην Ελλάδα

Μου αρέσει στην κρίση να δουλεύω στην Ελλάδα

4' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την ώρα που η μαγειρική, η κουζίνα και οι συνταγές βομβαρδίζουν τη ζωή μας μέσω της τηλεόρασης και των περιοδικών, το θέατρο δανείζεται την ατμόσφαιρα ενός ασιατικού εστιατορίου για να στήσει πολύπτυχες ιστορίες και να σχολιάσει τα προβλήματα μιας σύγχρονης πολυεθνικής κοινωνίας.

Η ιστορία του «Χρυσού δράκου», που έγραψε ο πολυπαιγμένος σύγχρονος Γερμανός συγγραφέας Ρόλαντ Σιμελπφέννιχ, δεν μιλάει βέβαια για επηρμένους σεφ και εστιατόρια πολυτελείας. Μιλάει για τη σκοτεινή ζωή των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτά, μετανάστες, παράνομους, απεγνωσμένους, που η ζωή τους μοιάζει να κρέμεται σε τσιγκέλια.

Το έργο που γράφτηκε πέρυσι και πρόλαβε φέτος να βραβευτεί σε δύο μεγάλα γερμανικά φεστιβάλ (M­hlheimer Theatertagen και Berliner Theatertreffen) δεν στέκεται μόνο σε αυτούς. Ο Κινέζος που υποφέρει από πονόδοντο είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, μέρος του ψηφιδωτού που σχηματίζει ο συγγραφέας με επίκεντρο ένα ασιατικό ταχυφαγείο στη σύγχρονη Δυτική Ευρώπη. Αλλά δεν είναι ο μοναδικός. Ανδρες και γυναίκες ασφυκτιούν στη μοναξιά τους. Κοινός παρονομαστής, η κραυγή.

Στην Κατερίνα Ευαγγελάτου άρεσε το κείμενο που της πρότεινε να σκηνοθετήσει ο Γιάννης Χουβαρδάς για τη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ενα ιδιαίτερο έργο με συγκεκριμένες οδηγίες από τον εμπνευστή του. Ο Ρόλαντ Σιμελπφένιχ καθορίζει και τον τρόπο που θα παιχτεί. Ορίζει πέντε ηθοποιούς με τις ηλικίες που θέλει και ποιο ρόλο θα υποδυθεί κάθε ένας. Οι άντρες παίζουν τις γυναίκες, οι γυναίκες τους άντρες, οι πρεσβύτεροι τους μικρότερους και οι μικρότεροι τους μεγαλύτερους.

Μην ξαφνιαστείτε όταν δείτε τη Φιλαρέτη Κομνηνού να κάνει τη 19χρονη εγγονή του Νικόλα Αγγελή. Τον Νίκο Χατζόπουλο να υποδύεται μια 28χρονη αεροσυνοδό με το παρατσούκλι Μπάρμπι. Τη Εύη Σαουλίδου να παίζει τον μικρό Κινέζο και τον Δημήτρη Παπανικολάου μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα που μόλις χώρισε τον άντρα της. Παράξενο έργο, μας λέει, σπονδυλωτό, με 48 σύντομες σκηνές, μεγάλο μέρος των οποίων διαδραματίζονται στην κουζίνα. Οι υπόλοιπες στα διαμερίσματα που είναι πάνω από το εστιατόριο «Ο χρυσός δράκος»: «Ο συγγραφέας ζητάει να εκφωνούνται όλες οι παύσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Ακόμη και οι σκηνικές οδηγίες: πού βρίσκονται οι ήρωες, τι ώρα είναι, αν στέκονται ή κάθονται». Παρ’όλα αυτά το κοινό δεν νιώθει άβολα. Νομίζει πως παρακολουθεί μια πρόβα. Το σκηνικό που επιμελήθηκε η Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα, ένας συνδυασμός λιτότητας και λευκού με τσιγκέλια στον τοίχο, από τον οποίο κρέμονται όσα αντικείμενα χρησιμοποιούνται στην παράσταση, βοηθάει στις εντυπώσεις.

Επίκεντρο της ιστορίας ο Κινέζος παράνομος μετανάστης. Η ιστορία του, όπως και εκείνη της αδερφής του, που κατά διαβολική σύμπτωση είναι φυλακισμένη σε κάποιο από τα διαμερίσματα του κτιρίου, δεν μονοπωλούν την παράσταση. Δεν πρόκειται άλλωστε για ένα έργο που καταπιάνεται αποκλειστικά με τους μετανάστες. Εχει να κάνει με τη μοίρα, τις συμπτώσεις, την αποξένωση, τη ματαίωση του έρωτα, τον χρόνο που περνάει.

«Μου αρέσει το θέμα του πεπρωμένου του ανθρώπου, της ταυτότητας που θίγει το έργο, ακόμη και η επιθυμία των ανθρώπων αυτών να είναι άλλοι απ’ αυτό που είναι. Ολο το έργο είναι μια αφήγηση προς το κοινό». «Δεν ζούσα με χρυσά κουτάλια» Στη βαριά ατμόσφαιρα της κρίσης, η Κατερίνα Ευαγγελάτου βλέπει απλώς τα σημάδια της.

«Παρακολουθώ της προετοιμασία της υποδοχής της. Ολοι κατεβάζουν τις τιμές των εισιτηρίων, επιλέγουν ολιγοπρόσωπες παραστάσεις, κόβουν ό,τι μπορούν από τα ήδη κομμένα, καθυστερούν παλιές πληρωμές. Υπάρχει μια διάχυτη σιγουριά ότι κανείς δεν θα έχει κοινό φέτος. Περίεργη ατμόσφαιρα, αλλά νιώθω έτοιμη να την αντιμετωπίσω. Μεγάλωσα σε μια θεατρική οικογένεια και από νωρίς έμαθα γι’ αυτά τα προβλήματα. Οτι για ένα θέατρο ρεπερτορίου τα πράγματα κρύβουν πάντα δυσκολίες». Ενα παιδί που μεγάλωσε με πατέρα τον Σπύρο Ευαγγελάτο, μητέρα τη Λήδα Τασοπούλου και το «Αμφιθέατρο» ως σπίτι της, δεν το θεωρείς χαμένο στις δυσκολίες του επαγγέλματος. «Ημουν τυχερή αλλά δεν ζούσα με χρυσά κουτάλια. Δεν είχα πάντα στη διάθεσή μου -καλλιτεχνικά- ό,τι ήθελα και τώρα θα τα στερηθώ. Εμαθα από νωρίς να προσέχω».

Η αλήθεια είναι πως κληρονόμησε ένα καλό όνομα, αλλά από πολύ νωρίς έδειξε ότι έχει τσαγανό. Παρορμητική, με πάθος, όρεξη για συγκρούσεις και διάθεση να ανακαλύψει μόνη της τις συγκινήσεις, ξανοίχτηκε πρώτα στο πανεπιστήμιο στη Φιλοσοφική, στα 19 της, την υποκριτική επιλέγοντας τη δραματική σχολή του Εθνικού και αρχίζοντας ως ηθοποιός την καριέρα της και αργότερα τη σκηνοθεσία. Οσο όμως και αν όλοι την ξεχώρισαν αμέσως για το ταλέντο της, δεν της ήρθαν όλα ιδανικά. Εχασε τη μητέρα της νωρίς και πέρυσι τον αδερφό της. Στα 31 της, η Κατερίνα Ευαγγελάτου δεν το βάζει κάτω. Διψάει για ζωή, δείχνει σαν να μην της αρκεί ο χρόνος που έχει στη διάθεσή της, βιάζεται με ένα πάθος που παρασύρει και τους άλλους. Αλίμονο, αν μετά απ’ όλα αυτά τη βάραινε το ζοφερό κλίμα του τελευταίου χρόνου.

«Είναι μια ατμόσφαιρα αποτρεπτική. Αρκετοί της γενιάς μου αναρωτιούνται αν πρέπει να φύγουν στο εξωτερικό. Οι επιστήμονες μπορούν. Οι άνθρωποι του θεατρικού χώρου δεν είναι εύκολο να φύγουν: θέμα γλώσσας». Η ίδια, αν και σπούδασε έξω και έχει επαφές και με το Λονδίνο και τη Μόσχα, δεν έχει τέτοιες βλέψεις.

«Μου αρέσει να δουλεύω στην Ελλάδα, είμαι χαρούμενη για τις ευκαιρίες που μου δίνονται. Ποιος ηθοποιός της γενιάς μου έχει σκηνοθετήσει τέσσερα έργα στο Εθνικό και έχει κάνει εκεί και την πρώτη του σκηνοθεσία; Αισθάνομαι ευλογημένη απ’ αυτή την άποψη. Δεν είναι ότι αδιαφορώ για να κάνω κάτι και έξω, αλλά δεν έχω αυτή την αγανάκτηση που κρύβεται πίσω από την κουβέντα που ακούω συχνά: Να τα βροντήξω όλα». Εννιά χρόνια από το 2001, όταν άρχισε την καριέρα της ως ηθοποιού, στην ερώτηση αν έκλεισε ο κύκλος αυτός, απαντά: «Οι λογαριασμοί αυτοί δεν κλείνουν έτσι. Αυτή τη στιγμή με ενδιαφέρει η σκηνοθεσία. Με γοητεύει και με ολοκληρώνει».

Το απέδειξε και στην οικογενειακή έδρα με τρία έργα που σκηνοθέτησε. Οχι στην κεντρική σκηνή του Αμφιθεάτρου, αλλά στην «Είσοδο κινδύνου» που έστησε η ίδια. «Το στοίχημα πήγε πολύ καλά. Νέο κοινό μπολιάστηκε με το υπάρχον του θεάτρου». Μοιάζει εκπληκτικά στη μητέρα της, αλλά στον χαρακτήρα θυμίζει τον Σπύρο Ευαγγελάτο. Ποιος επικρατεί; «Εχουμε και συμφωνίες και διαφωνίες για τις επιλογές. Είμαστε και οι δύο πολύ έντονοι χαρακτήρες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή