Ο εφιάλτης της βράβευσης

2' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H βράβευση αποτελεί μια από τις ευτυχέστερες στιγμές στη ζωή ενός συγγραφέα. Για όλους, πλην του βιτριολικού βιρτουόζου της γραφής Τόμας Μπέρνχαρντ.

Στα αυτοβιογραφικά κείμενα που απαρτίζουν τα 3/4 του βιβλίου, ο Αυστριακός συγγραφέας περιγράφει με υπονομευτική ειρωνεία, η οποία βαθμηδόν μετατρέπεται σε απελπισία, τον δραματικό τρόπο με τον οποίο βίωσε την απονομή εννέα έγκριτων λογοτεχνικών βραβείων. Ακολουθούν τρεις λακωνικές ομιλίες που εκφώνησε κατά την απονομή των βραβείων του Δήμου της Βρέμης, του αυστριακού κρατικού βραβείου και του βραβείου Μπύχνερ, καθώς και ένα κείμενο αιτιολόγησης της παραίτησής του από την επιτροπή της Ακαδημίας Γλώσσας και Ποίησης της Αυστρίας. Οι ομιλίες, όπου και κορυφώνεται η ζοφερή απελπισία του, είναι βαθιά υπαρξιακά κείμενα, αποκαλυπτικά τόσο της ιδιοσυγκρασίας (του μένους του κατά του αυστριακού μικροαστισμού) αλλά και της οντολογίας του σκοτόφρονος Τόμας Μπέρνχαρντ. Ενδεικτική είναι η τυπική μπερνχαρντική φράση: «Πώς τις μισώ αυτές τις μετρίου μεγέθους πόλεις με τα περίφημα μνημεία τους, που παραμορφώνουν τους κατοίκους τους διά βίου», που εκστομίζει λίγο πριν απότην απονομή του βραβείου του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων στο Ρέγκενσμπουργκ. Με άλλα λόγια, τα τέσσερα καταληκτικά κείμενα του βιβλίου αποτελούν εξαιρετική εισαγωγή στον εκκεντρικό, αλλά βαθιά λογοτεχνικό κόσμο του σπουδαίου μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα.

Το βιβλίο ανοίγει με το εξαιρετικά απολαυστικό κείμενο «Το βραβείο Γκριλπάρτσερ», όπου ο Μπέρνχαρντ αφηγείται πώς λίγες ώρες πριν από την απονομή αποφάσισε να αγοράσει ένα κοστούμι από ένα ακριβό κατάστημα όπου συνήθιζε να ψωνίζει κάλτσες! Στο ενδιάμεσο μεταξύ της αγοράς και της αλλαγής του στενού κοστουμιού, ο Μπέρνχαρντ αφηγείται -παρεμπιπτόντως- την επεισοδιακή βράβευση. Ο Μπέρνχαρντ βιώνει το κλασικό συγγραφικό όνειρο -τη βράβευση- σαν έναν επαναλαμβανόμενο καφκικό εφιάλτη ο οποίος επανέρχεται παραλλαγμένος και τον τυραννάει: «Μερικοί κύριοι με συνόδευαν στο δημαρχείο και είχα την εντύπωση ότι με προσήγαγαν σε δίκη». Τα βαθιά εξομολογητικά αυτά κείμενα, όπου όχι απλώς δεν κρύβει, αλλά υπογραμμίζει διαρκώς τον ενοχικό φαύλο κύκλο της αποδοχής και της περιφρόνησης του εαυτού του (καθώς αποδέχεται τα βραβεία μόνο γιατί έχει ανάγκη το χρηματικό έπαθλο), σκιαγραφούν το θλιβερό πορτρέτο μιας μίζερης και απελπισμένης ύπαρξης. Χαρακτηριστική είναι η εμμονή με την οποία αναζητεί τέσσερις τοίχους, όπου θα μπορεί να κλειδωθεί.

Οπως όμως σε όλα του τα έργα, το σκοτάδι είναι η άλλη όψη του φωτός. Η μισανθρωπία του, η οποία εκφράζει βαθιά απογοήτευση για τη χαμέρπεια του ανθρώπου, κρύβει βαθιά ανθρωπιά. Το μίσος του προς τους (δήθεν) συγγραφείς από έναν απεριόριστο θαυμασμό για τους λογοτέχνες όπως ο Μπύχνερ ή ο Κανέττι. Ο Μπέρνχαρντ υποφέρει βαθιά όπως όλοι όσοι βάζουν τον πήχυ ψηλά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή