Σαν πίστα με σημαδεμένα βήματα

Σαν πίστα με σημαδεμένα βήματα

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ

Πλατόνοφ

σκην.: Γιώργος Λάνθιμος

Εθνικό Θέατρο – Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»

«Γιε μου, εσύ είσαι το πιο όμορφο παιδί στον κόσμο!» Και είναι αλήθεια. Ή μάλλον σχεδόν η αλήθεια. Τουλάχιστον για την ίδια τη μάνα που το εκστομίζει. Γιατί δεν είναι κάθε μάνα αυτή που βλέπει στον γιο της ό,τι ωραιότερο έπλασε ποτέ η φύση; Μήπως έτσι δεν αρχίζουν -ναι!- οι διακρίσεις που μπορούν να καταλήξουν μέχρι -ναι, ναι!- και σε ένα καθαρό καθημερινό φασισμό; Γιατί τα βρέφη, βέβαια, δεν κάνουν διαχωρισμούς ανάμεσά τους σε ωραίο κι άσχημο. Πρώτοι πρώτοι η μητέρα κι ο πατέρας κάνοντας συγκρίσεις βάζουν παρόμοια σύνορα. Γιατί είναι βέβαια οι γονείς που διαπαιδαγωγούν, πρώτοι πρώτοι και κατά την εκάστοτε κρίση τους τα παιδιά τους. Κάτι τέτοιο ισχυρίζεται και ο -θρυλικός;- «Κυνόδοντας», η ταινία που σμπαραλιάζει την όποια αγιότητα της οικογένειας και που ταξινομήθηκε ανάμεσα στις ξένες υποψήφιες για τα εφετινά Οσκαρ.

Οταν την είχα δει ξενίστηκα από το «στυλ» της κι έμεινα αναποφάσιστος: μου άρεσε ή όχι; Παρακολουθώντας τώρα τη θεατρική σκηνοθεσία που έκανε ο ίδιος σκηνοθέτης, ο Γιώργος Λάνθιμος, στο πρωτόλειο έργο του Τσέχοφ το «Πλατόνοφ», πήρα την τελική μου απόφαση και για την ταινία: Οχι δεν μου άρεσε. Σπάνια έχω συναντήσει μία τόσο πισθάγκωνα καταναγκαστική παράσταση. Καταναγκαστική επειδή τα πάντα ήταν στην κυριολεξία χορογραφημένα μέχρι εκατοστημορίου. Ετσι αυθαίρετα και δίχως συγκεκριμένο λόγο.

Ολη η δράση -γύρω από τον ερωτύλο επαρχιακό δασκαλάκο, τον «οργισμένο με όλους μηδενιστή» Μιχαήλ Πλατόνοφ- είναι οριοθετημένη από τον Γ. Λάνθιμο σε μια χορευτική πίστα με καθορισμένα – σημαδεμένα βήματα, ακριβώς σαν κι αυτά που ζωγραφίζονται στις «άνευ διδασκάλου» βιντεοταινίες που υπόσχονται ταχεία μάθηση τανγκό και βαλς. Επειτα από μια ξέφρενα κινητική εισαγωγή όπου όλος ο θίασος (στην αρχική εκδοχή του Τσέχοφ ήταν είκοσι τα πρόσωπα, σε αυτήν του Ντέιβιντ Χέαρ που υιοθετήθηκε εδώ, εννέα) παίζει ποδόσφαιρο με μπαλόνια, αρχίζει να εκφέρεται κι ο λόγος. Αυτό γίνεται με ένα τρόπο που θυμίζει ανέκφραστο μαρκάρισμα σε μια πρώτη ανάγνωση θεατρικού έργου.

Ποιο έργο δηλαδή. Αυτό που έγραψε ο εικοσάχρονος Τσέχοφ δεν είναι από τα καλά του. Παρέμενε καταχωνιασμένο για πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Και «συγχωρείται μόνο από τη νεαρή ηλικία του συγγραφέα. Πότε μοιάζει με δράμα, πότε με κωμωδία και πότε με επιθεώρηση. Αλλά δεν είναι τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Το συγγραφικό αυτό χάος δικαιολογείται ενδεχομένως με τη χαοτική κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η ρωσική κοινωνία», επεσήμανε ο Ρώσος κριτικός Μιχαήλ Γκόμοβ.

Ομως, έτσι κι αλλιώς, το κείμενο δεν δείχνει να ενδιαφέρει διόλου τον σκηνοθέτη. Αντίθετα, αυτό που τον απασχολεί αποκλειστικά δείχνει να είναι μια ρηξικέλευθη φόρμα, η οποία καπελώνει τόσο τον όποιο συμφωνικό ρεαλισμό του Τσέχοφ όσο και τους ηθοποιούς -τους καταλυπήθηκα τους δύστυχους!- οι οποίοι διδάχθηκαν να εκφράζονται όσο πιο ανέκφραστα και «μαρκαριστά» γινόταν. Οι ερμηνευτές ξεθεώνονταν άσκοπα από τον σκηνοθέτη σε κωμικοτραγικά γυμναστικά καμώματα, με αποτέλεσμα το αξίωμα «πάνω απ’ όλα η εικαστική φόρμα και όχι το περιεχόμενο», να τους θάβει στην κυριολεξία.

Ο ίδιος ο Λάνθιμος είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ότι ο Πλατόνοφ είναι -λέει- δειλός, κυνικός, επιθετικός, ότι προσποιείται τον Δον Ζουάν αλλά δεν ολοκληρώνει κανέναν έρωτα. Πάντως εγώ προσωπικά, παρ’ ότι διαβασμένος, δεν αντιλήφθηκα καμιά διαφορά ανάμεσα στον Αρη Σερβετάλη -στον επώνυμο ρόλο- και τον Βασίλη Καραμπούλα, ή τον Ανδρέα Κωνσταντίνου, από τον Θανάση Δήμου και τον Μάνο Βακούση. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με την Ελενα Τοπαλίδου, την Αγγελική Παπούλια, τη Μαρία Πρωτόπαππα και την Αριάν Λαμπέντ. Εκφράζονταν όλοι τους ίδια κι απαράλλαχτα -και εννοείται- ότι δεν έφταιγαν οι ίδιοι. Απλώς εκτελούσαν τις άνωθεν φορμαλιστικές σκηνοθετικές εντολές. Αλλη δήλωση του Γ. Λάνθιμου πάλι, έλεγε πως η παράσταση «είναι απλή (!), με μια σύγχρονη (!) ματιά και μια εικαστική ησυχία (!)». Τα -χλευαστικά- θαυμαστικά είναι όλα δικά μου.

Συμπερασματικά η επίγνωση που απέκτησα από την παράσταση του «Πλατόνοφ» ήταν ότι τελικά δεν μου άρεσε ούτε ο επίπλαστος «Κυνόδοντας». Να τον χαίρονται όσοι -και εάν- του δώσουν το Οσκαρ. Αν ήταν -τουλάχιστον- έστω κι έτσι αυτή μία νεόκοπη εκδοχή του συγκεκριμένου έργου; Καθόλου! Οποιος το επιθυμεί μπορεί να δει σκηνές -στο Youtube- από τις ρηξικέλευθες παραστάσεις του «Πλατόνοφ» που έκαναν ξένοι σκηνοθέτες στη Δύση. Οχι δεν είμαστε από τους πρώτους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή