Η πραγματική έλλειψη του άλλου

Η πραγματική έλλειψη του άλλου

3' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Ζωή χαρισάμενη
εκδ. Πόλις

Εξι διηγήματα για την αγάπη που λείπει, για τη μοναξιά, για την αδυναμία αλληλοπεριχώρησης στο σύγχρονο άστυ και δη το κλεινόν, αλλά και στον ύστερο νεωτερικό πολιτισμό, για την ανέφικτη ολοκλήρωση του υποκειμένου μέσα στον αστικό και τον δικτυακό ιστό, που αλληλοκαθρεφτίζονται στις κάθε λογής οθόνες, με πρώτη και καλύτερη αυτή της τηλεόρασης. Το τεφτέρι είναι ένα μπλογκ όπου κάποιος «σαρκοχαρής», όπως τον ονομάζει ο Γιανναράς, άντρας ανεβάζει τις προσωπικές στιγμές του με άπειρες γυναίκες και δίνει το σύνθημα για μια γενικευμένη σεξουαλική παραφροσύνη: όλοι με όλους μπροστά στον φακό, στο πλαίσιο ενός τρελού ανταγωνισμού που καταργεί την ανθρώπινη επαφή και ανάγει τις συνευρέσεις σε τρόπαια και αξεσουάρ επίδειξης.

Ο Γιανναράς σπάζει στο πρώτο του αυτό διήγημα, «Το τεφτέρι και το μαχαίρι», το κεντρικό πρόσωπο στα δύο, στον οιηματία ιστολόγο και έναν από τους πολλούς κερατάδες που η δράση του ιστολόγου δημιουργεί, έναν απελπισμένο άνθρωπο που λαχταρά το απλό και αυτονόητο χάδι. Χειριζόμενος με άνεση τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, την πολύτροπη αυτή απελπισία, την απώλεια της ταυτότητας εξαιτίας ακριβώς της πραγματικής έλλειψης του άλλου, καταλήγει από τη μια σε ένα μετρημένο σπαραγμό και από την άλλη στην αυτοαναίρεση του ίδιου του μύθου, διά της αμφισβήτησης του πρωταγωνιστή του. Μένει η πικρή γεύση της χειραγώγησης των μαζών από τα Μέσα, νέα ή παλιά, από τη μόδα που ισοπεδώνει, από την αλλοτρίωση, την αποξένωση σε έναν κόσμο του ισχυρού που δημιουργεί ίλιγγο στον αδύναμο Αντρέα Τιτθόν, τον πρωταγωνιστή του τρίτου εκτεταμένου διηγήματος, κάθε που έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους.

Ο Τιτθόν σκοτώνει για αρχή τη σπιτονοικοκυρά του γιατί δεν αντέχει να την αντιμετωπίσει, από αδυναμία και φόβο, αλλά και από λογοτεχνική επίδραση, αφού το παρατσούκλι που της έχει βγάλει οδηγεί τη μοίρα της. Στη συνέχεια σκοτώνει κόσμο και κοσμάκη, διά σοβαρή κι ασήμαντον αφορμή, παραμένει ατιμώρητος καθώς τα πτώματα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο χωνεύονται στην πόλη και τις εικόνες της, αλλά έτσι τουλάχιστον ζει, έστω και ως ζωντανός-νεκρός: η βία ως αντίδοτο στην αδυναμία και στην αβίωτη ζωή και η διαρκής ντοστογιεφσκική υπόμνηση, ρητή και υπόρρητη, προσδίδουν όχι μόνο επικαιρότητα στο θέμα, αλλά και το βάθος ενός φιλοσοφικού προβληματισμού που σκάβει στο σύνολό τους τα διηγήματα, καθώς επανασυνδέεται με τα ερωτήματα αλλά και τις απαντήσεις του μηδενισμού ή του υπαρξισμού. Μια μητέρα που προβάλλει το εγώ της στο παιδί της, σε σημείο που αυτό να γίνει αμέτοχο στην ίδια του τη ζωή, να απουσιάζει από τον πυρήνα του εγώ του και να καταλήξει να απολέσει ακόμα και την υλική του υπόσταση, μετρώντας ανάποδα τον χρόνο: όχι σαν τον Μπέντζαμιν Μπάτον του Φιτζέραλντ που ερμήνευσε πρόσφατα ο Μπραντ Πιτ στην ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ, αλλά ολοκληρώνοντας έναν πλήρη κύκλο και επιστρέφοντας στο κενό. Ενας ιερέας αυτοαγιοποιείται ή κοινώς την ψωνίζει και περιμένει απλώς τη νύχτα της Αναστάσεως το θαύμα που θα φανερώσει τη βαθύτερη φύση του στον κόσμο, αλλά αντ’ αυτού βλέπει μπροστά του μια από τις πιστές που κακήν κακώς κοινώνησε προ της τελευτής τους. Μια αρσενική Κίρκη μεταμορφώνει σε ζώα τους ανθρώπους με βάση σωματικά ή ψυχικά χαρακτηριστικά τους, με εξαίρεση τους πολιτικούς στους οποίους η βαθιά κτηνώδης φύση τους δεν επιτρέπει περαιτέρω επεμβάσεις.

Ο Γιανναράς αφηγείται τις ιστορίες με κέφι και χιούμορ, διανθίζοντάς τις με λογής λογής διακείμενα που χαράζουν τις διαδρομές του λόγου του και δείχνουν άλλους δρόμους πρόσληψης και ερμηνείας τους, από τον Ηράκλειτο και τον Σαρτρ ώς τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, αλλά και τον Νικ Νόλτε. Σχολιάζοντας διαρκώς την ίδια τη γραφή, τη μυθοπλασία και τη σχέση της με το πραγματικό, προσηλωμένος στην πρώτη ύλη της λογοτεχνίας, τη γλώσσα, συνθέτοντας μια ιδιαίτερη ιδιόλεκτο, ζωηρή, σύγχρονη αλλά και διάστικτη από εξεζητημένες συχνά λόγιες λέξεις, που άλλοτε λειτουργούν και άλλοτε όχι. Αυτή είναι όμως και η μόνη ένσταση που μπορεί κανείς να έχει στη νέα αυτή συλλογή του Γιανναρά, όπου η λογιοσύνη του υποτάσσεται στον μύθο και τον υποστηρίζει.

Ο Παράδεισος

Ο Γιανναράς παρακολουθεί τις τερατογενέσεις του καιρού φρικιώντας και χαμογελώντας ταυτόχρονα, καταγγέλλοντας αλλά με τρυφερή κατανόηση, ερμηνεύοντας αλλά χωρίς διδακτισμούς. Κι η γεμάτη θάνατο συλλογή του κλείνει με την αναίρεσή του, η οποία προσδίδει και στον τίτλο της το αληθινό του νόημα: η τελευταία λέξη στο τελευταίο διήγημα, το μοναδικό στο οποίο ο τόνος δεν γλιστρά επιτήδεια στον σαρκασμό και τη σάτιρα, είναι ο Παράδεισος. Εκεί όπου οι αγαπημένοι θα ξανασμίξουν γύρω από το «τρικούβερτο γιορταστικό τραπέζι της αντάμωσης», εκεί όπου η αγάπη θα είναι εφικτή. Προς το παρόν, παραμένει ευκταία και απαραίτητη, για να φωτίζει τη σκοτεινιά του μετανεωτερικού κόσμου και της ανθρώπινης ψυχής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή