Ο πρωτοπόρος Μαλλαρμέ

5' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Stephane Μallarme

Ιγκιτουρ ή η Τρέλα του Ελμπενόν

Μια ζαριά ποτέ δεν θα καταργήσει το τυχαίο

μετάφραση – επίμετρο: Μαρία Ευσταθιάδη

εκδ. Γαβριηλίδη

«Οπως άλλοι δίνουν τη ζωή τους για την πατρίδα, στον τάφο του Μαλλαρμέ θα άξιζε να γραφτεί πως έδωσε τη ζωή του για τη νεωτερικότητα» (Bernard Marchal & Jean-Luc Steinmetz, «Mallarm ou l’obscurit lumineuse»)

Ο 21ος αιώνας επιστρέφει, κατά πώς φαίνεται, στις απαρχές του μοντερνισμού, σεβαστικά, επιθετικά ή αμφίθυμα, αναζητώντας στην ταλάντευση ανάμεσα στο ρομαντικό και το μοντερνιστικό πρόταγμα τη σωτήρια ώθηση που θα τον οδηγήσει στο δικό του «Make it new». Από την επανεπίσκεψη αυτή στον αστερισμό των μεγάλων πρωτεργατών της νεωτερικότητας, που μεταφράζονται, ξαναμεταφράζονται, σχολιάζονται τον τελευταίο καιρό, δεν θα μπορούσε να λείπει ο Μαλλαρμέ – άλλος ένας μεγάλος αταξινόμητος πλάι στον Ρεμπώ (τον οποίο γνώρισε το 1872), τον Μπωντλαίρ που σφράγισε στα δεκαοχτώ του χρόνια τη σχέση του με την ποίηση, τον αγαπημένο του Πόε.

Σε γνωστό γαλλικό σχολικό εγχειρίδιο, το άρθρο για τον Μαλλαρμέ ξεκινά με τη διαπίστωση ότι η ζωή του «δεν παρουσιάζει αξιοσημείωτα γεγονότα» – πέραν του θανάτου που επιμένει, στην αρχή η μητέρα, μετά η αδελφή, στο τέλος ο γιος. Καθηγητής αγγλικών στα λύκεια της επαρχίας, με συχνά-πυκνά αρνητικές αξιολογήσεις από τους επιθεωρητές, με εύθραυστη υγεία αλλά και αρρωστοφοβικός, μικροπαντρεμένος και ελάχιστα ταξιδεμένος εκτός Γαλλίας, ο Μαλλαρμέ αναδιαμόρφωσε εκ βάθρων το παγκόσμιο ποιητικό τοπίο, θρησκευτικά προσηλωμένος στο απόλυτο μιας ποίησης που δεν απευθύνεται παρά στους μυημένους, προτάσσει το αίτημα της μορφής σε σχέση με το περιεχόμενο, του εσωτερικού ρυθμού σε σχέση με τις παγιωμένες στιχουργικές και στροφικές μορφές που δεσμεύουν τον καλλιτέχνη, την ιδέα σε σχέση με το πράγμα καθαυτό αλλά και την εντύπωση, την αντανάκλαση και την αναπαραγωγή του.

Πάθος και ποίηση

Πρόδρομος ηγέτης του συμβολιστικού κινήματος, σκαπανέας της πρωτοπορίας, ο Μαλλαρμέ έζησε μέσα στην τέχνη και ανάμεσα στους θεράποντές της – από τους ανανεωτές της οξιτανικής όπως ο Ωμπανέλ και ο Μιστράλ ώς τους παρνασσιστές και τους συμβολιστές ποιητές, τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, τον Ναντάρ, τον Ντεμπυσύ και τόσους άλλους. Ζωή σήμαινε γι’ αυτόν το πάθος του για την Ιδέα, το Απόλυτο και το Απειρο στην ποίηση, που γράφεται με λέξεις και καταλήγει, όπως και ο κόσμος ολόκληρος, σε ένα βιβλίο. Ή μάλλον σε ένα Βιβλίο, ασυνεχές και ατέρμονο, αντικείμενο και θέατρο, που αποτελεί τελικά το ανέφικτο opus magnum του.

Η Μαρία Ευσταθιάδη μας προτείνει σήμερα δύο κομβικά για τη φιλοσοφική και ποιητική του διαδρομή κείμενα, με γνώση και φροντίδα μεταφρασμένα. Το πρώτο, «Ιγκιτουρ ή η τρέλα του Ελμπενόν», μεταγραμμένο παλαιότερα στα ελληνικά από τον Ν. Γ. Πεντζίκη και τον Καίσαρα Εμμανουήλ σχεδόν στην ολότητά του, σφραγίζει μία από τις σημαντικότερες σωματικές, ψυχικές και συγγραφικές κρίσεις του ποιητή. Σηματοδοτεί την υπέρβασή της και συνδέεται, εντέλει, με το τελευταίο του έργο-μανιφέστο της κειμενικότητας ως νέας χωρικότητας, το «Μια ζαριά ποτέ δεν θα καταργήσει το τυχαίο» – που μεταφράζεται για πρώτη φορά. Αυτό το «μεγάλο τυπογραφικό και κοσμογονικό ποίημα», όπως το ονομάζει ο Κλοντέλ, στην κόψη, κυριολεκτικά, του ρομαντισμού, του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού και της συνέχειάς τους, διασκορπίζει το ποίημα σε μια σελίδα που γίνεται παρτιτούρα και πίνακας, διαμορφώνοντας έναν διπλό χώρο, εξωτερικό και εσωτερικό, με απόλυτα ρευστά όρια. Αυτή η ρευστότητα αποδεικνύει και το μέγεθος του ρίσκου που ανέλαβε η Μαρία Ευσταθιάδη, απαντώντας έμπρακτα και δραστικά με τη μετάφρασή της στη θέση περί του αμετάφραστου της ποίησης -και δη μιας τέτοιας ποίησης- αλλά και σχολιάζοντας τη σχέση της μετάφρασης με τον καιρό και τη σκοπιμότητά της. Μετάφραση-ζαριά-εξάρες.

Διορισμένος στην Αβινιόν από το 1867 ώς το 1871, ο Μαλλαρμέ κατοικεί σε ένα «στοιχειωμένο» καθώς φημολογείται σπίτι, υποφέρει από κρίσεις άγχους, παραλύει, φοβάται ότι έχει τρελαθεί. Επιλέγει να αφοσιωθεί ομοιοπαθητικά -similia similibus- σε μια ιστορία παραφροσύνης, αυτή του «Ιγκιτουρ», τελευταίου εκπροσώπου μιας φυλής, που κρατά στον κόρφο του το Μηδέν κλεισμένο σε ένα φιαλίδιο και, καθισμένος στις στάχτες των προγόνων του, ρίχνει τα ζάρια για να καταργήσει το τυχαίο. Αφουγκράζεται τον χρόνο, γίνεται ένα με τις σκιές και παρακολουθεί το εγώ του να διαλύεται μαζί με το είδωλό του στον «απόλυτα καθαρό παγωμένο καθρέφτη».

Υπαρξιακή αγωνία

Διαβάζει κανείς ανάμεσα από τις γραμμές την απώλεια της μητέρας και τη βίωση του θανάτου της από τον πεντάχρονο Μαλλαρμέ, την αβάσταχτη υπαρξιακή και δημιουργική αγωνία, παρακολουθεί το υπερβατικό να κατισχύει καθώς η έννοια και η ιδέα σκάβουν βαθιά το βίωμα αλλά και το φανταστικό και γοτθικό διακείμενο, με όλες τις αντηχήσεις τους. Καθώς το αίτημα για το Απόλυτο διατυπώνεται ποικιλότροπα και εξόχως θεατρικά και εξίσου πολύτροπα αναιρείται και ακυρώνεται, οι παραλλαγές διαδέχονται η μία την άλλη, έως ότου ο Μαλλαρμέ εγκαταλείπει τελικά ημιτελές το κείμενό του, γιατρεμένος είν’ αλήθεια, έστω και προσωρινά. Η κρίση αυτή τον οδηγεί σε μια καθολική ποιητική ανατροπή: η σημασία γίνεται πλέον μία μόνο από τις συνιστώσες του ποιήματος και δεν είναι αναγκαστικά απαραίτητη, ο στίχος πρέπει να είναι αυστηρός αλλά όχι κανονιστικός και να ανανεώνει μουσικά τη λέξη, το πράγμα και την ιδέα πίσω τους.

Τριάντα χρόνια θα περάσουν έως ότου τα ζάρια ριχτούν και πάλι: το 1897, ένα χρόνο πριν πεθάνει, ο Μαλλαρμέ γράφει το ποίημα-αστερισμό που φώτισε και συνεχίζει να φωτίζει τον δρόμο της πρωτοπορίας έως σήμερα, από τον φουτουρισμό, τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό στην οπτική, την ηχητική και τη συγκεκριμένη ποίηση, στην ποίηση περφόρμανς και την κυβερνοποίηση στις μέρες μας. Το ποίημά του δεν είναι άλλο ένα σχηματικό ποίημα, σαν τα τεχνοπαίγνια λόγου χάρη των Αλεξανδρινών. Είναι μια ρυθμική δοκιμή στην οποία «ο χρόνος (Μεσονύκτιο) – που δημιούργησε την ύλη, τους όγκους, τα ζάρια» στον Ιγκιτουρ ανοίγει τώρα πια ένα νέο χώρο. Και το «θαλασσινό και αστρικό σύμπλεγμα ενός χρυσού τεχνουργήματος» πάνω στο οποίο διαβαζόταν «το απροσμέτρητο τυχαίο των συζυγιών» γίνεται ένα ριζωματικό, αστρικό κείμενο που ξεκινά από ένα πολύσημο ναυάγιο για να εκφράσει το ποιητικό Απόλυτο. Το όνειρο του Ιγκιτουρ γίνεται κατά κάποιο τρόπο πραγματικότητα: «και οι αστερισμοί και η θάλασσα χωρίζονται από το Απειρο, έχοντας παραμείνει έξω από αυτό, συμμετρικά κενά, για να αφήσουν την ουσία του, ενωμένη για την ώρα, να πλάσει το απόλυτο παρόν των πραγμάτων». Ή όπως σχολιάζει ο Βαλερύ: «Προσπάθησε επιτέλους, σκέφτηκα, να προσδώσει σε μια σελίδα τη δύναμη του έναστρου ουρανού».

Ο Μαλλαρμέ πίστευε πως «δεν υπάρχει λογοτεχνική κληρονομιά…» και η ποίηση δεν παύει να τον διαψεύδει. Ισως γιατί, μεταξύ άλλων πολλών, αυτός ο ποιητής που αγκάλιασε στον προβληματισμό του το σύνολο των τεχνών αλλά δεν δίστασε να γράψει και για τη γυναικεία μόδα, υποστήριξε φανατικά την αναρχική ελευθερία της ποίησης και της τέχνης και επινόησε τον νεωτερικό χώρο ως έναν πολυπρισματικό χώρο λόγου και ετερότητας. Είθε οι ζαριές του να οδηγήσουν την ποίηση ξανά σε ανατρεπτικά μονοπάτια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή