Παράλογη καθημερινότητα

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΝΤΡΕΪ ΚΟΥΡΚΟΦ

Ο φίλος του μακαρίτη μετ.: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης

εκδ. Καστανιώτη

Τον Κούρκοφ τον γνωρίσαμε με τον πιγκουίνο Μίσα, στα μυθιστορήματα «Ο θάνατος ενός αγνώστου» (εκδ. Εξάντας, 2002) και «Οι πιγκουίνοι δεν πεθαίνουν απ’ το κρύο» (Καστανιώτης 2009). Είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ρώσους ή μάλλον ρωσόφωνους συγγραφείς, αφού γεννήθηκε στο Λένινγκραντ, σε οικογένεια εκ παραδόσεως κομμουνιστική, αλλά πολύ μικρός μετέβη στην Ουκρανία. Αντιμετωπίζοντας πολλά προβλήματα για την επιμονή του να γράφει στα ρωσικά -όπως στην αρχή, όταν ήλθε αντιμέτωπος με τη λογοκρισία- είναι σήμερα από τους πιο διαβασμένους και μεταφρασμένους συγγραφείς της ρωσικής γλώσσας. Αρχισε να γράφει παιδικά βιβλία όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία σε φυλακή στην Οδησσό. Εβγαλε μετά χιλίων βασάνων το πρώτο του βιβλίο το 1991. Και έγινε τελικά πολύ γνωστός γύρω στο 2000, όταν τα βιβλία του μεταφράστηκαν, κυρίως στα γαλλικά.

«Ο φίλος του μακαρίτη» είναι μια ιστορία διαφορετική από εκείνη των πιγκουίνων. Λιγότερο ζωηρή, λιγότερο κινητική, λιγότερο περιπετειώδης, αλλά καθόλου κατώτερη: ο θάνατος ως απτή πραγματικότητα του μετασοβιετικού βίου -είναι τυχαίο ότι ο Κούρκοφ λέει ότι μιλάει για τη μετασοβιετική ζωή αλλά και τον μετασοβιετικό θάνατο;- σχολιάζει την παράλογη καθημερινή πραγματικότητα. Ετσι, αν οι πιγκουίνοι μιλούσαν για την καθημερινότητα στη σχέση της με την Ιστορία, ο «Φίλος του μακαρίτη» περιγράφει το απλό και κοινότοπο κακό. Ενας άντρας λοιπόν άνεργος και εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του, ο Τόλια, θέλει να πεθάνει, δεν τολμά να αυτοκτονήσει και επιλέγει τον ευκολότερο δρόμο: μισθώνει έναν πληρωμένο δολοφόνο, αλλά καλό και έντιμο, που όμως νομίζει ότι θα σκοτώσει τον εραστή της γυναίκας του. Για κάποιο λόγο, η πρώτη απόπειρα αποτυγχάνει. Και ενδιαμέσως ο Τόλια γνωρίζει μια ευαίσθητη πεταλουδίτσα, βγάζει κάποια χρήματα και αποφασίζει ότι η ζωή είναι ωραία. Πώς να σταματήσει τον πληρωμένο φονιά ή μάλλον τον κίλερ, όπως ονομάζεται, ως «συνέχεια μιας αμερικανικής παράδοσης που αποσκοπεί στη βελτίωση της εικόνας και της ονομασίας επαγγελμάτων με χαμηλό επίπεδο εξειδίκευσης και κύρους»; Οπως λοιπόν ο σκουπιδιάρης στην Αμερική λέγεται «μηχανικός υγιεινής του αστικού περιβάλλοντος», έτσι και ο δολοφόνος υψηλής εξειδίκευσης, ο οποίος εργάζεται αποκλειστικά και μόνο κατά παραγγελία, αποκαλείται «κίλερ». Οι άλλοι, οι ρομαντικοί, μέθυσοι, ζηλιάρηδες, οι εν βρασμώ ψυχής εν πάση περιπτώσει δολοφόνοι, παραμένουν απλοί «φονιάδες».

Πώς να γλιτώσει κανείς λοιπόν από έναν κίλερ όταν δεν έχει να πληρώσει σωματοφύλακα; Μισθώνοντας έναν άλλον κίλερ, για να συνεχίσει να περιφέρει το σαρκίο του, έστω και με ενοχές για το κακό που η κυκλοθυμία του τον αναγκάζει να κάνει στους άλλους. Στη χλομή και κουρασμένη σύζυγο του πρώτου κίλερ δηλαδή, την οποία αφήνει χήρα με μωρό στην αγκαλιά. Ανθρωπος που άγεται και φέρεται από το τυχαίο και τη συγκυρία, ο Τόλια καταλήγει να καλύψει ποικιλοτρόπως το κενό του εκλιπόντος, καταπραΰνοντας έτσι τις τύψεις και λύνοντας παράλληλα όλα του τα προβλήματα.

Μισθοί και εισοδήματα

Οπως με βιτριολικό χιούμορ έλεγε σε μια συνέντευξή του ο Κούρκοφ, στη Ρωσία έμειναν πολλοί επειδή ακριβώς στην προσφιλή τους Δύση τα καλά πόστα της διαφθοράς ήταν ήδη πιασμένα. Αυτή η διαφθορά και η ανομία όμως στη Ρωσία έχουν περάσει στο μεδούλι της καθημερινότητας, είναι η καθημερινότητα, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να γίνονται ρευστοί, εύπλαστοι, να διαμορφώνονται κατά περίσταση από μικροσυμβάντα, κρατώντας τα προσχήματα, προσποιούμενοι ότι ζουν μια φυσιολογική ζωή, σκηνοθετώντας την πορεία τους μέσα σε μια χώρα όπου η λέξη «μισθός» έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία και υπάρχουν μόνο «εισοδήματα», αγνώστου υφής και προελεύσεως. Είναι χαρακτηριστικός ο αυτοοικτιρμός του Τόλια καθώς κοιτάζει την ομίχλη και το χιόνι έξω από το παράθυρο, σκεπτόμενος τη μελλοντική του αποδημία εις Κύριον, και του θυμίζουν Μπέργκμαν – μια αυτοσκηνοθεσία τραγωδίας που καταλήγει αναπόδραστα σε φάρσα. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν ξεκινά από πελάτης ενός κίλερ για να γίνει τελικά ο ίδιος κίλερ, σε μια πρώτη αποστολή που θυμίζει τη δική του αποτυχημένη δολοφονία. Διότι ο φόνος είναι απόλυτα αποδεκτός κοινωνικά, αρκεί να διαπράττεται με ηρεμία και επαγγελματικότητα και αποφέρει σημαντικό εισόδημα.

Μαύρο χιούμορ σε ένα βιβλίο που μιλάει για τη μοναξιά, την αδυναμία, τον θάνατο, την κοινότητα που διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη, την απουσία της αλληλεγγύης, της σχέσης, της προοπτικής – για μια ζωή κερδισμένη μέρα με τη μέρα και με κάθε τίμημα. Ο σαρκασμός και το χιούμορ ως όπλα ενάντια στην απαισιοδοξία, υπέρ μιας αισιοδοξίας έστω και σκοτεινής, μαύρης, η οποία αναδέχεται και προασπίζει τελικά, έστω και εκ του αντιθέτου, την ανθρώπινη αξία. Και μια μετάφραση αντάξια του πρωτοτύπου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή