Είναι η Μήδεια το μέλλον μας;

Είναι η Μήδεια το μέλλον μας;

3' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Μήδεια

σκην.: Αντώνης Αντύπας

Θέατρο: Απλό Θέατρο

Η πρεμιέρα της Μήδειας του Ευριπίδη στην Επίδαυρο (22/7) συνέπεσε με την κρίσιμη Παρασκευή της «συμφωνίας των Βρυξελλών», που έδωσε στην Ελλάδα μια (ακόμη) ευκαιρία… «να ανήκει στον κόσμο των πολιτισμένων και όχι των τριτοκοσμικών και των βαρβάρων…». Να συνεχίσει δηλαδή να ανήκει στο κόσμο του Ιάσονα και όχι της Μήδειας. Να φρίττει με τις εκδικητικές, παιδοκτόνους Μήδειες ενώ ο ίδιος τρώει και τα παιδιά του και τις Μήδειες. Πού το πάω; Εκεί που το ήθελε, στην ουσία, ο Ευριπίδης. Παραμονές Πελοποννησιακού σπαραγμού, με όλους τους όρκους και τις υποσχέσεις για ειρήνη – ανάπτυξη – αλληλοσεβασμό καταπατημένους, με τα μίση, τα αίσχη και τις προδοσίες στις επάλξεις, ποιος ποιητής – πολιτικός συγγραφέας θα διάλεγε ένα αιματοβαμμένο ρομάντζο για να προειδοποιήσει τους Αθηναίους;

Πάτησε σ’ έναν ευρύτερα γνωστό μύθο (Αργοναυτική Εκστρατεία) που τον πιάνει μάλιστα από την Κόρινθο, πόλη – κόκκινο πανί για τους Αθηναίους, «απαλλάσσει» τους Κορίνθιους από τη μυθική ρετσινιά του φόνου των παιδιών της Μήδειας, για να τους αποδώσει στην ίδια, ως γυναίκα προδομένη αλλά και θεϊκής καταγωγής που εκτελεί θεία δίκη. Σ’ αυτό το συνταρακτικό έργο, ο διόλου δημοφιλής Ευριπίδης φυλάει καμουφλαρισμένους τους πολιτικούς στόχους του και δεν απομακρύνεται από το επίπεδο των προσωπικών σχέσεων, συγκρούσεων, παρακρούσεων. Επιμένει όμως στην επιχειρηματολογία ανάμεσα σε δύο ανόμοιους και αλληλοσυγκρουόμενους κόσμους, από τους οποίους ο ένας ψεύδεται κυνικά και ο άλλος μπλοφάρει δαιμονισμένα. Ποντάρει ασφαλώς στους φρέσκους συνειρμούς των συμπατριωτών του (διωγμοί των Μεγαρέων από τα λιμάνια και τις αγορές της Αθηναϊκής Συμμαχίας, αντίποινα των Δωριέων, αδίστακτες ξενηλασίες στη Πελοπόννησο) όταν βάζει τον ξενοφοβικό Κρέοντα να διώχνει τη Μήδεια και τα παιδιά της από την Κόρινθο επιταχύνοντας έτσι το χορό των νέων θανατικών, μαζί και το δικό του.

Ενώ μας αιχμαλωτίζει με το σκοτεινό, ακυρωμένο ερωτικό πάθος της Μήδειας και τις αβυσσαλέες διεργασίες του ταραγμένου της νου, δείχνει πώς οι κινητήριες δυνάμεις είναι κοινές στο πολιτικό και στο προσωπικό επίπεδο. Οταν θυσιάζεται κάθε ηθικός φραγμός, συναίσθημα και ανθρώπινη κατάκτηση για το συμφέρον, η απάντηση είναι μίσος, εκδίκηση, επιστροφή στο χάος απ’ όπου όλοι καταγόμαστε. Ο τυφλός ορθολογισμός του Ιάσονα -που όλα τα έχει υπολογίσει για το καλό όλων- δεν υπολόγισε τη φύση, το ένστικτο, τις εκρήξεις που προκαλεί η προδοσία στο πιο απρόβλεπτο και ολισθηρό υπόβαθρο: την καρδιά. Πόσω μάλλον την εύπιστη σε όρκους και απόλυτα παραδομένη στον έρωτα.

Ο Αντώνης Αντύπας, όπως πολλοί πριν απ’ αυτόν, αντιπαρήλθε το «τι θέλει να πει τελικά ο ποιητής», μένοντας νόμιμα και φρόνιμα προσηλωμένος στο συγκλονιστικό επικάλυμμα του έργου, έτσι κι αλλιώς γεμάτο υψηλούς γρίφους για τα κριτήριά μας. Τις αργόσυρτες κινήσεις και αντιδράσεις του υποτονικού Χορού, που προσέρχεται μαζί με τους ρόλους τελετουργικά στην ορχήστρα, κατανόησα κατόπιν παραστάσεως, διαβάζοντας το πρόγραμμα (πάλι το πρόγραμμα!). Είχα, λέει, δει «θέατρο μέσα στο θέατρο» καθώς η δράση τοποθετείται στον ναό της Ακραίας Ηρας, όπου «ο απώτερος Μύθος αναφέρει ότι είχαν ταφεί τα παιδιά της Μήδειας» κι όπου οι καθιερωμένες γιορτές πένθους και εξιλέωσης κορυφώνονταν με την αναπαράσταση της ιστορίας της Μήδειας από προσκυνητές. Πού το «έγραφε» όμως αυτό η ίδια η παράσταση; Και ποια χαροκαμένη μάνα – προσκυνήτρια ήταν που διέπρεψε ενώπιόν μας με τη δύναμη, την εσωτερική δόνηση, την απόκοσμη σκοτεινιά της Αμαλίας Μουτούση;

Για τους υπόλοιπους ρόλους -πλην στιγμών του Ιάσονα (Χρήστου Λούλη)- ίσως να επαρκούσε ο ζήλος των προσκυνητών αφού οι καλοί ηθοποιοί (Λεμπεσόπουλος, Νταλιάνης, Ημελλος, Πάνου, Καλλιμάνη) αφέθηκαν ξεκομμένοι, αστήριχτοι, σαν να χωνεύτηκαν από το χώμα που πατούσε η Μήδεια. Κατάκτηση όλων ήταν ο λόγος, με κέρδος την ακουστική απόλαυση της εμπνευσμένης μετάφρασης του Χειμωνά. Την οπτική πλευρά (Γ. Πάτσας) κέρδισε η Αργώ, ως καταρρέον ακρόπρωρο, που μέσα του φιλοξενεί τα δώματα της Μήδειας. Από τα σπλάχνα του αναδύεται στο τέλος, ψηλά πάνω από την ορχήστρα, το πάμφωτο αναβατόριο-άρμα του θεϊκού παππού της Ηλιου, για να την απομακρύνει από τον ρημαγμένο κόσμο των θνητών.

Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη της Μήδεια, η Αμαλία Μουτούση, με όλο της το είναι στραμμένο εντός της, στο γενεσιουργό σκότος μιας διχασμένης φύσης, στεγνωμένη και περίκλειστη, μακριά από κάθε ίχνος περιγραφής του ρόλου, έμοιαζε σκηνοθετημένη περισσότερο από τον Χειμωνά -αδεία Αντύπα- υπακούοντας ευλαβικά στην άγρια ποίηση και στον αιχμηρό ρυθμό της διάνοιας και του λόγου του. Ενός λόγου, που είχε συχνά δομή άριας με αποκορύφωμα έναν ελεγχόμενο, ανεπαίσθητο αλλά συγκλονιστικό, φωνητικό εκτροχιασμό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή