Η αιώνια γοητεία της οδού Αθηνάς

Η αιώνια γοητεία της οδού Αθηνάς

3' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πρώτη μου ανάμνηση από την οδό Αθηνάς έρχεται από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70. Η πελώρια αφίσα της Pan Sic, η κρεαταγορά, φωνές και άνθρωποι, κι ένα υγρό γκρι, σαν στάχτη μέσα σε βρεγμένο σταχτοδοχείο, απλωμένο πάνω απ’ όλους. Χρόνια μετά, διάβασα ότι όταν κατασκευαζόταν ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, οι Αθηναίοι δεν τολμούσαν να επιβιβαστούν στους συρμούς που διέσχιζαν τις υπόγειες γραμμές, κάτω ακριβώς από την Αθηνάς. Η κυβέρνηση χρειάστηκε να στείλει ένα σύνταγμα ιππικού να παρελάσει επί του δρόμου που συνδέει την Ομόνοια με το Μοναστηράκι για να αποδείξει ότι το έδαφος είναι ανθεκτικό και δεν θα καταρρεύσει θάβοντας όσους βρίσκονται στο υπόγειο τρένο. Το κόλπο έπιασε.

Η δική μου Αθήνα

Ομολογώ ότι δεν μπορούσα να συνδυάσω στο μυαλό μου το σύνταγμα του ιππικού με τις μαρκίζες των ύποπτων σινεμά που υπήρχαν στην Αθηνάς στις μέρες μου. Η ρομαντική εποχή των στρατιωτικών ιππέων με τα ξίφη απείχε έτη φωτός από τη δική μου Αθηνάς. Τη δική μου Αθήνα. Απείχε όμως; Ενας αόρατος ιστός συνέδεε τις δύο εικόνες: το λούμπεν βασίλειο που είχε εδραιωθεί σχεδόν από καταβολής ελληνικού κράτους στον κεντρικό αυτόν δρόμο και στην Ομόνοια γενικότερα. Το ναρκωμένο βλέμμα, η άλλοτε βίαιη, άλλοτε νωθρή χειρονομία.

Οταν κάποτε έπεσα πάνω στις «Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς» του Μάνου Χατζιδάκι, έργο του 1981-83, διάβασα στο σημείωμα του συνθέτη: «Ο δρόμος, η Αθηνάς, έχει πολλά οινομαγειρεία και πιο πολλά πορνεία, κινηματογράφους για κατ’ ιδίαν ερωτικήν απόλαυση, ξενοδοχεία σκοτεινά για άμεση ερωτική περίθαλψη -κάτι σαν Πρώτων Βοηθειών, να πούμε, ερωτικών- χιλιάδες καφενεία για ημερήσια χαύνωση, το Δημαρχείο κι ένα γραφείο αλλοτινών καιρών. Στον δρόμο αυτόν κυκλοφορούν εργατικοί, μικρέμποροι, αλήτες, πόρνες, τραβεστί, δημοσιογράφοι, επαρχιώτες μαστρωποί και χίλιοι δολοφόνοι. Αυτό περίπου είναι το σκηνικό». Ηθελε να πει, το σκηνικό για το έργο, τις «Μπαλάντες», οι οποίες βέβαια πάνε πέρα και πίσω από το σκηνικό. «Μια τελετουργική προσπάθεια να φανερωθούν οι σκοτεινές δυνάμεις που μας κυβερνούνε μέσα μας και μας ωθούν, μας οδηγούν αδίστακτα προς την πανάρχαια και τελειωτική μας διαδρομή».

Από το 1981 στο 2011. Πολλά άλλαξαν. Οι άνθρωποι, κατ’ αρχήν: οι μαστροποί είναι μελαψοί ή έχουν σλάβικη κατατομή, τα τραβεστί έδωσαν τη θέση τους στα πρεζόνια, οι επαρχιώτες έχουν βολευτεί στα προάστια, οι πόρνες έχουν σοκολατί δέρμα και βρίσκονται στην άλλη πλευρά της Ομόνοιας, οι δημοσιογράφοι καταψύχονται σε τηλεοπτικά στούντιο ή σε εφημερίδες μακριά απ’ το κέντρο. Μονάχα οι αλήτες και οι δολοφόνοι παραμένουν στις θέσεις τους. Το τοπίο τώρα: τα οινομαγειρεία έγιναν σαντουιτσάδικα, τα πορνεία είδη κιγκαλερίας, τα καφενεία έγιναν καφέ, το γραφείο κηδειών έκλεισε, το δημαρχείο έμεινε και μαζί με αυτό τα ξενοδοχεία αμέσου ερωτικής ανάγκης. Οσο για τα ύποπτα σινεμά, ένα απόμεινε, όχι επί της Αθηνάς αλλά πίσω από το δημαρχείο.

Φρεσκάδα

Τριάντα χρόνια μετά, σε μια μετα-ολυμπιακή Αθήνα με οικονομική κρίση, το πνεύμα είναι το ίδιο. Φθοροποιό, ταραχοποιό (σαν τα πόλτεργκαϊστ στοιχειά), τρομώδες. Γι’ αυτό και το πιο σκοτεινό έργο του Χατζιδάκι διατηρεί τη φρεσκάδα του. Οι ανατριχιαστικές νύξεις των εγχόρδων πλάι στο μπουζούκι και την κιθάρα, πίσω από μια βραχνή, ζορισμένη φωνή, ο ζόφος του λαϊκού, η σκοτεινιά του αριστοκρατικού. Από την εφιαλτική «Μεταμόρφωση» στον θλιμμένο «Πωλητή ιδανικών στιγμών» και από το θρίλερ των «Τριών δολοφόνων» στην ελεγειακή «Μμνήμη μιας παλιάς φωτογραφίας».

Είναι βέβαια και οι στίχοι του συνθέτη, των Αγαθής Δημητρούκα, Αρη Δαβαράκη, ανησυχαστικά σύγχρονοι: «Στην Ασωμάτων τρεις περαστικοί/ Μπρος απ’ το σπίτι μου περάσαν βιαστικοί/ Μοιάζαν ασήμαντοι διστακτικοί/ Μα είχαν μαχαίρι και με στρίμωξαν πιο κει». ΄Η: «Κάτω απ’ την Ακρόπολη χτισμένοι/ είμασταν νεκροί φυλακισμένοι/ ένοχοι κριθήκαμε και ξένοι/ για την χώρα για την οικουμένη». Εκείνο δε το «γίναμε εκφραστές μιας βίας στείρας» ζεματάει σήμερα. Και η κατάληξη; «Τώρ’ αλλάζουμε γινόμαστε άλλοι/ βάλαμε κεραία στο κεφάλι/ γίναμε αστυνόμοι μες στην ζάλη/ άλλο βία κι άλλο βιοπάλη».

Αλλο βία κι άλλο βιοπάλη: να κάτι που πασχίζουμε ακόμα να ξεχωρίσουμε. Η οδός Αθηνάς και οι μπαλάντες της έχουν πάντα κάτι από αυτή τη σύγχυσή μας. Είναι η ψυχική εγγραφή του Αθηναίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή