Η ζωή, σαν αστραπή, πριν από τον θάνατο

Η ζωή, σαν αστραπή, πριν από τον θάνατο

6' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι αδύνατο, αλλά και ανεπιθύμητο, να αποσυνδέσεις το βιβλίο «Το σαλέ της μνήμης» από τις περιστάσεις της συγγραφής του. Η δοκιμασία του Τόνι Τζαντ πριν από τον θάνατό του, τον Αύγουστο του 2010, δεν ήταν τόσο ακραία όσο του Ζαν-Ντομινίκ Μπομπί -ο οποίος υπαγόρευσε το κείμενό του, «Ο κλωβός κατάδυσης και η πεταλούδα», γράμμα γράμμα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του- αλλά σίγουρα ήταν πάρα πολύ δύσκολη.

Το 2008, τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση του «Postwar», της έξοχης ιστορίας του για την Ευρώπη μετά το 1945, ο Τόνι Τζαντ έμαθε ότι έπασχε από μια μορφή της νόσου Λου Γκέρινγκ (αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση). Η ιδιομορφία αυτής της ασθένειας σήμαινε ότι ενώ θα ήταν «πρακτικά τετραπληγικός» -ικανός, με μεγάλη προσπάθεια, να κινεί λίγο τα χέρια του- δεν θα πονούσε, και το μυαλό του θα ήταν καθαρό. Μια ευλογία-κατάρα που τον άφησε με πλήρη συνείδηση του τρόπου που θα περνούσε τις μέρες που απόμεναν.

Θα υπέθετε κανείς ότι οι νύχτες, σε αυτές τις συνθήκες, θα έφερναν κάποια ανακούφιση. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν πολύ χειρότερες. Από τη στιγμή που η νοσοκόμος τον έβαζε στο κρεβάτι, έμενε ακίνητος, ανίκανος να κουνήσει έστω και ελάχιστα ένα μέλος του, «ενταφιασμένος σαν σύγχρονη μούμια, μόνος μέσα στη σάρκινη φυλακή μου, με παρέα μόνο τις σκέψεις μου την υπόλοιπη νύχτα».

Κι έτσι, τη μια νύχτα μετά την άλλη, πριν από το ευτυχισμένο ιντερμέδιο του ύπνου, τριγύριζε πίσω στη ζωή του, σχηματίζοντας μικρά επεισόδια σε σύντομες εκδρομές μνήμης, κάθε μια συνδεδεμένη με έναν συγκεκριμένο τόπο, θέμα ή αντικείμενο. Στη διάρκεια της επόμενης μέρας προσπαθούσε, με αυξανόμενη δυσκολία, να υπαγορεύσει τις νοερές εκδρομές της νύχτας σε μια γραμματέα. Παρ’ όλο που ήταν άβολη, η διαδικασία αυτή δεν ήταν ίσως τόσο δύσκολη για έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο, συνηθισμένο να αρθρώνει τις σκέψεις του προφορικά, όσο θα ήταν για έναν συγγραφέα συνηθισμένο μόνο στη φυσική πράξη της γραφής.

Το «Memory Chalet» (εκδ. Penguin Press) δεν μοιάζει με τις πυκνά τεκμηριωμένες ιστορικές εργασίες που προηγήθηκαν, ορισμένες όμως από τις ανησυχίες που εκφράζει εδώ είχαν θιγεί στο «Ill Fares the Land», την επισκόπηση που έκανε ο Τζαντ, μετά την έναρξη της αρρώστιας του, για τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση. Μία από αυτές ήταν η ανησυχία για τη μειούμενη σημασία των «οπτικών αναπαραστάσεων της συλλογικής ταυτότητας»: τα μαύρα ταξί του Λονδίνου, οι σχολικές στολές, οι στολές των ταχυδρόμων.

Αυτό το τελευταίο άγγιξε μια δική μου χορδή με τρόπο που δεν μπορούν ν’ αγγίξουν οι στατιστικές, ίσως επειδή λίγες μέρες πριν είχα δει έναν από τους τοπικούς ταχυδρόμους μας, ντυμένο σαν σεκιουριτά, να συγυρίζει στο φορτηγάκι του τα παραδοτέα δέματα μέσα σε πλαστικές σακούλες. Πάνω από μισόν αιώνα πριν, ο πολιτιστικός θεωρητικός Ρέιμοντ Ουίλιαμς μάς υπενθύμισε ότι η Βρετανία είναι «έθνος και όχι φίρμα». Η εικόνα που δίνουν σήμερα οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, μετά την ιδιωτικοποίησή τους, είναι η εικόνα μιας φίρμας που αναθέτει τις δουλειές της σε υπεργολάβους. Οταν ήταν μικρός, ο Τόνι Τζαντ έπαιρνε συχνά το λεωφορείο της Green Line από το Πάτνεϊ, το βορειανατολικό προάστιο του Λονδίνου όπου μεγάλωσε τη δεκαετία του ’50. Οι εικόνες και οι οσμές που έχει κρατήσει τον φέρνουν πίσω στα χρόνια που η Αγγλία δεν είχε γίνει ακόμα φίρμα.

«Ο εισπράκτορας, που πληρωνόταν λίγο λιγότερο από έναν ειδικευμένο οδηγό, ήταν συνήθως, αλλά όχι πάντα, ένας νεαρός άνδρας (δεν υπήρχαν τότε γυναίκες εισπράκτορες). Τα καθήκοντά του ήταν να τηρεί την τάξη και να συλλέγει το αντίτιμο του εισιτηρίου, καθώς όμως σε μεγάλο μέρος της εξοχικής διαδρομής δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες στάσεις και επιβάτες, η δουλειά του δεν ήταν και πολύ εντατική. Στην πράξη, εκείνο που κυρίως έκανε ήταν να κρατάει συντροφιά στον οδηγό». Σήμερα, «οι εισπράκτορες έχουν από καιρό εκλείψει και οι οδηγοί, απομονωμένοι πλέον, δεν έχουν δοσοληψίες με τους επιβάτες», ενώ την Green Line την κατέχει και τη διοικεί η Arriva, η χειρότερη από τις εταιρείες που είναι τώρα υπεύθυνες για την παροχή σιδηροδρομικών και λεωφορειακών συγκοινωνιών στους Βρετανούς επιβάτες, με εξωφρενικές τιμές».

Μπορεί να υπάρχει κάποιος βαθμός αναπόφευκτου σ’ αυτή την εξέλιξη (πού βρίσκει κανείς σήμερα, στον ανεπτυγμένο κόσμο, εισπράκτορες στα λεωφορεία;), ωστόσο η άθλια κατάσταση των βρετανικών σιδηροδρόμων, σε σύγκριση με τις άψογες, κρατικά χρηματοδοτούμενες σιδηροδρομικές συγκοινωνίες στην ηπειρωτική Ευρώπη, είναι πράγματι ασυγχώρητη.

Μικρός, ο Τόνι Τζαντ κατέβαινε με το ποδήλατό του στη Διασταύρωση Τσάπμαν, «που πρόσφερε την πολυτέλεια της επιλογής ανάμεσα σε 19 πλατφόρμες» και χρησιμοποιούσε το σιδηροδρομικό δίκτυο για να τριγυρίζει σ’ όλη τη νοτιοανατολική Αγγλία. Αν οι μεγάλοι σιδηροδρομικοί σταθμοί είναι «η ίδια η ενσάρκωση της μοντέρνας ζωής», όπως λέει, τότε ήταν πολύ παραγωγικές οι ατέλειωτες ώρες που πέρασε «χαζεύοντας από τα παράθυρα του τρένου και παρατηρώντας τη γοργή εναλλαγή εικόνων και ήχων». Και έρχεται κατόπιν, αναπόφευκτα, η συνειδητοποίηση ότι «δεν θα μπορέσω ποτέ πια να καβαλήσω τις γραμμές», μια γνώση που τον βαραίνει σαν «μολυβένια κουβέρτα» καθώς επιστρέφει στη φυλακή που έχει γίνει το σώμα του.

Μ’ αυτό τον τρόπο τα κομμάτια του «Σαλέ της μνήμης» -που τα περισσότερα έχουν πρωτοδημοσιευτεί στο New York Review of Books- σχηματίζουν ένα μωσαϊκό αυτοβιογραφικών αποσπασμάτων και μια επιβεβαίωση απόψεων που μας είναι οικείες από προηγούμενα, λιγότερο προσωπικά, κείμενά του. Μαθαίνουμε για την αγάπη του πατέρα του για τα αυτοκίνητα – τις Σιτροέν ιδιαίτερα· για το φαγητό που σερβιριζόταν στο σπίτι του -μικροαστικό εβραϊκό νοικοκυριό του Λονδίνου- σε αντίθεση με την άνοστη αγγλική μαγειρική στα γειτονικά σπίτια· για τον δάσκαλο στο σχολείο που τον ανάγκασε να μάθει γερμανικά, βάζοντας έτσι τα θεμέλια για μια γλωσσική ευκολία που τον οδήγησε να μάθει τσέχικα στα σαράντα του· για τη ζωή του ως φοιτητή στο King’s College του Κέμπριτζ· για τον ιδεαλιστικό ενθουσιασμό του από τις διακοπές σ’ ένα κιμπούτζ και τη γρήγορη απογοήτευση που ακολούθησε όταν συνειδητοποίησε σε τι κράτος μετατρεπόταν το Ισραήλ.

Αυτή η ικανότητα να εγκαταλείπει εγκαίρως τις ψευδαισθήσεις, ιδιαίτερα γύρω από τον κομμουνισμό στην Ανατολική Ευρώπη, ήταν πολύ κρίσιμης σημασίας για την εξέλιξή του ως διανοούμενου. «Πριν ακόμα φτάσω τα 20 είχα υπάρξει και είχα πάψει να είμαι σιωνιστής, μαρξιστής, και θιασώτης των κιμπούτζ· δεν είναι και μικρό κατόρθωμα για έναν έφηβο από το Νότιο Λονδίνο».

Αργότερα στη ζωή του αρχισε να διδάσκει στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Τα κεφάλαια του βιβλίου για το Μανχάταν -σπίτι για ανθρώπους που δεν θέλουν να νιώθουν σαν στο σπίτι τους- είναι συναρπαστικά, βέβαια, αλλά θα μπορούσαν να έχουν γραφεί από οποιονδήποτε είχε περάσει λίγους μήνες στην πόλη. Είναι ένα άλλο, λίγο μεγαλύτερο νησί, που βρίσκεται στην καρδιά του βιβλίου: η Βρετανία, ιδιαίτερα η Αγγλία, αυτό το εξοργιστικό ερείπιο. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο αγγλικό από την άγρια υπερηφάνεια με την οποία ο Τόνι Τζαντ -ήδη στο κρεβάτι του πόνου- απάντησε σε μια επιστολή στη New York Review of Books που αστόχαστα υπέθετε ότι είχε φοιτήσει σε «σχολείο πολυτελείας».

Καθώς η ζωή του φτάνει στο τέλος της, ο Τζαντ βλέπει μια εποχή κοινωνικής κινητικότητας, από την οποία επωφελήθηκε και ο ίδιος, και υψηλών κριτηρίων, στα οποία ανταποκρίθηκε επάξια, να φτάνει κι αυτή στο τέλος της. Ο ελεγειακός τόνος του δεν είναι απλώς προσωπικός: είναι μια υπενθύμιση ότι η Αγγλία, με όλα της τα ελαττώματα, δεν θα χάσει ποτέ την ικανότητα της αυτοκριτικής.

Το «Memory Chalet» είναι το έργο ενός ιστορικού που αναγκάστηκε να γράψει χωρίς πολλά από τα εργαλεία που είχε τόσο εμπιστευθεί στο παρελθόν. Παλιά συνήθιζαν να λένε -και ίσως ακόμα να λέγεται- ότι τη στιγμή του θανάτου όλη η ζωή σου περνάει σαν αστραπή μπροστά από τα μάτια σου. Επιμηκύνοντας τη ζωή του Τόνι Τζαντ, η επιστημονική πρόοδος παρέτεινε τη διαδικασία αυτή επιτρέποντάς του να μας αφηγηθεί όσα είδε. Εχουμε, λοιπόν, τη στιγμή της συμπυκνωμένης ανάμνησης διεσταλμένη και πολλαπλασιασμένη. Σχεδόν νιώθεις την ψυχή του ιστορικού να φεύγει από το σώμα του, αφήνοντας ένα ολοζώντανο σώμα δουλειάς πίσω της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή