Στις γειτονιές της Αθήνας του ’50

Στις γειτονιές της Αθήνας του ’50

3' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν στη στοίβα με τα προς ανάγνωσιν βιβλία, παρότι εκδόθηκε το φθινόπωρο του 2009. Φέτος όμως ξανάρθε στην επικαιρότητα, αφού το βιβλίο της Βασιλικής Ηλιοπούλου «Σμιθ» (εκδ. Πόλις) τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 2010. Και ήρθε η ώρα της ανάγνωσης. Πρόκειται για ένα βιβλίο 204 σελίδων και οι ήρωές του ζουν, κινούνται και δρουν σε μια συνοικία της μεταπολεμικής Αθήνας, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Μιας λαϊκής συνοικίας, που στέγασε όσους έφυγαν από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους μετά τον Εμφύλιο και αναζήτησαν την ανωνυμία στη μεγάλη και αναπτυσσόμενη Αθήνα.

Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Θωμάς, θέλει ν’ αφήσει πίσω του την εμπλοκή του με το αντάρτικο του Εμφυλίου, όμως συχνά-πυκνά ένας χωροφύλακας του χτυπάει την πόρτα του σπιτιού του και τον καλεί στο τμήμα «δι’ υπόθεσίν του». Ζει με την Ευανθία, τη γυναίκα του, τον ενδεκάχρονο γιο τους Αρη και την ψυχοκόρη τους, τη Φραντζέσκα. Η Ευανθία συναντά τον άνδρα της μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και τα καλοκαίρια, αφού είναι καθηγήτρια και διορισμένη στη Βόρεια Ελλάδα και ο Θωμάς δεν ανήκει σ’ εκείνους που έχουν τα μέσα να τη μεταθέσει.

Δύο διαφορετικοί κόσμοι κινούνται στις σελίδες του βιβλίου: ο κόσμος των ενηλίκων και ο κόσμος των παιδιών, του Αρη και των παιδιών της γειτονιάς, που ονειρεύονται, παίζουν, ερωτεύονται χωρίς να το καταλαβαίνουν: «Ενα ασθενικό κροτάλισμα ακούστηκε από μακριά που ολοένα και δυνάμωνε. Ο Αρης, με μια μικρή ταραχή στο στήθος, αναγνώρισε τον ήχο, γύρισε και κοίταξε στο βάθος του δρόμου. Είδε το ποδήλατο του Παύλου και πλησιάζει με ταχύτητα και τον Παύλο σκυφτό πάνω στο τιμόνι. Το χαρτονάκι που είχε με μαστοριά στερεώσει ανάμεσα στις ακτίνες της πισινής ρόδας έβγαζε έναν ήχο που έμοιαζε με το πέταγμα της μεγάλης ακρίδας. (…) Τα παιδιά ξεχύθηκαν σ’ ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι με φωνές και τρεχαλητά που ξεσήκωσαν τα σκυλιά στις αυλές. Αλλά για τον Αρη, μετά την αποχώρηση της Σοφίας, η μέρα είχε τελειώσει».

Ανάμεσα στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας και στα καθημερινά άγχη των ενηλίκων υπάρχουν δύο «φαντάσματα»: ένα πιστόλι Smith & Wesson και ένας δραπέτης. Και τα δύο είναι απομεινάρια της δεκαετίας του ’40, των μαχών και του εμφύλιου διχασμού. Το πιστόλι είναι κρυμμένο μέσα σ’ έναν τόμο εγκυκλοπαίδειας και ο δραπέτης ζητάει να κρυφτεί στον άδειο κάτω όροφο του σπιτιού του Θωμά. Γύρω τους κινούνται απλοί άνθρωποι της γειτονιάς, με ελαττώματα, με κρυφά ή φανερά πάθη, με συμπεριφορές εκλεπτυσμένες ή βίαιες.

Η Βασιλική Ηλιοπούλου ενσωματώνει στον μυθιστορηματικό της λόγο τις αρετές της κινηματογραφικής τέχνης, που ήταν οι αρχικές της σπουδές. Ολα είναι ζωντανά και ανάγλυφα. Τα πρόσωπα, οι χαρακτήρες, τα συναισθήματα, ο τόπος, τα αντικείμενα. «Το πρωινό φως που έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα ζωντάνευε τα στρογγυλά μάτια των βαλσαμωμένων πουλιών που από το ράφι τους ατένιζαν τον Αρη με γυάλινο βλέμμα.

Ο Γορίλλας κοιμόταν ανάσκελα, σ’ ένα στενό ντιβάνι που μόλις τον χωρούσε, με την καραμπίνα όρθια στο πλάι του, ακουμπισμένη στον τοίχο. Γουργουρητά και ρυθμικά ταπ ταπ ταπ ανέβαιναν από το ανοιχτό του στόμα σαν από τσιμινιέρα πλοίου. Πάνω στο τραπέζι, μέσα σε φωτεινή δέσμη που ηλέκτριζε τα χρώματά του, ο κόκορας τσιμπούσε τα αποφάγια από ένα πιάτο». Η ανάγνωση τελειώνει γρήγορα. Ο ρυθμός της αφήγησης της Βασιλικής Ηλιοπούλου κρατάει διαρκώς σε εγρήγορση το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οι ανώνυμοι ήρωες αυτού του βιβλίου δέχονται τις μικρές ανατροπές της ζωής τους κι ακολουθούν το δρόμο τους ακολουθώντας άλλα όνειρα.

Εικόνες και μνήμες

Εκλεισα το βιβλίο, έχοντας διαβάσει ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Που παρότι γράφτηκε την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, κοιτάζει προς τα πίσω, προς τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και στις μικρές μάχες που έδιναν οι άνθρωποι στην Αθήνα, την πόλη που τότε άρχισε να μεγαλώνει και να οικοδομείται. Το μυθιστόρημα της Βασιλικής Ηλιοπούλου επιλέγει να καταπιαστεί με τις μνήμες, με εποχές μακρινές, με χαρακτήρες που καθόλου δεν μοιάζουν με τους σημερινούς Ελληνες και τις δικές τους συνήθειες. Οχι όμως για να οδηγήσει τους αναγνώστες της σε μια σύγκριση της Ελλάδας του τότε με την Ελλάδα του σήμερα. Απλώς για να αφηγηθεί μια ιστορία, που είναι φανερό ότι εμπεριέχει πολλές δικές της μνήμες και εικόνες από μια Ελλάδα πολύ μακρινή ήδη. Η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία έχει βελτιώσει πολύ το ύφος της, όχι όμως τη θεματολογία της. Και μοιάζει να αιωρείται.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή