H πραγματικότητά μας είναι παράλογη

H πραγματικότητά μας είναι παράλογη

5' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχει πάντοτε ενδιαφέρον να παρατηρείς τα σπίτια των καλλιτεχνών. Στο μικρό εξαρχειώτικο διαμέρισμα του ζωγράφου Μανώλη Μπιτσάκη, χωράει ένα ολόκληρο σύμπαν. Βιβλία τέχνης, σουβενίρ από καθεδρικούς ναούς της Κολωνίας -ναός μπιζουτιέρα και ναός ξύστρα από κασσίτερο- το άγαλμα του Χριστού στο Ρίο από ένα ταξίδι του στο… Μοναστηράκι, ένα πορτρέτο του Κεμάλ Ατατούρκ κολλημένο σ’ έναν τοίχο, καρτ ποστάλ της δεκαετίας του ’70, σχέδια, πινέλα, ημιτελή έργα, και τρεις γάτες: ο Ζαρκάουι, ο Ζαουάχρι (ηγέτες της Αλ Κάιντα) και ο Μωυσής, για την απαραίτητη ισορροπία μεταξύ αντισημιτισμού και φιλοεβραϊκού αισθήματος. Στη μέση του μικρού σαλονιού, ένα χαμηλό σκαμπό και ένα εξίσου παιδικό τραπεζάκι, είναι το «εργαστήριο» του ζωγράφου.

Οση ώρα ο 38χρονος Μανώλης Μπιτσάκης (γενν. 1974) ετοίμαζε τον πρωινό καφέ στην κουζίνα, τον φαντάστηκα σκυμμένο να βάζει τις τελευταίες πινελιές στην καλόγρια, τον πίνακα που θα μπορούσαμε αυθαίρετα να πούμε ότι πρωταγωνιστεί στη νέα ενότητα έργων του που εγκαινιάζεται στις 6 Οκτωβρίου στην αίθουσα τέχνης K-Art. Κι αυτό, γιατί «Η τσιγγάνα καλόγρια», το ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που προλογίζει και τον κατάλογο της έκθεσης, αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο το έναυσμα για τη δημιουργία των δεκαεπτά μικρού μεγέθους καινούργιων έργων.

Νew wave καλλιτέχνης

«Ανακάλυψα το ποίημα σε μια αρκετά ελεύθερη απόδοση του Ελύτη, και αισθάνθηκα ότι δεν έχω διαβάσει καλύτερη περιγραφή του τι είναι τέχνη και καλλιτέχνης», εξηγεί ο ζωγράφος. «Στην ποιητική του απόδοση ο Ελύτης γράφει: «Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί κεντά η καλόγρια η μικρή / μα κάθε τόσο αναστενάζει και κάτι με το νου της βάζει (…) Κι ύστερα πάλι στο πανί ξεσπάει η καλόγρια η μικρή…». Γι’ αυτό το ξέσπασμα μιλάω από τα διάφορα πράγματα που με απασχολούν».

Ο Μανώλης Μπιτσάκης είναι εξαίρετος μικρογράφος, τα έργα του -λάδια και σχέδια- είναι σχεδόν πάντα μικρής διάστασης. «Πάντα μου άρεσε ό, τι ήταν μικρό, μικρότερο από μένα. Αισθάνομαι ότι πέφτω πάνω του και του αλλάζω τα φώτα», εξηγεί. Για κάποιον που τον έχει παρακολουθήσει από την αρχή, η εξέλιξή του είναι εμφανέστατη στα έργα του. Το παραδέχεται: «Νιώθω ότι τώρα μπορώ να ζωγραφίσω και να κάνω τεχνικά ό, τι θέλω με μεγαλύτερη άνεση, οπότε κάνω περισσότερο αυτά που σκέφτομαι παρά προσπαθώ να κατακτήσω τα εκφραστικά μου μέσα. Κι αυτό μου δίνει μεγάλη ελευθερία». Ενα άλλο χαρακτηριστικό της δουλειάς του είναι ότι σε πολλά από τα έργα του πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος. «Αυτόν έχω αυτόν βάζω», λέει γελώντας, «είναι η εύκολη λύση για μένα». Αγαπάει τα ταξίδια και γι’ αυτό ταξιδεύει συχνά, συλλέγει εικόνες, και μετά πάνω στο τελάρο ανασυνθέτει μνήμες.

Είναι καλλιτέχνης new wave ο Μπιτσάκης, νέας κοπής· καλλιεργημένος, σεμνός και αθόρυβα παραγωγικός. Συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά εκείνα που έχουν οι περισσότεροι από τη γενιά του που αφήνουν την Ελλάδα για να ζήσουν και να δουλέψουν στο εξωτερικό. «Το έχω σκεφτεί και μπορεί κάποια στιγμή να το κάνω», ομολογεί. «Βέβαια, εγώ σκεφτόμουν τη φυγή και πριν από την κρίση. Για τους καλλιτέχνες πάντα ήταν δύσκολα. Θυμάμαι στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ήταν ντροπή να είναι κάποιος άσχημα, έπρεπε όλοι να είμαστε χαρούμενοι, να βγαίνουμε έξω, να περνάμε καλά. Υπήρχε μια ξιπασιά που την έβλεπες και στην τέχνη, ένας ελιτισμός – όχι ότι δεν υπάρχει και σήμερα σε αρκετούς καλλιτέχνες. Τότε, εγώ περνούσα δύσκολα, αντίθετα στο ρεύμα, δεν είχα χρήματα. Σήμερα, είμαι καλά, ζω σεμνά απ’ αυτό που αγαπάω, και σκέφτομαι ότι και να μην έχω πάλι χρήματα κάποια στιγμή, είναι κάτι που το γνωρίζω καλά».

Συσχετισμοί – σχόλιο

Η έκθεση του Μανώλη Μπιτσάκη στην K-art είναι η τρίτη ατομική του -είχαν προηγηθεί δύο στην γκαλερί Νέες Μορφές που πια έχει αναστείλει τη λειτουργία της- και είναι η συνέχεια των προηγούμενων. Με ποιο τρόπο; «Γενικώς, επειδή βλέπω παράλογα πράγματα τα οποία με τη λογική μου δεν μπορώ να εξηγήσω -και θεωρώ πως και η κοινή λογική δεν μπορεί να τα εξηγήσει- κάνω κι εγώ μια αντίστοιχη αναγωγή. Βάζω πράγματα μεταξύ τους παράλογα, πάντα το έκανα, προσπαθώ να τα συσχετίσω, άλλα να τα υποτιμήσω, κάποια να τα υπερτιμήσω, κι έτσι κάνω το σχόλιό μου. Λ. χ. στην καλόγρια έχω βάλει κι έναν ηλιακό θερμοσίφωνα. Το είδαν οι φίλοι μου και το σχολίασαν. Κι εγώ τους απάντησα: «παντού βλέπω ηλιακούς θερμοσίφωνες, γιατί να μην έχει και η καλόγρια έναν…»»

Αλλο παράδοξο: Σ’ ένα έργο, ο Μανώλης Μπιτσάκης ως πρωταγωνιστής κρατάει με απόλυτη φυσικότητα έναν ξιφία, λες και είναι τσιγάρο. «Μα, αυτό τον παραλογισμό δεν ζούμε καθημερινά όλοι;» διευκρινίζει. «Η καθημερινότητά μας δεν αυτοϋποστηρίζεται. Οχι τώρα με την κρίση, και προ κρίσης. Βλέπουμε το παράλογο αλλά το δεχόμαστε γιατί διαφορετικά, πρέπει να έρθουμε σε σύγκρουση με θεμελιώδη πράγματα. Είναι σαν να θέλεις να βάψεις έναν τοίχο αλλά πρώτα πρέπει να τον τρίψεις μέχρι να φύγει όλη η υγρασία. Ε, η υγρασία είναι τόσο βαθιά που πρέπει να γκρεμίσουμε τον τοίχο, κι αυτό δεν νομίζω ότι συμφέρει κανέναν. Απλά, λοιπόν, τον μπαλώνουμε ή τον αγνοούμε και συνεχίζουμε να μένουμε στο σπίτι με την υγρασία. Το ίδιο δεν κάνει και η ψυχανάλυση; Ο θεραπευτής προσπαθεί να σε πείσει να συμφιλιωθείς με την πραγματικότητα. Κανείς δεν σου λέει ότι έχεις δίκιο, η πραγματικότητα είναι παράλογη. Ο σκοπός είναι να πας με τη ροή των πραγμάτων. Γι’ αυτό και δεν νομίζω ότι θα έκανα ποτέ ψυχανάλυση, γιατί δέχομαι το γεγονός της σύγκρουσης με την πραγματικότητα, δεν θέλω να το αλλάξω. Μπορεί να με κουράζει αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς».

Η τέχνη έπεται της ζωής

Οσο πιο δύσκολη είναι μια εποχή τόσο περισσότερα ερεθίσματα δίνει σ’ έναν καλλιτέχνη. Κλισέ ή αλήθεια, τον ρωτάω. «Αλήθεια είναι. Αλλά για μένα το πιο θετικό σήμερα είναι ότι δεν υπάρχουν πολλοί αποκλεισμοί», απαντάει ο Μανώλης Μπιτσάκης. Βέβαια, σε αντίθεση με τον πλουραλισμό ερεθισμάτων, ο 38χρονος ζωγράφος βλέπει το κοινό των εικαστικών τεχνών να έχει συρρικνωθεί. «Δεν απευθύνονται σε πολύ κόσμο. Παρ’ όλα αυτά είναι θετικό ότι γίνονται αρκετά πράγματα. Λ. χ. το Remap στον Κεραμεικό καλώς έγινε σε μια περιοχή που μυρίζει ούρα και γίνεται εμπόριο ναρκωτικών μέρα νύχτα. Πήγαν φίλοι μου που δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ εκεί κι έφυγαν άρρωστοι. Δεν πειράζει, όμως, γιατί ήρθαν σε επαφή με μια σκληρή πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν η τέχνη μπορεί να αλλάξει μια περιοχή, γιατί έχω την αίσθηση ότι σήμερα η τέχνη έπεται της πραγματικότητας, σίγουρα, όμως, μπορεί να γίνει η αφορμή για να αναδειχθεί κάτι».

Διάρκεια: 6/10-5/11. Αίθουσα τέχνης K-art, Σίνα 54, Αθήνα

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή