Ξαρχάκος, ο μεγάλος λυρικός

Ξαρχάκος, ο μεγάλος λυρικός

11' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Σταύρος Ξαρχάκος είχε το ταλέντο, την ευαισθησία και το ήθος να αναλάβει μια δύσκολη αποστολή: να εκφράσει την Ελλάδα μετά το 1960, την Ελλάδα της ανοικοδόμησης, της προκοπής, της αισιοδοξίας, αλλά και της δυσκολίας και του πολιτικού δράματος. Εφερε εις πέρας την αποστολή: τα τραγούδια του, οι μελωδίες του, ο λυρισμός του εξέφρασαν με τον ευτυχέστερο τρόπο τον ελληνικό λαό και τις ιστορικές του περιπέτειες, τα τραγούδια του αγαπήθηκαν, τραγουδήθηκαν, μνημειώθηκαν. Η «Κ» με χαρά προσφέρει μια ολοκληρωμένη έκδοση των ιστορικών έργων του μεγάλου συνθέτη.

Μάνος Ελευθερίου, στιχουργός, συγγραφέας
Σπουδαία ψυχή

Πρώτη φορά άκουσα τη μαγική μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ηταν νέος τότε, όπως κι εγώ. Εκτοτε έμεινα μόνιμος και ένθερμος ακροατής του. Οταν αργότερα έγινα και φίλος του και ανακάλυψα το ήθος του ανδρός, κατάλαβα πόσο σημαντικότερο είναι να συμπορεύεται το μεγάλο ταλέντο με μια σπουδαία ψυχή. Η μουσική πορεία του Ξαρχάκου ήταν συνεχώς ανοδική μέχρι σήμερα και δικαίως πήρε επάξια την τρίτη θέση ανάμεσα στον Μάνο Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη, έτσι που μπορούμε άφοβα πια να μιλάμε και να χαιρόμαστε για μία Αγία Τριάδα της νεότερης ελληνικής μουσικής.

Βαγγέλης Γκούφας, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός
Μας δικαίωσε

Τον Ξαρχάκο τον γνώρισα όταν εκείνος ήταν λίγο παραπάνω από είκοσι χρόνων και η ταπεινότητά μου -διόλου ταπεινή άλλωστε- είχε περίπου τα διπλά του χρόνια. Εξάλλου, ο γιoς μου τότε ήταν ήδη πεντάχρονος. Η «νεότης» του και η «μέση» ηλικία μου του έδωσαν το δικαίωμα -με χαρά και περηφάνια μου άλλωστε- να με αποκαλεί «μπαμπά». Η γνωριμία μας -που θέλω να πιστεύω- έγινε φιλία και αιτία να γράψω, και του λόγου μου, ευπρεπείς στίχους και ο Σταύρος να συνθέσει έξοχες μελωδίες. Το πρώτο «άθλημά» μας υπήρξε ένα τραγούδι που τραγουδήθηκε από τον κόσμο και αγαπήθηκε, το «Ονειρο δεμένο στο μουράγιο». Ηταν για την ταινία «Το ταξίδι» της Φίνος Φιλμ. Ακολούθησαν «Τα δάκρυά μου είναι καυτά», η «Βαρκαρόλα», το «Χάθηκε το φεγγάρι», «Τα τρένα που φύγαν» και άλλα. Ανοιξε φτερά ο Σταύρος δικαιότατα, γιατί δικαιώθηκε και δικαίωσε τις προσδοκίες μας. Τον αγαπώ όπως και με αγαπά, λόγω και έργω, και δεν έχω άλλο παρά να τον θαυμάζω και να τον ευχαριστώ.

Κώστας Βαρώτσος, γλύπτης, καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΑΠΘ
Η μουσική βγαίνει από τους πόρους του δέρματός του

«Να σου πω, θα μπορούσες να μου κάνεις μια πρόταση για την Αθήνα; Ξέρεις, υπάρχει λόγος…». Ετσι γνώρισα τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ηταν αντιδήμαρχος Πολιτισμού στον Δήμο Αθηναίων, το 1988. Από τότε η μοίρα το έφερε να αποκτήσω αυτόν τον απίστευτο τύπο για φίλο και εδώ και 23 ολόκληρα χρόνια να έχω ζήσει μαζί του απίστευτες στιγμές. Οπως καταλαβαίνετε, επειδή είμαι φίλος του, δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός. Ούτε, βεβαίως, μπορώ να κάνω ανάλυση της μουσικής του, γιατί υπάρχουν άλλοι πολύ ειδικότεροι από μένα. Ομως, όταν μου πρότειναν να μιλήσω για εκείνον, χάρηκα πολύ, γιατί θα ήταν μια καλή ευκαιρία να τον εκδικηθώ για όλες τις πλάκες που μου έχει κάνει γελώντας σαν δεκαπεντάχρονο παιδάκι. Σκέφτηκα, λοιπόν, να μιλήσω εκθέτοντας κάποια «αρνητικά» του στοιχεία.

Αρχίζω από το γεγονός ότι είναι ένα άτομο που δεν μπορεί να ζήσει με την αταξία. Οταν ξυπνάει το πρωί, όλα τα αντικείμενα του σπιτιού του αρχίζουν να τρέμουν, καθώς τα κοιτάει ερευνητικά και προσπαθεί να τους βρει κάποιο ελάττωμα για να το διορθώσει. Στις πρόβες με την ορχήστρα σκοπός του δεν είναι να «μπει» στο κεφάλι των μουσικών και να τους κάνει να παίξουν αυτό που εκείνος θέλει. Αντίθετα, οι μουσικοί πρέπει να μπουν στο κεφάλι και το σώμα του και η μουσική, αν είναι δυνατόν, να βγει από τους πόρους του δέρματός του. Νομίζω ότι σκοπός του θα ήταν, αν μπορούσε, να «φάει» τον ήχο των οργάνων για να τον μεταβολίσει και μετά να σ’ τον δώσει.

Είναι δύσκολο για έναν μουσικό να δουλεύει με τον Ξαρχάκο – είναι σαν να δουλεύεις με ένα κράτος. Οταν φτιάχναμε τον «Δρομέα», έφτασε στην Ομόνοια ένα βράδυ και μου είπε: «Μου δίνεις ένα ζευγάρι γάντια;». Του τα έδωσα και αμέσως ανέβηκε στη σκαλωσιά και άρχισε να κολλάει τζάμια. Κάθισα δίπλα του και άρχισα να κολλάω κι εγώ τζάμια με διακριτικότητα. Του είπα: «Πρόσεξε μην κοπείς». Με κοίταξε αυστηρά και μου απάντησε: «Εγώ να μην κοπώ; Εσύ πρόσεχε να μην κοπείς!». Ηθελε να μπει μέσα στο έργο, να γίνει μέρος του. Πολλές φορές με φωνάζει να ακούσω καινούργια κομμάτια ή και κλασικά άλλων μουσικών. Ποτέ δεν καταφέρνω να απολαύσω ένα κομμάτι με την ησυχία μου. Διορθώνει συνεχώς τον τρόπο που ακούω -όλο και κάτι μου ξεφεύγει- μέχρι να καταφέρω να το ακούσω σωστά. Πριν από μερικά χρόνια είχα φτιάξει ένα μεγάλο έργο σε μια γκαλερί. Είχα τότε την αίσθηση ότι το έργο αυτό χρειαζόταν έναν ήχο, μια κάποια μελωδία. Φώναξα λοιπόν τον Σταύρο. Οταν ήρθε, το κοίταξε για αρκετή ώρα, μετά γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «Αστειεύεσαι, νομίζω…». «Γιατί;» του απάντησα. «Μα το έργο έχει ήχο, δεν τον ακούς; Τόσο αφηρημένος είσαι; Εφτιαξες ένα έργο που έχει ήχο!». Καθήσαμε στην γκαλερί μέχρι να ακούσω αυτό για το οποίο μου μιλούσε. Ο χώρος έχει ήχο – και αν καταφέρεις να φτιάξεις χώρο, τότε έχεις και ήχο. Εκείνη την ημέρα ανακάλυψα τον ήχο του χώρου, ενώ εκείνος χασκογελούσε ειρωνικά και μου έλεγε: «Ακου να θέλει ήχο ενώ έχει. Απαράδεκτο!».

Ο Σταύρος κι εγώ είμαστε τελείως διαφορετικά άτομα. Αρκεί κανείς να δει τα σπίτια που χτίσαμε δίπλα δίπλα στην Αίγινα· καμία σχέση! Ομως, υπάρχουν δύο πράγματα που μας συνδέουν ιδιαίτερα. Το πρώτο είναι ότι εκείνος ήθελε να γίνει γλύπτης κι εγώ μουσικός. Το δεύτερο είναι η κοινωνική συνείδηση που έχουμε και οι δύο, καθώς και το ενδιαφέρον μας γι’ αυτό που λέμε πολιτισμική και ιστορική συνείδηση. Εδώ, βεβαίως, τα πράγματα αρχίζουν να αποκτούν τη διάσταση της τραγωδίας. Οι μόνες φορές που τον είδα πραγματικά στενοχωρημένο, σχεδόν τσακισμένο, ήταν οι στιγμές που ο τόπος μας άρχιζε να βουλιάζει. Η απώλεια γινόταν προσωπική, λουσμένη με όλα τα χρώματα της τραγωδίας. Οταν ο Σταύρος μιλάει γι’ αυτές τις απώλειες, το πρόσωπό του χλωμιάζει, τα λόγια του κομπιάζουν και χάνεται το χιούμορ του. Και βεβαίως όλοι φταίνε, ακόμη και ο κυρ Τάσος ο κηπουρός…

Νιώθω ότι αυτή την περίοδο έχει εξαφανιστεί η Ελλάδα, έχει κρυφτεί από ντροπή. Την ντροπιάσαμε, την κουρελιάσαμε. Υπάρχει όμως μέσα σε κάτι περίεργους τύπους σαν τον Ξαρχάκο, που τη φυλάνε. Και είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα τη βγάλουν από μέσα τους, αυτήν τη φορά όχι μέσω της τέχνης, αλλά σαν ατομική βόμβα που θα σαρώσει τα πάντα. Και η απόφαση για το πότε θα συμβεί αυτό είναι αποκλειστικά δική τους.

Γιώργος Κοντογιώργης, Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης
Ο Ξαρχάκος ως οικουμενικός δημιουργός

Ο Σταύρος Ξαρχάκος ταξινομείται, μαζί με τους Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, στη χορεία των μεγάλων δημιουργών της σύγχρονης ελληνικής μουσικής γραμματείας. Οπως κάθε μεγάλος δημιουργός, ο Ξαρχάκος στέκει με σεβασμό και θαυμασμό ενώπιον της μουσικής ιδιοφυΐας του «κοινού λαού», του οποίου το έργο το προσεγγίζει ως ζωοποιό αισθητήρα της έμπνευσής του, αλλά και ως πηγή εναρμόνισης του βάθους του ιστορικού χρόνου με τον σύγχρονο κόσμο. Κινείται με την ίδια άνεση στην απλή λαϊκή μουσική παράδοση και στην ορχηστρική δημιουργία. Διαθέτει μια μοναδική ικανότητα να πρωτοτυπεί με γνώμονα τον «λαϊκό» ή τον «δημοτικό» ήχο και, μάλιστα, να τον μεταλλάσσει σε ορχηστρική μυσταγωγία. Ο συνθέτης, αν και δηλώνει, ορθώς, ότι «εν αρχή ην ο ήχος και όχι ο λόγος», μέσα από εξαίσιες μουσικές παρόδους δημιουργεί τις γέφυρες στην πολιτισμική πολυσημία του Ελληνα λόγου, ο οποίος έτσι μεταλλάσσεται σε μυθολογία φωτός.

Το έργο του Ξαρχάκου είναι βαθιά πολιτικό. Η θεματική του, αλλά και η συνοίκησή του με τον ιστορικό χρόνο φέρνουν τον δημιουργό του αντιμέτωπο με τον ελληνικό ιδεότυπο του κοινωνικού ανθρώπου, την ελευθερία. Η ελευθερία, ως αυτονομία, συνδυάζεται με το «είναι» της αισθητικής, λειτουργεί ως δεξαμενή ανίχνευσης του αγωνιώδους ερωτήματος της ταυτότητας. Μέσα από το μουσικό του ιδίωμα ο Ξαρχάκος μάς δείχνει ότι η ελληνική ταυτότητα είναι βαθέος ορίζοντα «τρόπος» του βίου και, συγχρόνως, συνεκτική παράμετρος της πολυσημίας των εκφράσεων. Η αντίθεση ακριβώς αυτή, μεταξύ του Ελληνα «τρόπου», που ορίζει την ελληνική ελευθερία, και του «τρόπου» του Νεοέλληνα, που μηρυκάζει εγκιβωτισμένος ως άθυρμα στο κράτος, είναι που κάνει να αναβλύζει στο έργο του διάχυτος ο θυμός της Ιστορίας. Ο Σταύρος Ξαρχάκος αισθάνεται έγκλειστος στη «νεοελληνική» φυλακή, η οποία έχει τάξει ως αποστολή της να καταπνίγει κάθε ανάσα πρωτοτυπίας. Η αναδρομή στην ελληνική μεγαλουργία λειτουργεί λυτρωτικά και, συγχρόνως, ως δικλίδα αντίστασης στο ανοίκειο.

Θα έλεγα, με άλλα λόγια, ότι το έργο του Ξαρχάκου, εμπνευσμένο και πολυσήμαντο, αποδίδει την προσωπική αγωνία ενός δημιουργού, ο οποίος διαλέγεται με τους ήχους των ανθρώπινων, με την αισθητική των πραγμάτων, ταξιδεύοντας στο άπειρο του μουσικού χρόνου και τόπου. Κατά τούτο, ο Ξαρχάκος είναι οικουμενικός, ξεπερνάει, θα έλεγα διαχέει τα ελληνικά σύνορα στην οικουμένη. Διευκρινίζει τις αρετές του ελληνικού μουσικού πολιτισμού και, συγχρόνως, οικοδομεί, με ήχο και λόγο, μια μουσική πανδαισία, που φέρνει τη σφραγίδα της ευφυούς συνάντησης των πηγών με την πρωτοτυπία του δημιουργού. Συνοδό του μεγάλου δημιουργού χάρισμα είναι η πηγαία «θεατρική» παράσταση που δίνει ο συνθέτης πάνω στη σκηνή. Παράσταση, που εμπνέει τους συντελεστές και συνεγείρει το κοινό του.

Πέτρος Μάρκαρης, συγγραφέας
Η πλευρά που γνωρίζουμε λιγότερο

Ο Σταύρος Ξαρχάκος έχει γράψει μια πληθώρα από λαϊκά τραγούδια, που τραγουδήθηκαν πολύ από τους Ελληνες και τραγουδιούνται ακόμα. Είναι τραγούδια που περνάνε από γενιά σε γενιά.

Ωστόσο, δημιουργοί που καθιερώνονται με μεγάλη επιτυχία σε ένα είδος, όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, γίνονται συχνά θύματα μιας «αδικίας». Το πολύ κοινό δεν γνωρίζει, ή έστω γνωρίζει πολύ λιγότερο, τα υπόλοιπα είδη με τα οποία έχει ασχοληθεί ο δημιουργός.

Με αυτή την έννοια, υπάρχει μια διάσταση του έργου του Ξαρχάκου που μας είναι λιγότερο γνωστή, επειδή παρασυρμένοι από τα λαϊκά τραγούδια του δεν της δώσαμε τη σημασία που της αξίζει. Αυτό το κομμάτι του έργου του Σταύρου Ξαρχάκου βρίσκεται στη μουσική των ταινιών που έχει γράψει, και πιο συγκεκριμένα στα «Κόκκινα Φανάρια» σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, που γυρίστηκε το 1963, και στη «Λόλα» σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, που γυρίστηκε ένα χρόνο αργότερα.

Και οι δύο ταινίες διαδραματίζονται μέσα στην Τρούμπα εκείνης της εποχής με τα καμπαρέ (Λόλα) και τα σπίτια ανοχής (Τα Κόκκινα Φανάρια). Πρέπει να ακούσει κανείς τη μουσική αυτών των δύο ταινιών για να ανακαλύψει πόσο βαθύς γνώστης της μουσικής είναι ο Ξαρχάκος και με πόση άνεση κινείται ανάμεσα σε διαφορετικά μουσικά είδη.

Ασφαλώς, η Τρούμπα των ταινιών απαιτούσε από μόνη της αυτά τα διαφορετικά μουσικά είδη. Οι θαμώνες της δεν ήθελαν να ακούσουν μόνο λαϊκά (όπως π.χ. η Απονη Ζωή), αλλά και χορευτικά, για να χορέψουν με τα «κορίτσια». Σε αυτά τα δύο είδη προστίθεται και η τζαζ.

Ισως μερικοί αναρωτηθούν: τι δουλειά είχε η τζαζ στην Τρούμπα; Είχε, λόγω Εκτου Αμερικανικού Στόλου. Τα μαγαζιά της Τρούμπας περίμεναν πώς και πώς να καταπλεύσει ο Αμερικανικός Στόλος και να αφήσουν τα αμερικανάκια τα δολάριά τους. Συνεπώς, δικαιούνταν να ακούσουν και λίγη τζαζ. Οι δύο ταινίες προσφέρουν μια ιδιαίτερη μουσική απόλαυση, αλλά δείχνουν και το εύρος του μουσικού ταλέντου του Σταύρου Ξαρχάκου.

Ανταίος Χρυσοστομίδης, Δημοσιογράφος, μεταφραστής
Σαν έφηβος ενθουσιάζεται, αμφιβάλλει…

Το πρώτο πράγμα που αγάπησα από τη μουσική του Ξαρχάκου ήταν, θυμάμαι, η εισαγωγή από το τραγούδι «Τα δάκρυά μου είναι καυτά». Ως μαθητής του ωδείου και με την όποια τριβή είχα τότε με την κλασική μουσική, διέκρινα σε εκείνο το perpetuo των μπουζουκιών τον τέλειο συγκερασμό του τυπικού ήχου του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού με μια μουσική παιδεία που ξεπερνούσε αυτόν τον ήχο και του έδινε μία άλλη διάσταση.

Φυσικά είχαμε ήδη τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, τα τραγούδια τους και τις προσπάθειές τους -ιδιαίτερα του πρώτου- να πάνε παραπέρα αυτό που στη συνέχεια μάθαμε να λέμε έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Ο Ξαρχάκος ερχόταν να προστεθεί στην παρέα και η μουσική του είχε έναν αυθορμητισμό, μια μελωδική αμεσότητα, αλλά και μια ενορχηστρωτική δεινότητα που τον διαφοροποιούσε από τους άλλους δύο συνθέτες και ταυτόχρονα συμπλήρωνε το έργο τους.

Σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα, ο Σταύρος Ξαρχάκος με τιμά με τη φιλία και την αγάπη του. Σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα πηγαίνω συχνά σπίτι του και ακούμε μελωδίες που έχει γράψει και που κρατάει στο συρτάρι ή τραγούδια που έγραψε για κάποια ξεχασμένη πια παράσταση και που δεν έγιναν ποτέ γνωστά, ή κομμάτια από «κλασικά» έργα του που ακούστηκαν στο εξωτερικό και δεν ακούστηκαν ποτέ στην Ελλάδα. Σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα παρακολουθώ τις περισσότερες από τις συναυλίες του όταν, ξεχνώντας οποιοδήποτε πόνο μπορεί να έχει στην πλάτη, γίνεται πάλι ένας νεαρός, ένας νεαρός που χτυπιέται πάνω στο πόντιουμ προκειμένου να μεταφέρει κάτι από το πάθος του στους μουσικούς, ένας νεαρός που νιώθει πως πρέπει να κερδίσει, κάθε φορά από την αρχή, το κοινό του. Διότι υπάρχουν πολλά πράγματα που αγαπώ στον Σταύρο, ένα χαρακτηριστικό του όμως το αγαπώ περισσότερο από όλα τα άλλα: δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο από το έργο του, ούτε δεδομένη την ευτυχή κατάληξη κάθε συναυλίας του. Μπροστά στους συνήθως τόσους σίγουρους για τον εαυτό τους συναδέλφους του, ο Ξαρχάκος, παρά τα χρόνια που πέρασαν, κράτησε για τον εαυτό του το δικαίωμα να ενθουσιάζεται, να αμφιβάλλει, να απογοητεύεται, να φοβάται, να δοκιμάζει, άρα και να προτείνει νέα πράγματα. Σαν έφηβος.

Είναι φανερό, μια σειρά δεκατεσσάρων δίσκων δεν μπορεί να αποδώσει όλη την πορεία ενός συνθέτη σαν την πορεία του Ξαρχάκου. Χαίρομαι όμως ιδιαίτερα που στο αφιέρωμα της «Καθημερινής» θα εμφανιστούν δύο έργα που είχαν εξαφανιστεί εδώ και χρόνια από τη δισκογραφική αγορά: το «Χρώματα» και το «Διόνυσε καλοκαίρι μας» – αυτό το τελευταίο από τα πιο εμβληματικά, κατά τη γνώμη μου, έργα των διαφορετικών ψυχών του συνθέτη. Η επανακρόαση αυτών των έργων, είμαι σίγουρος, θα αποδείξει ότι τα τραγούδια που γέννησαν οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 πολύ απέχουν από το να θεωρηθούν μουσειακό είδος. Ζωντανά τραγούδια είναι και, δυστυχώς, κανένας ακόμα δεν μπόρεσε να τα υποκαταστήσει.

Με τα εμβληματικά «Κόκκινα Φανάρια» ξεκινάει σήμερα η σειρά με τα κορυφαία έργα του Σταύρου Ξαρχάκου, που προσφέρει η «Κ» δωρεάν στους αναγνώστες της. Θα ακολουθήσουν τα έργα:

«Νυν και Αεί» (16/10), «Ενα μεσημέρι» (23/10), «Κόσμε αγάπη μου» (30/10), «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μέχιας» (6/11), «Η Ελλάδα της Μελίνας» (13/11), «Το μεγάλο μας τσίρκο» (20/11), «Κατά Μάρκον» (27/11), «Ρεμπέτικο Α» (4/12), «Ρεμπέτικο Β» (11/12), «Missa Criolla» (18/12), «Χρώματα» (25/12), «Κορίτσια στον ήλιο» (1/1/12), «Διόνυσε καλοκαίρι μας» (8/1).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή