Η τρομερή ομορφιά του Γέιτς στη Λυών

Η τρομερή ομορφιά του Γέιτς στη Λυών

4' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πάσχα, 1916. Οι φιλήσυχοι Δουβλινέζοι βγαίνουν από τον επαρχιακό λήθαργο μιας πόλης όπου τίποτα δεν συμβαίνει και τίποτα δεν θα μπορούσε να συμβεί, και φέρνουν τα πάνω κάτω. Επτά ημέρες εξέγερσης, κατά τη διάρκεια των οποίων το πλήθος, υπό την καθοδήγηση των εθνικιστών ριζοσπαστών της Ιρλανδικής Δημοκρατικής Αδελφότητας του Sinn Fein και του Ιρλανδικού Στρατού Πολιτών, θα μεταμορφωθεί σε ήρωες ενός απεγνωσμένου πολέμου ενάντια στη βρετανική κυριαρχία, που όμως θα αλλάξει τελικά τον ρου της Ιστορίας. Οταν ο Γουίλιαμ Γέιτς γράφει το ομώνυμο ποίημα, δεν γνωρίζει τι θα συμβεί στην πατρίδα του τρία χρόνια αργότερα, όταν θα σχηματιστεί, έστω και για λίγο, η Βουλή της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Εκείνο που μοιάζει να τον συγκλονίζει συνοψίζεται στον περίφημο στίχο: «Μια τρομερή ομορφιά γεννήθηκε».

Σεπτέμβριος 2011. Μια Αργεντινή επιμελήτρια, ονόματι Βικτόρια Νόορθορν, όχι ιδιαίτερα γνωστή στη διεθνή σκηνή, έρχεται να μας θυμίσει το αιματηρό επεισόδιο της ιστορίας της Ιρλανδίας, επιλέγοντας τον στίχο του Γέιτς για τίτλο της 11ης Μπιενάλε της Λυών, που άνοιξε τις πόρτες της πριν από μερικές εβδομάδες. Τι σχέση έχει η εν λόγω εξέγερση με τη σημερινή πραγματικότητα της τέχνης και της κοινωνίας; Τι έχει να μας πει σήμερα το Πάσχα του 1916 για το πάντα επίκαιρο ζήτημα της πολιτικής λειτουργίας της τέχνης;

Μια τρομερή ομορφιά γεννήθηκε, ο περίφημος στίχος του Γέιτς συγκεντρώνει δύο φαινομενικά αντίθετες ιδέες, γράφει η επιμελήτρια στο σκεπτικό της: την ομορφιά και τον τρόμο. Ας αναρωτηθούμε, προτείνει η Νόορθορν: Είναι η ομορφιά πάντα η απαρχή του τρόμου, όπως το έγραφε ο Ρίλκε; Υπάρχει ομορφιά που να μην είναι τρομερή; Είναι ικανή η αναδυόμενη ομορφιά, δηλαδή η τέχνη, να απαλύνει τη βαρβαρότητα της πραγματικότητας ή μήπως, αντίθετα, το μόνο που καταφέρνει είναι να ενδυναμώνει τα έκτροπα;

Μπαίνοντας στη Sucriere, έναν από τους τέσσερις βασικούς χώρους της Μπιενάλε, πρώην λιμενικές αποθήκες, μπαίνουμε αμέσως στον ρυθμό της έκθεσης: οι βαριές βελούδινες κουρτίνες της νεαρής Γερμανίδας Ούλα φον Μπράντενμπουργκ, παρασκήνια μιας απούσας σκηνής (Kulissen, 2011), θυμίζουν ότι η ζωή όπως και η τέχνη είναι πέρα από πραγματικότητα, παιχνίδι, θέατρο, τέχνασμα, αλήθεια και ψευδαίσθηση, και ότι οι ανθρώπινες πράξεις ταλαντεύονται ανάμεσα στην παράσταση και την αναπαράσταση, στην κατάφαση και την αμφιβολία. Πίσω από τα Παρασκήνια, μια τεράστια κυλινδρική μεταλλική κατασκευή, ένα εφιαλτικό όσο και σαγηνευτικό «οχυρό» (Stronghold, 2011) δεσπόζει στον ισόγειο εκθεσιακό χώρο. Το αρχιτεκτόνημα του Πολωνού Robert Kusmirowski μοιάζει βγαλμένο από διήγημα του Μπόρχες: κρύβει στο εσωτερικό του μια μισοκαμένη βιβλιοθήκη, σωρούς σκορπισμένων βιβλίων και αρχείων. Γύρω γύρω, μια σειρά από έργα αναζητούν τα όρια μεταξύ εργασίας και δημιουργίας, μόχθου και δημιουργικής ορμής (Laura Lima, Puxador, 1998-2011), την απόσταση που χωρίζει το γεγονός από την αδράνεια (Guillaume Leblon, Pile, 2011), τη θεατρικότητα κάθε συλλογικής δράσης ή την περιορισμένη ευελιξία του πλήθους ως κινούμενη μάζα… (Gabriel Acevedo Velarde, Escenario, 2004).

Η διαδρομή

Τα καλλιτεχνικά μέσα ποικίλλουν όσο και οι καταγωγές των καλλιτεχνών. Βίντεο, animation (κινούμενο σκίτσο), γλυπτά, σχέδια, περφόρμανς, κατασκευές, μεικτές εγκαταστάσεις, ζωγραφική, τίποτα δεν λείπει από τη φετινή απολαυστική Μπιενάλε της Λυών.

Μέσα σε ένα χρόνο η Βικτόρια Νόορθορν διέσχισε τη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη, ταξίδεψε στη Νότια Αφρική, τη Νιγηρία και την Κένυα προς αναζήτηση των 78 καλλιτεχνών, κινητοποιώντας το δίκτυό της, αλλά παραμένοντας, κατά τα φαινόμενα και προς τιμήν της, ανοιχτή στις εκπλήξεις, ρισκάροντας να προβάλει έργα και ονόματα σχετικά άγνωστα δίπλα σε ιστορικούς ή καταξιωμένους καλλιτέχνες. Ετσι, δίπλα στα 55 φέρετρα του Μπαρτελεμύ Τογκουό, όσες οι χώρες της Αφρικής, ανακαλύπτουμε διάσπαρτα τα κεραμικά γλυπτά της τριανταπεντάχρονης Katinka Bock και τις βιντεοσκοπημένες μπουρλέσκ περφόρμανς της νεαρής Tracey Rose. Μασκαρεμένη, με βάψιμο κλόουν και σκισμένες δικτυωτές κάλτσες trash τραβεστί, η νεαρή καλλιτέχνις από τη Νότια Αφρική πηγαινοέρχεται στο βίντεο San Pedro V (2005) προκλητικά πάνω-κάτω στον τοίχο που χωρίζει το Ισραήλ από την Παλαιστίνη κραυγάζοντας τον ισραηλινό εθνικό ύμνο με τη συνοδεία μιας ηλεκτρικής κιθάρας. Παραδίπλα, μια φαντασμαγορική εγκατάσταση του Αργεντίνου Εντουάρντο Μπασουάλντο (Η σιωπή των σειρήνων, 2011) συγκατοικεί με τις φιλοσοφικές και κοσμολογικές αναζητήσεις ιστορικών μορφών της ιστορίας της τέχνης τις δεκαετίες ’60-’70 όπως ο Γάλλος Ρόμπερτ Φιλίου (Ερευνα πάνω στην καταγωγή, 1974) ή ο Σλοβάκος Stano Filko (Αντικείμενα, 1937-1997). Ξεχωρίζουμε το βίντεο Anathema του λονδρέζικου Otolith Group, μια αφηρημένη ψηφιακή μυθοπλασία πάνω στον σύγχρονο καπιταλισμό, την καινούργια δουλειά της διάσημης Μαρλέν Ντυμάς, μια σειρά από τρομερά πορτρέτα που εκφράζουν θλίψη και τρέλα (Obsessive Envy, 2011, The Producer, 2010), τις αφηγηματικές μακέτες του Μπενζαμίν Σερόρ, τα έξυπνα μίνιμαλ σχέδια ουτοπικών αρχιτεκτονικών του Τσέχου Zbynek Baladran: μπορεί μια έκθεση, αναρωτιέται ο τριανταπεντάχρονος καλλιτέχνης, να λειτουργήσει σαν πεδίο πειραματισμού υποθέσεων πάνω στην πραγματικότητα, μπορεί μια έκθεση να λειτουργήσει σαν ένα μοντέλο του κόσμου;

Μάλλον όχι. Τουλάχιστον, όχι πια. Εκείνο όμως που μπορεί και καλείται να κάνει μια έκθεση τέτοιων προδιαγραφών, είναι να φέρει έργα και καλλιτέχνες από τις τέσσερις άκρες του κόσμου σε διάλογο, να δημιουργήσει μικροεντάσεις, νοηματικές συγκρούσεις, αφηγήσεις, φανταστικά δίκτυα και συσχετισμούς στο μυαλό του επισκέπτη. Να εκπλήξει, να κινήσει την περιέργεια, να αποκαλύψει. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά του μουσείου, διασχίζουμε αίθουσες με έργα όλων των ειδών και των τεχνοτροπιών, σχέδια αφηρημένα, εννοιολογικά, ψυχεδελικά ή μυστικιστικά, γεωμετρικά ή αναπαραστατικά. Η ιστορία της τέχνης παρελαύνει μπροστά στα μάτια μας.

Τόπος συνάντησης λογικής με φαντασία

Τελευταία στάση, το εντυπωσιακό πρώην εργοστάσιο εριουργίας T.A.S.E. Στον πρώτο όροφο, σαράντα (αληθινές) κότες τριγυρνούν με τα ψεύτικα φανταχτερά φτερά που τους έχει προσθέσει η Βραζιλιάνα Laura Lima, σε ένα τεράστιο κοτέτσι (Gala Chicken and Gala Coop).

Από το παράθυρο η θέα είναι σαγηνευτική: Στην απέραντη αλάνα που απλώνεται μπροστά στο βιομηχανικό ερείπιο, ο «γαλλικός κήπος» του Αργεντίνου Jorge Macchi, ρεπλίκα του κήπου του Αλέν Ρενέ στην ταινία του «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ», απλώνει μια γλυκιά μελαγχολία στο ήδη φορτισμένο τοπίο.

Στον δεύτερο όροφο, ο Βέλγος Michel Huisman μας καλεί να μπούμε στην κοιλιά ενός «τέρατος». Το τεράστιο δικέφαλο «ψάρι» από κόντρα πλακέ και αλουμίνιο λειτουργεί σαν τον νοητό τόπο της τέχνης – τόπος «ιερός» και «μαγικός», μας εξηγεί χαμογελαστός ο 70χρονος καλλιτέχνης, τόπος συνάντησης της λογικής με τη φαντασία, «καταφύγιο»…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή