Από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες που βγήκαν στην επιφάνεια μετά τη διάλυση των Oasis ήταν ο ισχυρισμός του Νόελ Γκάλαγκερ ότι ένιωθε μουσικά περιορισμένος μέσα στο συγκρότημα. Είπε στο περιοδικό Mojo πως κάθε πρόταση να αλλάξει ο ήχος των Oasis θα έκανε τον Λίαμ Γκάλαγκερ, τον αδελφό του, να φρικάρει, πράγμα που δεν είναι τελείως απίθανο. Ο Λίαμ, στο κάτω κάτω, είναι ο άνθρωπος που γιόρτασε το καινούργιο καλλιτεχνικό ξεκίνημα που του πρόσφερε η διάλυση των Oasis ηχογραφώντας ένα τραγούδι με τίτλο «Beatles and Stones». Ο αδελφός του, στο μεταξύ, αποκάλυψε τη λατρεία του για τον Ενιο Μορικόνε και τον techno συνθέτη Ντέρικ Μέι, και προσέλαβε έναν τύπο για να παίξει μουσικό πριόνι στο σόλο άλμπουμ του. Οι προσδοκίες, επομένως, ήταν υψηλές. Τι έπρεπε να περιμένουμε από τον Νόελ στη νέα σόλο διαδρομή του; Το άλμπουμ High Flying Birds ήρθε να δώσει την απάντηση.
Είναι αλήθεια ότι το πρώτο κομμάτι, το «Everybody’s on the Run», ακούγεται αρκετά ενδιαφέρον: είναι ωραία ενορχηστρωμένο και διαθέτει το εκπληκτικό μωσαϊκό φωνών της χορωδίας Crouch End Festival Chorus. Μόνο που όλα αυτά έρχονται να υπηρετήσουν το είδος ακριβώς του τραγουδιού που θα περίμενες από ένα σόλο άλμπουμ του Νόελ Γκάλαγκερ: ένα αργόσυρτο, βαρύθυμο τέμπο όπου ο Νόελ επανειλημμένως εκλιπαρεί «hold on!», συμβουλή που πιθανώς απευθύνεται στα μέλη του ακροατηρίου που δεν ακολούθησαν την επίκληση «στάσου!» που ακουγόταν από τον Γκάλαγκερ στο «Stop Crying Your Heart Οut».
Μέσα στα όρια
Αναπόφευκτα αρχίζεις να αισθάνεσαι ότι οι φήμες για την αλλαγή πορείας του Νόελ Γκάλαγκερ ήταν κάπως υπερβολικές. Υποτίθεται ότι το «Dream On» αντιπροσωπεύει μια παρέκκλιση προς την «Ντίξιλαντ τζαζ»: διαθέτει ένα τρομπόνι, κάτι που ποτέ δεν υπήρξε στους Oasis. Στην πραγματικότητα, όμως, μοιάζει λίγο σαν το «Dead End Street» των Kinks, και το ίδιο συμβαίνει με το «Soldier Boys» και το «Jesus Freaks», που υποδεικνύουν μια κίνηση του Νόελ προς το τραγούδι διαμαρτυρίας. Ως στιχουργός, όμως, δεν διαθέτει την εστιασμένη οξυδέρκεια για να τα βγάλει πέρα σ’ αυτό το είδος. Είναι φοβερό ν’ ακούς τον Νόελ σε φιλοσοφική διάθεση. Οπως στο «Stop the Clocks», όπου αναρωτιέται βαθυστόχαστα: «Κι αν ήμουν ήδη νεκρός; Πώς θα το ήξερα;» Ε, ίσως να σταματούσες να γράφεις στίχους σαν κι αυτόν. Αν και δεν θα έβαζα στοίχημα.
Ισως όμως αυτά να παράπονα να είναι άνευ σημασίας. Και τα τρία τραγούδια έχουν τόσο ανεξίτηλες μελωδίες που σε παρασέρνουν σε μια ακουστική ευφορία και σε κάνουν να αδιαφορείς για τα όποια ψεγάδια του τραγουδιού, κάτι που μπορεί να είναι το μεγάλο ατού του Γκάλαγκερ ως τραγουδοποιού εξαρχής: κανένας δεν αγάπησε το «Definitely Maybe» για τη φοβερή πρωτοτυπία του ή τη λυρική του ενόραση. Και αυτό είναι επίσης το βασικό πλεονέκτημα του High Flying Birds: έχει λιγότερα «γεμίσματα» και περισσότερες ακαταμάχητες μελωδίες από οποιοδήποτε πρόσφατο άλμπουμ των Oasis. Υπάρχουν επίσης νύξεις μουσικής προόδου. Το «Aka What a Life» είναι ένα συναρπαστικά ρυθμικό κομμάτι, που ο Γκάλαγκερ ισχυρίζεται ότι το εμπνεύστηκε από το κλασικό «Strings of Life», αν και θυμίζει εξίσου το «We Love You» των Rolling Stones. Οπως και να ‘ναι, πρόκειται για ένα τραγούδι αυθεντικά διαφορετικό από οτιδήποτε έχει επιχειρήσει μέχρι τώρα ο Νόελ Γκάλαγκερ και αποδεικνύει επίσης ότι η μελωδική δεξιοσύνη του παραμένει ακέραια.
Σε γενικές γραμμές, στο High Flying Birds ο Γκάλαγκερ φαίνεται να σπρώχνει απαλά κάποια όρια που πιθανόν να ήθελε να κλωτσήσει με δύναμη. Ισως ο ανταγωνισμός με τον αδελφό του να τον έκανε επιφυλακτικό στην ανάληψη μεγάλου ρίσκου. Ισως να έχει αναβάλει την εφόρμηση σε άγνωστα εδάφη για την επικείμενη συνεργασία του με την ψυχεδελική κολεκτίβα Amorphous Androgynous. Ή ίσως να μην έχει τη δυνατότητα για κάτι πιο ριζοσπαστικό. Προς το παρόν, πάντως, αρκεί να πούμε ότι το άλμπουμ αυτό ακούγεται πιο ευχάριστα από όλα όσα προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια στη λίστα των Oasis.