Αν δεν ήταν μοντέρνος, θα ήταν ρετρό…

Αν δεν ήταν μοντέρνος, θα ήταν ρετρό…

5' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιώργος Λάνθιμος μεγάλωσε στην Αθήνα σε ένα μικρομεσαίο περιβάλλον. Πήγε σχολείο στου Μωραΐτη, γιατί ο πατέρας του ήταν καθηγητής και δεν χρειαζόταν να πληρώνει τις σπουδές του γιου του, κι άρχισε να δουλεύει από νωρίς. Στο πέρασμα του χρόνου εξελίχτηκε σε έναν κινηματογραφιστή – ευφυή φαρσέρ της εποχής μας, κι αυτός είναι ίσως κι ένας από τους λόγους που οι ταινίες του κάνουν καριέρα στο εξωτερικό. Η διαδρομή του «Κυνόδοντα» είναι γνωστή σε όλους στην Ελλάδα, ακόμη και σε αυτούς που δεν πηγαίνουν σινεμά.

Στις ταινίες του Λάνθιμου οι ηθοποιοί μιλούν σαν ρομπότ ξεκουρδισμένα ή με λάθος προγραμματισμό, ενώ ενίοτε εκφέρουν ασυναρτησίες. Παράλληλα, οι καταστάσεις είναι παράλογες όμως το ύφος τους νοσταλγικό· θυμίζουν πιο πολύ γόρδιο δεσμό παρά γραμμικές ιστορίες. Σαν να βλέπεις αλλόκοτο όνειρο σε έγχρωμη τηλεόραση – αντίκα ακούγοντας ταυτόχρονα τραγούδια από ραδιόφωνο που πιάνει μόνον μεσαία. Παρόλα αυτά όλοι, ακόμη και αυτοί που κατακρίνουν τον Λάνθιμο, αναφέρονται με σεβασμό στις ταινίες του, όπως αρμόζει στο έργο ενός νέου κι ανήσυχου καλλιτέχνη που τάραξε λιμνάζοντα νερά κι απέκτησε διεθνές κύρος. Ισως γι’ αυτό ο 38χρονος Ελληνας σκηνοθέτης είναι μέσα στο τοπ 10 των νέων κινηματογραφιστών παγκοσμίως.

Το σινεμά του Λάνθιμου είναι «μοντέρνο». Οσοι υποστηρίζουν αυτή την παραδοχή, προφανώς δεν αναφέρονται στον μοντερνισμό ως καλλιτεχνικό ρεύμα που χαρακτήρισε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης στο παρελθόν, αλλά σε μια φόρμα, λίγο ή πολύ πρωτότυπη, που αιφνιδιάζει τον μέσο θεατή ξυπνώντας τον από τον λήθαργο. Μερικοί πιστεύουν ότι οι ταινίες του Λάνθιμου είναι «πειραματικές», ενώ υπάρχουν και κάποιοι που τις θεωρούν φάρσες – ανάμεσά τους και ο γράφων.

Ο φαρσέρ Λάνθιμος αν δεν ήταν «μοντέρνος», θα ‘ταν ρετρό. Θα το διαπιστώσετε αν βρείτε κάπου και δείτε την πρώτη του ταινία μεγάλους μήκους, «Κινέττα». Πιο εύκολο βέβαια είναι να φτάσετε μέχρι τις «Αλπεις», την πρόσφατη δημιουργία του, η οποία πριν από λίγο καιρό βραβεύτηκε για το σενάριό της στη βενετσιάνικη Μόστρα και προβάλλεται ήδη στις ελληνικές αίθουσες.

Κινέττα…

Η «Κινέττα» είναι μια αστυνομική ιστορία χωρίς ραχοκοκαλιά, σαν σμπαραλιασμένο παλπ φίξιον με μια θαυμάσια σεκάνς για αρχή που συμπληρώνεται από τη σκηνή του τέλους της ταινίας. Ενας άντρας στέκει απέναντι σε ένα ντελαπαρισμένο αυτοκίνητο σε κάποιο παράδρομο της Αθηνών – Κορίνθου. Στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου συνεχίζει να παίζει το «Μην μου πεις τίποτα» με την Τζένη Βάνου. Ο άντρας παίρνει την κασέτα, την τοποθετεί σε ένα γουόκμαν και συνεχίζει πεζή προς τον Ισθμό. Η «ερασιτεχνική» εικόνα τρεμοπαίζει, ενώ ο ήχος, που λειτουργεί αντιστικτικά, είναι μια διαδοχή τραγουδιού, τροκανιών από ένα κοπάδι πρόβατα, βουής από τον αυτοκινητόδρομο και των βημάτων του άντρα στην άσφαλτο.

Ο Λάνθιμος θέλει να αποστασιοποιηθεί από τη νοσταλγία, είναι όμως εξαρτημένος από κάτι απροσδιόριστα ρετρό. Ο πυρήνας της ταινίας είναι το συναίσθημα (το τραγούδι της Βάνου) κι όλα τ’ άλλα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη μυθοπλασία της (η προσπάθεια ενός ντετέκτιβ να αναπαραστήσει ένα έγκλημα) λειτουργούν σαν φάρσα. Η σκηνή του τέλους, δίπλα σ’ ένα γήπεδο βόλεϊ στην παραλία μιας μουντής και μελαγχολικής Κινέττας (εικόνες που φέρνουν στο νου το φινάλε του «Μπλόου απ» του Αντονιόνι), εξαφανίζει το αλλόκοτα ζεστό συναίσθημα της αρχής. H «Κινέττα» είναι μια ταινία σε αποδόμηση, ή καλύτερα κάτι σαν making of μιας μυθοπλασίας που δεν γυρίστηκε ακόμη και που συνεχίζει ν’ απασχολεί ως κόνσεπτ τον Λάνθιμο.

Ποπ (κορν)

Στον «Κυνόδοντα» η αλλοίωση του βασικότερου κώδικα επικοινωνίας, της γλώσσας, έγινε για να φανεί ένας τρόπος χειραγώγησης κι απομόνωσης. Ο Λάνθιμος αποσύνδεσε το σημαίνον από το σημαινόμενο σε λέξεις – κλειδιά τονίζοντας παράλληλα τη φάρσα ή το στοιχείο του παραλόγου. Οι «Αλπεις» φαντάζουν σαν άλυτος γρίφος, αν πάρεις στα σοβαρά ό,τι συμβαίνει αναζητώντας συμβολισμούς ή κοινωνικές αναφορές. Είναι σαν σίκουελ της «Κινέττας» φτιαγμένο με επιτηδευμένο ερασιτεχνισμό. Το αίτημα του Λάνθιμου στις «Αλπεις» παραμένει ίδιο: πώς θα αναπαραστήσω κάτι. Αυτό το «κάτι», όμως, αποκτά νόημα μόνον αν το αντιστοιχίσεις με θραύσματα από συναισθήματα που είναι διάσπαρτα στην ταινία. Διαφορετικά, εάν επιχειρήσεις με τη λογική να συνθέσεις αυτό που αφήνει ανοικτό η σκηνοθεσία, τη μυθοπλασία, πέφτεις σαν αφελής σε παγίδα.

Η ματιά του δεν είναι κοινωνική, ούτε πολιτική υπό τη στενή έννοια. Είναι γκονταρική και μικροαστική ταυτοχρόνως, και αυτό το τελευταίο, ουδόλως αποτελεί μομφή για τον ίδιο ή την ταινία του. Φανταστείτε τις «Αλπεις» σαν ένα σχήμα κώνου (τη βουνοκορφή Mont Blanc, ας πούμε) αντεστραμμένο, σαν ένα χωνί μέσα στο οποίο ρίχνονται παράλογες αλλά και ρετρό καταστάσεις.

Κατά τον Σαίξπηρ, όλοι είμαστε ηθοποιοί στη μεγάλη σκηνή της ζωής. Σε μια μικρή γωνιά της, ο τελειομανής Λάνθιμος μοχθεί με τους «ηθοποιούς» – ήρωές του σε ατέλειωτες πρόβες, έχοντας ως κύρια εμμονή του την αποδόμηση ό,τι κλασικού ή κλασικότροπου. Το ανέβασμα στις «Αλπεις» αρχίζει με το «Ο Fortuna!» του Ορφ από τα «Carmina Burana». Η επιστροφή στο επίπεδο της θάλασσας συνοδεύεται από το «Pop Corn», ένα σούπερ χιτ στα χρόνια του ’70. Αν όλα αυτά συνοψίζουν και ένα περιεχόμενο είναι ένα κεφαλαιώδες ερώτημα. Πρόκειται όμως για μια ταινία εξαιρετική από άποψη φόρμας.

Στο ενδιάμεσο ουρανού και παραδείσου

Απίθανα πράγματα συμβαίνουν στις «Αλπεις». Μια ευαίσθητη νοσοκόμος στην πτέρυγα των επειγόντων περιστατικών, ένας τραυματιοφορέας, μια αθλήτρια ενόργανης γυμναστικής και ο αυταρχικός προπονητής της έχουν συστήσει μια παράξενη, και μάλλον παράνομη, επιχείρηση.

Προσλαμβάνονται έναντι αμοιβής από ανθρώπους που έχουν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα για να τα αναπληρώσουν, υποδύονται «ρόλους» ζωντανών σε «θέσεις» που έχουν μείνει άδειες λόγω θανάτου. Οπως συμβαίνει στο σινεμά όταν πρέπει να αλλάξει το καστ για λόγους ανωτέρας βίας. «Αλπεις» είναι η επωνυμία της εταιρείας και «Mont Blanc» ο αρχηγός της (ο τραυματιοφορέας).

Τα ασυνάρτητα και ανεξήγητα που συμβαίνουν στην ταινία αφορούν μια μεγάλη παρένθεση ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία σκηνή της. Στο ξεκίνημα, η αθλήτρια της ενόργανης, φανερά δυσαρεστημένη από τη χορογραφία του κλασικότροπου «Ο Fortuna!» του Καρλ Ορφ ζητά από τον προπονητή της να την εμπιστευτεί σε κάτι πιο ποπ.

Επακολουθεί μια «σουρεαλιστική» κατεδάφιση ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κλασικό στον κινηματογράφο. Οι διάλογοι δεν βγάζουν νόημα, τα πρόσωπα τοποθετούνται μπροστά στον φακό έτσι ώστε ν’ ανατρέπεται η ισορροπία του κάδρου. Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται βίαια από το σημείο ισορροπίας του οικοδομήματος για να λειτουργήσει η φάρσα. Ανεβαίνοντας στις «Αλπεις», η έννοια ουρανός μπερδεύεται με την έννοια παράδεισος.

«Αλπεις». Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος. Σενάριο: Ευθύμης Φιλίππου, Γ. Λάνθιμος. Ερμηνεία: Αγγελική Παπούλια, Αρης Σερβετάλης, Αριάν Λαμπέντ, Τζόνι Βεκρής. (Προβάλλεται ήδη στις αίθουσες).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή