ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο κόκκινος βράχος
σκην.: Ρούλα Πατεράκη
Θέατρο: Εθνικό Νέα Σκηνή
Ο, τι και να ‘χει συμβεί
Οχι, όχι «Υπνου βαθέος»
Σε κάθε περίπτωση
Εστω και σαν παράταση πλασματική:
«Βαθέος γήρατος»
Γιαννης Βαρβερης
«Τίτλοι τέλους»
Αναφερόμενος στον θεατρικό Ξενόπουλο ο μέχρι πρόσφατα σύνοικος της στήλης Γιάννης Βαρβέρης έγραφε («Πλατεία Θεάτρου», Εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1994) « ας μην του ζητάμε περγαμηνές μεταφυσικής Ακόμα και σήμερα που κατηγορείται για επιμονή, στενή ηθογράφηση του καιρού και του τόπου του η σύγχρονη ελληνική θεατρική γραφή είναι σίγουρη πως τον έχει ξεπεράσει. Εξηγούμαι: κανείς δεν λέει πως έκτοτε τίποτα οι μεταγενέστεροι δεν «εκόμισαν εις την τέχνη»». Βγάζοντας, λοιπόν, το -σωστό- συμπέρασμα πως ο νατουραλιστής Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) εξακολουθεί να «ζει», ο ποιητής και θεατρικός κριτικός Βαρβέρης κατέληγε πως «απλώς ο φωτογράφος δεν βυθίζει πια το κεφάλι του στη μαύρη σακούλα. Βαστάει Κodak instamatic». Ή, όπως θα ‘λεγε κανείς σήμερα, φωτογραφίζει πλέον με το iPhone του.
Γύρω από τη χαώδη θεατρική παραγωγή του Ξενόπουλου έχουν δημιουργηθεί ορισμένοι μύθοι. Πολλοί είναι όσοι πιστεύουν ότι πίσω από τη σκηνική παραγωγή του υπάρχουν μόνο απλοϊκές ηθογραφίες, φάρσες και γενναίες δόσεις επιδερμικής αισθηματολογίας. Ο κόσμος του -λένε- είναι παιδιάστικα αφελής και γοητευτικά νοσταλγικός. Εχει κάνει δηλαδή θεατρικά έργα που σιγά σιγά ο χρόνος τα φθείρει. Μάλιστα για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα -εκεί γύρω στην τρίτη δεκαετία του περασμένου αιώνα- υπήρξαν αρκετοί που τον θεώρησαν φορέα συντηρητικών έως και αντιδραστικών ιδεών.
Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι ο συγγραφέας συχνά υποχώρησε στο γούστο του κοινού. Ομως σε μια εποχή που ταλαιπωρούνταν από τις συμπληγάδες του απροσπέλαστου ρομαντισμού και ενός ακραίου νατουραλισμού, ο Ζακυνθινός συγγραφέας έκανε μερικές απρόσμενες υπερβάσεις. Πάρτε για παράδειγμα τη θεατρική διασκευή από τη νουβέλα «Φωτεινή Σάντρη», που στη θεατρική του μορφή έγινε «Κόκκινος Βράχος». Εδώ η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα μιας μεγαλοαστικής οικογένειας στη Ζάκυνθο καταβαραθρώνεται από μια ανολοκλήρωτη ερωτική ιστορία, όχι τόσο επειδή φταίνε οι «αυταρχικές οικογενειακές δομές και παραδοσιακές αντιλήψεις» όσο επειδή φταίνε οι ίδιοι οι χαρακτήρες του νεαρού ζευγαριού που παραμένουν αναλλοίωτοι τότε και τώρα. Ενα καλό και σύγχρονο πάντα θεατρικό έργο.
Η παράσταση
Ανασυνθέτοντας το κείμενο και προσθέτοντας κομμάτια από άλλα έργα του Ξενόπουλου (την αυτοβιογραφία του συγγραφέα «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα»), η Ρούλα Πατεράκη (σε συνεργασία στη σκηνική προσαρμογή με τον Ακι Βλουτή) σκηνοθέτησε με επεξηγηματική υπερκινητικότητα το έργο τονίζοντας με ασυνήθιστη ευκρίνεια τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Ολοι τους χαρακτήρες με διαχρονική ισχύ.
Η Φωτεινή Σάντρη είναι μια απονήρευτη μεν, πλην τυφλά καθοδηγούμενη από τα συναισθήματά της νεαρή κοπέλα. Με την έντονη προσωπικότητά της η Γιούλικα Σκαφιδά πείθει για το τελικό εγχείρημα το οποίο δεν είναι απλώς προϊόν απόγνωσης -όπως στους περισσότερους αυτόχειρες- αλλά χειρονομία αποφασιστικής θέλησης. Μια πρώτης τάξεως ερμηνεία.
Ο αδελφός της Μίμης (Αργύρης Πανταζάρας) είναι -από την άλλη μεριά- ο υπερεκδηλωτικός, διόλου απονήρευτος έφηβος. Η ψιλοστολισμένη με εύστοχες δηλωτικές λεπτομέρειες στη συμπεριφορά της μητριαρχική κυρία Σάντρη (Θέμις Μπαζάκα) είναι από τους πλέον ξεκάθαρους χαρακτήρες της παράστασης. Ο Θεμιστοκλής Πάνου, ο χαμηλών τόνων πάτερ φαμίλιας, όπως κι ο Κοσμάς Φοντούκης μαζί με τον Δημήτρη Μοθωναίο είναι καλοστημένες τσεχοφικές φιγούρες. Λιγότερο επεξηγηματική στον ρόλο μιας «αιμομείκτριας» η Ιωάννα Παππά είναι το αντίβαρο στη Φωτεινή Σάντρη.
Ο Θανάσης Ευθυμιάδης, ως ο σαραντάχρονος πρωτευουσιάνος θείος που ρίχνεται στη ανήλικη ανιψιά για να της πάρει τα άγουρα μυαλά και να παντρευτεί -τελικά- μιαν άλλη, είναι ένας ιδανικός Αγγελος Μαρίνης -μ’ όλο που πρόθεση της Πατεράκη σίγουρα δεν ήταν να κάνει μια ρεαλιστική δουλειά. Η πλέον «αποστασιοποιημένη» της παράστασης αυτής ήταν η υπηρέτρια, η Αμαλία Τσακούρα, η οποία κινήθηκε και τραγούδησε έκτακτα! Τα άλλα τα -προσωπικά μου- θαυμαστικά πηγαίνουν στα σκηνικά της Εύας Νάθενα, στα κοστούμια του Αγγελου Μεντή και στην επεξεργασμένη μουσική του Νίκου Πλάτανου. Παραφράζοντας μια παλιά ιδέα του Κώστα Τσιάνου -για τους «Φοιτητές» του Ξενόπουλου- η παράσταση στολίστηκε με «ελαφρά τραγούδια» των δεκαετιών ’40 και ’50, τα οποία ο θίασος τραγουδά εν χορώ όπως και στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ: παρατεταγμένος και φάτσα στο κοινό.