Να είναι καλότυχοι και αθώοι

Να είναι καλότυχοι και αθώοι

5' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Του Γιάννη του άρεσε που είχε ένα τόσο κοινό όνομα. Αισθανόταν ότι αυτό του επέτρεπε να κάνει τις πιο τρελές σκέψεις, σε κατεύθυνση αντίθετη από τις θετικές επιστήμες που είχε διαλέξει. Ετσι και τώρα ντυμένος Αγιος Βασίλης, στο κέντρο της Αθήνας, για να τσοντάρει στα λίγα χρήματα που έβγαζε παραδίδοντας φυσική και χημεία, καθώς μοίραζε μπαλόνια σε παιδάκια κοντά στην πλατεία του Δημαρχείου, σκεφτόταν για να περάσει η ώρα του…

Ζωγράφος, γλύπτης ή πλαστικός χειρουργός έπρεπε να γίνω. Τοιχογράφος μάλλον, για να κοσμώ ταράτσες αιχμάλωτες ανάμεσα σε ουρανομήκη κτίρια με εικόνες άψογης προοπτικής και με χρωματιστά σιντριβάνια που να κυλάνε μέχρι τους δρόμους κάτω, για εσάς παιδάκια, λιωμένο παγωτό! «Να, πάρε εσύ ένα κόκκινο μπαλόνι, πάρε κι εσύ ένα πράσινο»…

Και θα ζωγράφιζα στους πανύψηλους τοίχους αχτίδες χρυσές και βαριές σαν αλυσίδες να πέφτουν μέσα από μολυβένια σύννεφα, όχι για να υπαινιχθούν αλλά για να τονίσουν την ύπαρξη ενός όντος ανώτερου και κακού που εφευρίσκει διαρκώς σειρές από Παγκόσμιες Κρίσεις. Να τώρα μια τούμπα ο Αη Βασίλης κι άλλη μια εγώ, ο Γιάννης, και να παιδάκια να σας μοιράσω πάλι τα μπαλόνια σας…

Εριξε μια ματιά στην ώρα και στον ουρανό που καθάριζε κι όταν κατέβασε το βλέμμα, την είδε να έρχεται. Ψηλή, λεπτή, καστανόξανθη, φορούσε ένα γυαλιστερό μαύρο αδιάβροχο. Πλησίαζε αργά κι ο λαιμός της κι ο χαλαρός της κότσος του θύμισαν αμέσως Καρυάτιδα.

Στάθηκε πίσω από τον κύκλο των παιδιών κι όταν οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, ο Γιάννης ένιωσε μια παράξενη ταραχή κι από αντίδραση της έκλεισε το μάτι. Αμέσως μετά ντράπηκε κι άρχισε πάλι να μοιράζει τα μπαλόνια του. Οταν ξανακοιτάχτηκαν όμως, του φάνηκε πως τα σκούρα μάτια της ίσως και να τον έντυναν με μια ευχή παραμυθιού. Θυμήθηκε πως όταν ήτανε παιδί είχε ακούσει να λένε ότι οι γυναίκες είναι πολύ μυστήρια «τρένα», έχοντας αντιληφθεί τη φράση κυριολεκτικά, φανταζόταν τα παράξενα τοπία όπου θα σε μετέφεραν ολοταχώς αν σ’ έσφιγγαν στη γυμνή τους αγκαλιά. Αργότερα, στις πρώτες εφηβικές του σχέσεις, συνέχιζε να αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια τους. Μήπως βρισκόταν σ’ ένα τοπίο με κρύα βρύα κι επιτύμβιες στήλες; Ή μήπως κάπου στο βάθος όταν έφτανε, μισολιπόθυμος ανακάλυπτε έναν καυτό ουρανό; Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη, ήταν γλυκά και ζεστά χωρίς έκσταση. Γιατί όμως να τα θυμάται τώρα; Σίγουρα έφταιγαν τα μάτια της που είχαν τη λάμψη στοάς αδαμαντωρυχείου. Την είδε να κάνει μερικά βήματα πίσω και τρόμαξε ότι θα φύγει και θα τη χάσει. Γυρίζοντας την πλάτη στο μικρό του κοινό κάτι έγραψε στο πακέτο των τσιγάρων του κι αποφασιστικά, διέσχισε τον κόσμο για να της το δώσει. Η κοπέλα διάβασε: Σε 40 λεπτά μπροστά στον Κρίνο στην Αιόλου. Κρατώντας το πακέτο με τις άκρες των δακτύλων απομακρύνθηκε κι έστριψε τη γωνία.

Ο Γιάννης έφτασε στον Κρίνο σε 40 λεπτά ακριβώς. Φορούσε τώρα τα ρούχα του αλλά είχε κρατήσει το κόκκινο σκουφάκι στο κεφάλι. Τον περίμενε απέξω. «Με λένε Γιάννη» της είπε, «Κι εμένα Γιάννα» γέλασαν αμήχανα. «Πρώτη φορά μου κλείνει το μάτι ο Αγιος Βασίλης». «Πότε έπαψες να πιστεύεις ότι υπάρχει;». «Οταν ήμουν πολύ μικρή και μου διαβάσανε το Κοριτσάκι με τα σπίρτα, το παραμύθι του Αντερσεν. Οταν δηλαδή κατάλαβα πως την ίδια μέρα που γιορτάζεται μια γέννηση, άλλοι μπορεί να πεθαίνουν από την πείνα και το κρύο». «Δεν θα μπούμε μέσα; Δεν θα καθήσουμε;». Ολο να ρωτάει ήθελε ο Γιάννης για ν’ ακούει την φωνή της. «Οχι», είπε εκείνη σχεδόν αγχωμένη. «Σε παρακαλώ, προτιμώ να περπατήσουμε». Ευτυχώς δεν φοράει τακούνια, σκεφτόταν ο Γιάννης, γιατί οι γυναίκες που φοράνε τακούνια, μου δίνουν την εντύπωση ότι σνομπάρουν τη γη.

Κατέβαιναν την Ευριπίδου που μύριζε μπαχαρικά κι όποιος τους έβλεπε θα νόμιζε ότι είναι δυο πολύ ωραία αδέλφια ή ένα ζευγάρι τρελά ερωτευμένο που γυρεύει καταφύγιο για τη νύχτα στα σκοτεινά δρομάκια του Κέντρου. Αν όμως τους έβλεπε ένας αστρονόμος θα έλεγε «Να δυο αστέρια που, τι παράξενο, κινούνται μαζί, παραβαίνοντας τους νόμους της βαρύτητας και περιηγούνται το Σύμπαν!»

Είχανε φτάσει στο Μοναστηράκι και περπατούσαν για λίγο αμίλητοι πλάι στις γραμμές του τρένου. Μετά, στην αρχή της Αποστόλου Παύλου, για μια στιγμή μόνο κοντοστάθηκαν κάτω από το εκθαμβωτικό νεογέννητο φεγγάρι, το φως του ψυχρό αλλά μόνο για εκείνους θερμό. Καθώς προσπερνούσαν τους πάγκους των πλανόδιων στον πεζόδρομο, ο Γιάννης όλο και σταματούσε να χαζέψει. Στο τέλος της αγόρασε ένα ζευγάρι φωτεινά πράσινα σκουλαρίκια μ’ έναν κινέζικο δράκο σκαλισμένο στο κέντρο. Η Γιάννα τα φόρεσε διστακτικά, ενώ προσπερνούσαν τις καφετέριες του Θησείου. Είχανε πάρει τώρα την Ακάμαντος και στρίβοντας αριστερά άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Κάγκελα τους σταμάτησαν και για μια στιγμή η Γιάννα ανησύχησε μπροστά στους σκοτεινούς όγκους των δένδρων. «Μη φοβάσαι, θέλω να σου δείξω μια θέα μοναδική».

Σαν ξωτικά γλιστρήσανε μέσα στον περιφραγμένο χώρο κι η Γιάννα ξαφνιάστηκε βλέποντας δύο άσπρα άλογα λουσμένα στο ψυχρό, θερμό μόνο γι’ αυτά και για εκείνους, φως του φεγγαριού. «Είναι τ’ άλογα του τελευταίου μόνιππου της Αθήνας», εξήγησε ο Γιάννης. «Τα νοικιάζουν ακόμη για κάποιο γάμο». Ανέβαιναν τον λόφο μυρίζοντας τον ήσυχο ύπνο των πεύκων, των ευκάλυπτων και των κυπαρισσιών. Και ξαφνικά μέσα από μια συστάδα αθάνατων κάκτων είδαν στα πόδια τους να λάμπει το μεταλλικό σκουφάκι του Αστεροσκοπείου, αλλάζοντας το μισόφωτο σε γιορτή! Πίσω τους στο βάθος μάντευαν τη θάλασσα και μπροστά σε πρώτο πλάνο η Ακρόπολη και μετά, να ο Λυκαβηττός κι ο Υμηττός κι από την άλλη μεριά η Πεντέλη και τα Τουρκοβούνια και το όρος Αιγάλεω απ’ όπου ο Ξέρξης παρακολουθούσε την ναυμαχία της Σαλαμίνας.

«Η γιαγιά μου ήταν θρήσκα και μπορώ να σου παραφράσω το τέλος της Αποκάλυψης του Ιωάννου», είπε η Γιάννα μαγεμένη. «Το ξέρω», ψιθύρισε ο Γιάννης εκστατικός. «Ποιώ ουρανόν καινόν και γην καινήν και ιδού η νέα ιερά πόλις των Αθηνών κατέρχεται εξ ουρανού κεκοσμημένη». Την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα με λατρεία, χωρίς βιασύνη, ενώ από πάνω τους μωρά νυχτερίδες εκπαιδεύονταν για τις νυχτερινές του πτήσεις και μια αχτίδα του φεγγαριού εξηγούσε στις αδερφές της πως έχει μια επείγουσα δουλειά κάτω στη γη. Να τυλίξει σφιχτά και για πάντα ένα νεαρό ζευγάρι, έναν κούρο και μια κόρη, έτσι που να μη χωρίσουν ποτέ και να είναι καλότυχοι και αθώοι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή