Η εποχή μας δεν παράγει οράματα

Η εποχή μας δεν παράγει οράματα

6' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα χάρτινα κιβώτια έξω από το διαμέρισμα κλείνουν σχεδόν την είσοδο. Με τάξη, αριθμημένα και πάνω τους γραμμένους τους προορισμούς, φτάνουν σχεδόν ώς το ταβάνι. «Είναι τα βιβλία του Μάριου» δικαιολογείται λίγη ώρα αργότερα η Κάτια Δανδουλάκη. «Είναι και στο κάτω διαμέρισμα που νοικιάζαμε. Πενήντα χιλιάδες τίτλοι, έπρεπε κάπου να δοθούν».

Σε αυτό το κλίμα της μετακόμισης αλλά και όσων συνέβησαν εκείνη την ημέρα με την επίθεση του εκπροσώπου Τύπου της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη κατά της Λιάνας Κανέλλη και της Ρένας Δούρου, η ατμόσφαιρα είναι μαγκωμένη: «Δεν μπορώ να πιστέψω όσα συμβαίνουν γύρω μας. Δεν μου αρέσει η εποχή».

Παιδί της πόλης, σκοντάφτει κάθε μέρα στις αλλαγές της, στη διαδρομή από τη σιωπηλή πια οδό Λυκαβηττού ώς τη δύσκολη Αγίου Μελετίου που είναι το θέατρό της. Από το 1995 σε αυτή τη γωνιά δίπλα στην Πατησίων ακούει όλο και λιγότερα ελληνικά. «Είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να ζήσουμε και να καταλάβουμε τι πρέπει να αλλάξουμε. Δεν είναι όλοι εγκληματίες. Κι αυτοί έφυγαν από μάνες και γυναίκες. Μόνο που κανείς αρμόδιος δεν έπαιρνε μέτρα όσο διογκωνόταν δίπλα μας το πρόβλημα. Μας ένοιαζε μόνο πώς να βγάλουμε κι άλλα χρήματα. Κάποιοι έβγαλαν πολλά. Αλλά αντί να σκεφτούν πώς θα επανορθώσουν, τώρα παίρνουν ακόμη και τα φάρμακα των 80ρηδων και 90ρηδων, τιμωρώντας τους γιατί εργάστηκαν με συνέπεια. Μια απαξίωση που σκοτώνει».

Χωρίς κάθαρση

Δεν είναι απαισιοδοξία αυτό που αισθάνεται. «Νιώθω προδομένη, όπως όλοι. Μόνο που δεν υπάρχει κάθαρση γιατί τότε ο Ελληνας βρίσκει τρόπους να σηκωθεί και να σταθεί». Και μέσα σε αυτό το βαρύ κλίμα, φορτωμένο και με τις άλλες επιθέσεις της ημέρας, έπρεπε να μιλήσει για το «Να ζει κανείς ή να μη ζει»; Την κωμωδία του Nick Whitby που γνωρίσαμε στον κινηματογράφο από τον Μελ Μπρουκς και στο θεάτρό της ανέβηκε τον χειμώνα σε απόδοση – σκηνοθεσία των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα, με μουσικές και στίχους της Αφροδίτης Μάνου. Τώρα παίρνει τον δρόμο της περιοδείας, με τον Χρηστο Χατζηπαναγιώτη να ενισχύει την ομάδα, αρχίζοντας (27 του μηνός) από το Ρωμαϊκό Ωδείο στην Πάτρα.

«Ο κόσμος ξαλαφρώνει με τη συγκίνηση, το γέλιο και όταν κάτι τον συνεπάρει γιατί έχει πολιτικό ή κοινωνικό μήνυμα. Η αδιαφορία του κοινού πρέπει να μας ανησυχεί». Το ελληνικό κοινό είναι -όπως λέει- ταλαιπωρημένο από όλες τις πλευρές. «Είναι ένα κοινό προδομένο και ένας λαός που αναζητάει την ταυτότητά του. Είμαστε μια ράτσα ευλογημένη που δυστυχώς δεν έμαθε να συνεργάζεται. Προσέξτε σε μια λ.χ. αμερικανική ταινία πόσοι συνεργάζονται και κοιτάξτε και στην Ελλάδα. Εδώ ο παραγωγός είναι ο σκηνοθέτης, γράφει το σενάριο και κάνει ό,τι άλλο μπορεί. Στη θεατρική τέχνη τη συνεργασία την κατάφερε μόνο ο Κουν. Οταν έφυγε τελείωσε κι αυτό. Στη δημοκρατία όταν υπάρχει άνισο επίπεδο χρειάζεται κάποιος που να έχει ένα λαμπερό όραμα για να τραβήξει τους υπόλοιπους. Οταν δεν υπάρχει αυτό ο καθένας θέλει να είναι αφέντης του εαυτό του. Δεν συμβαίνει μόνο στον χώρο του θεάτρου. Μας χαρακτηρίζει γενικότερα. Αυτό έφερε παντού την αποδόμηση».

Στον χώρο του θεάτρου παραδέχεται ότι γίνονται «πολλά μικρά», αλλά «τίποτε μεγάλο». «Επικαιρικά έργα για ένα μήνα ή ακόμη και λίγες ημέρες. Οι παραγωγές των επτά μηνών είναι παρελθόν και στο εξωτερικό. Σύντομα θα ανεβάζουμε παραστάσεις της μιας ημέρας, όπως στο Λονδίνο. Η εποχή μας δεν παράγει μεγέθη ούτε οράματα. Τίποτα δεν μπορεί να χτιστεί, γιατί κάθε μέρα το καλύτερο γιαούρτι ξεπερνά το προηγούμενο».

«Νεολαγνεία»

Δεν αρνείται ότι κάτι νέο θα γεννηθεί, είναι σαφής όμως ότι «δεν είμαι φαν του καινούργιου». Ενοχλείται με τη «νεολαγνεία» της εποχής. «Δεν διασκεδάζω με όσα αγαπάνε. Αγοράζω μετά μανίας λογοτεχνία, ποίηση, βλέπω κάθε καινούργια ταινία, αλλά δεν κατανοώ τον τρόπο. Ισως έχω γεράσει. Μέρος της ζωής είναι κι αυτό».

Η αλήθεια είναι πως δίπλα στον Μάριο Πλωρίτη έκανε παρέα με ξεχωριστές προσωπικότητες. Οδυσσέας Ελύτης, Μάνος Χατζιδάκις, Γιάννης Τσαρούχης, Ζυλ Ντασσέν, Μελίνα Μερκούρη, Μιχάλης Κακογιάννης, Μίνως Βολανάκης… «Αυτό που με ενοχλεί σε πολλούς νέους είναι πόσο γρήγορα ξεθυμαίνει το ενδιαφέρον τους. Πάνε στη Φιλοσοφική, δοκιμάζουν και τη δραματική, ύστερα τα παρατάνε για να γίνουν ζωγράφοι, μετά φεύγουν στην Αγγλία για κάτι άλλο, επιστρέφουν στα ίδια και τελικά τα εγκαταλείπουν για να πάνε στην Αυστραλία. Ξεκινούν με εφόδια, αλλά όχι με το ίδιο τάμα».

Πολυτέλεια οι ιδεολογίες

Η Κάτια Δανδουλάκη κατανοεί την ανάγκη της φυγής. «Πώς να τους κρατήσεις εδώ; Είμαστε μια ευλογημένη χώρα, αλλά έχουμε μια κατάρα πάνω μας. Αλλωστε, η γενιά μας κατέστρεψε τους σημερινούς νέους». Αυτά σκέφτεται, όσα έζησε, την ξεγνοιασιά εκείνων των χρόνων, αλλά και όσα συμβαίνουν γύρω της, «τα αγέλαστα πρόσωπα της πόλης, τα λουκέτα που απεικονίζουν τις ψυχές των ανθρώπων».

Ολα αυτά την κάνουν να θυμάμαι όλο πιο συχνά τα λόγια της μητέρας της όταν πρωτοξεκινούσε: «Παιδί μου, πολλά ψυχολογικά προβλήματα έχετε εσείς, εμείς δεν προλαβαίναμε να έχουμε τέτοια γιατί ζήσαμε πολέμους». Νομίζω πως επιστρέφουμε στην εποχή της με έναν άλλο τρόπο. Σήμερα η αναζήτηση νέας ιδεολογίας είναι πολυτέλεια. Προηγείται η αναζήτηση εργασίας. Ακούω παντού τις ίδιες κουβέντες: «Βρήκες δουλειά;», «ε, μη μιλάς για τα λεφτά, τουλάχιστον επιβιώνεις».

Ποιο θα είναι το μέλλον στον δικό της χώρο; «Θα επιβιώσουμε με αυτοδύναμες συνεργατικές δουλειές. Θα μοιραζόμαστε όλοι το ρίσκο μιας επιχείρησης». Η ίδια, βέβαια, από το 1979 το ανέλαβε ως παραγωγός και όσοι συνεργάστηκαν μαζί της έχουν να το λένε: «Ποτέ δεν χρωστούσε σε εργαζόμενο».

Εμαθα να μη σνομπάρω

Στο ενοίκιο πάντα, πριν και μετά τον Μάριο Πλωρίτη νιώθει ευτυχής που έκανε τα όνειρά της πράξη. Κι ενώ το θέατρο την αντάμειψε αλλά και τη «δάγκωσε», η τηλεόραση «μου έδωσε δώρα επιτυχιών». Από το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη μέχρι τους «Πανθέους» του Τ. Αθανασιάδη και τη «Λάμψη» του Νίκου Φώσκολου. Μόνο που ο ρόλος της Βίρνας μοιάζει περισσότερο να τη στιγμάτισε. «Λοιπόν, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι», διαφωνεί αποφασιστικά: «Δεν το έκανα για τα χρήματα, αλλά γιατί το ήθελα. Πίστευα στην καθημερινή σειρά, την υπερασπίστηκα όπως και τις άλλες που ακολούθησαν. (Και ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, Λένη, Βέρα στο δεξί, Η ζωή της άλλης.) Δεν έκανα ποτέ τηλεόραση για να μου δώσει λεφτά, αλλά γιατί με ενδιέφερε κι αυτό. Ηταν παράσημό μου! Οσο μου αρέσει να παίζω Τσέχοφ, Στρίντμπεργκ, Γκολντόνι μου αρέσει και το μπουλβάρ και η σαπουνόπερα που έκανα. Το να σνομπάρεις τα είδη κρύβει μια χωριατιά. Δεν καταλαβαίνω γιατί απαξιώνουμε το καμπαρέ, τη λαϊκή ελληνική κωμωδία, την επιθεώρηση ή τις παλιές ελληνικές ταινίες».

Στο Αμερικάνικο Κολέγιο, όπως και στο σπίτι της, μεγάλωσε -λέει- με ανοιχτές ιδέες, όπως και στο London School of Dramatic Art που σπούδασε μετά το Θέατρο Τέχνης. «Είδα από μικρή τον Λόρενς Ολίβιε από τη μια να διαφημίζει τροφή για γάτες και από την άλλη να ερμηνεύει συγκλονιστικά τον Οθέλο. Εμαθα να μη σνομπάρω τα είδη. Κάποιοι ενοχλήθηκαν γιατί είπα πως πέρυσι χάζευα ένα τούρκικο σίριαλ. Ή ότι μου αρέσει το «Dancing with the stars». Δεν κρύβομαι: τρέχοντας θα πήγαινα». «Ακόμη κι αν ζούσε ο Μάριος Πλωρίτης;», τη ρωτάω. «Μα ζούσε όταν έκανα σαπουνόπερα. Δεν χάνεις την αξία σου δουλεύοντας. Ποιότητα δεν είναι το καθώς πρέπει».

Η ζωή μου έδωσε και της έδωσα μεγάλη αγάπη

Από τεσσάρων χρόνων, όταν ήρθε από τη Θεσσαλονίκη με τους γονείς της, έβλεπε θέατρο. Κατίνα Παξινού, Ελλη Λαμπέτη, Ελένη Χατζηαργύρη, Αλέξης Μινωτής, Κάρολος Κουν μέχρι Βασίλης Λογοθετίδης και επιθεωρήσεις. Μοναχοπαίδι, με μητέρα εκπαιδευτικό και πατέρα τελωνειακό, δεν της χαλούσαν χατίρια. Οσοι τη γνωρίζουν μιλούν για την αφοσίωσή της. Στάθηκε στις περιπέτειες υγείας τους όσο και στον σύζυγό της Μάριο Πλωρίτη. «Δοσμένη» συμφωνούν όλοι. «Οταν έφυγε ο Μάριος, ένιωσα να χάνομαι. Εχανα την ψυχή μου και τις αναφορές μου. Ενα απλό τηλεφώνημα ότι «έφτασα στο θέατρο, μην ανησυχείς».

Συνειδητοποίησα όμως ότι η ζωή μου έδωσε και της έδωσα μεγάλη αγάπη και θα ήμουν αχάριστη να την τελειώσω με αγνωμοσύνη».

Κάποιοι μου είπαν ότι είναι «καταπληκτική μίμος» η Δανδουλάκη και «τρομερή στα αστεία». Φίνα, ευγενική και απόμακρη όπως κάθεται απέναντί μου δεν δίνει αυτή την εντύπωση. «Από μικρή ήμουν διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας απ’ ό,τι έδειχνα. Ρομαντική κι απρόσιτη έλεγαν πολλοί, όμως λάτρευα το χιούμορ και τις πλάκες. Στην τάξη, κανείς δεν πίστευε ότι η πρόεδρος ήταν πίσω από τις αναμπουμπούλες. Στο θέατρο, είδα ότι όλοι οι κωμικοί ήταν κατηφείς. Ενας μόνο είναι η χαρά της ζωής: ο Κώστας Βουτσάς».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή