Με οδηγό τη νηφαλιότητα και την κριτική

Με οδηγό τη νηφαλιότητα και την κριτική

6' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι το μακροβιότερο λογοτεχνικό περιοδικό της χώρας. Ο λόγος για τη «Νέα Εστία», η οποία, σε μια εποχή κατά την οποία τα βιβλιοφιλικά, λογοτεχνικά έντυπα της χώρας δοκιμάζονται σκληρά για να επιβιώσουν, δίνει και εκείνη τον δικό της αγώνα. Εναν αγώνα που θα συνεχιστεί με νέα διεύθυνση όμως. Η είδηση της παραίτησης του επί δεκατέσσερα συναπτά, και κυρίως δημιουργικά, έτη του διευθυντή της, Σταύρου Ζουμπουλάκη, έπεσε εν μέσω καλοκαιριού σαν βόμβα στον χώρο του βιβλίου και αρχικά πολλοί ανησύχησαν. Ωστόσο, καταπώς φαίνεται, η «Νέα Εστία» απλώς αλλάζει χέρια στο τιμόνι και τα καλά νέα είναι ότι τη θέση του διευθυντή αναλαμβάνει ο ιστορικός Νίκος Καραπιδάκης.

Ολιστικός διανοούμενος

Καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο με γνωστικό αντικείμενο την ιστορία της μεσαιωνικής Δύσης και της μεταφοράς δυτικών θεσμών στην Ανατολική Μεσόγειο, διευθυντής της πολύ καλής σειράς «Ιστορία και Πολιτική» στον εκδοτικό οίκο της Εστίας, πρόεδρος της εφορείας των Γενικών Αρχείων του Κράτους από τον Νοέμβριο του 2010, ο Ν. Καραπιδάκης είναι ένας «ολιστικός διανοούμενος» (υπό αυτή την έννοια συνεχίζει την παράδοση του Σταύρου Ζουμπουλάκη), και ξεκινάει με κέφι και αποφασιστικότητα τα νέα του καθήκοντα, παρά τις γενικές και ειδικές δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει. Τουλάχιστον, αυτή η εντύπωση μας δόθηκε όταν τον συναντήσαμε στο κέντρο της Αθήνας, προκειμένου να μας μιλήσει για τη νέα αυτή περιπέτεια που απλώνεται μπροστά του.

Οπως μας είπε, η πρόταση για την ανάληψη της διεύθυνσης της «Νέας Εστίας», έγινε από τον ίδιο τον Σταύρο Ζουμπουλάκη. «Επειτα από δεκατέσσερα χρόνια, ο Σταύρος ο Ζουμπουλάκης αποφάσισε να αποχωρήσει από το περιοδικό και μου πρότεινε να τον διαδεχθώ στη διεύθυνση. Ημουν στην Κύπρο όταν έγινε η πρόταση (σ. σ. ο Ν. Καραπιδάκης είναι από το 2009 συνεργάτης του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, στο ερευνητικό πρόγραμμα «Εγγραφα του βενετικού προξενείου Κύπρου τον 18ο αιώνα»). Ζήτησα λίγο χρόνο για να το σκεφθώ, πολύ σύντομα όμως αποφάσισα να πω ναι. Εξάλλου, έχω και μια σχέση χρόνων με τον εκδοτικό οίκο της Εστίας, ως υπεύθυνος της σειράς «Ιστορία και πολιτική», συνεπώς, αισθάνομαι ότι κινούμαι σε οικείους χώρους. Σκέφθηκα επίσης ότι πρόκειται για ένα από τα πλέον ιστορικά περιοδικά που έχουμε και το οποίο μάλιστα επέζησε πολλών περιπετειών της χώρας αλλά και ιδεολογικών συγκρούσεων. Η «Νέα Εστία» υποτίθεται ότι κινήθηκε στον λεγόμενο συντηρητικό χώρο αλλά θα ήταν άδικο να το περιορίσουμε εκεί. Και ένα τέτοιο θέμα σηκώνει πολλή συζήτηση, έτσι κι αλλιώς. Καλό θα είναι να μη χρησιμοποιούμε αβασάνιστα τους όρους «συντηρητικός» και «προοδευτικός». Κάποια πράγματα ξεκίνησαν προοδευτικά μα στην πορεία έγιναν συντηρητικά, για παράδειγμα. Η «Νέα Εστία» ειδικότερα, διατήρησε σε όλη της την πορεία μια νηφαλιότητα και έτσι άντεξε στον χρόνο».

Μεγάλα ονόματα

Η ιστορία της «Νέας Εστίας» ξεκινάει μέσα στη δεκαετία του ’20. Τα ονόματα που πέρασαν από το τιμόνι της και από τις σελίδες της γενικότερα, βαριά, ηχηρά. Πρώτος της διευθυντής ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1927-1932). Στη συνέχεια, η διεύθυνση μοιράστηκε ανάμεσα στον Ξενόπουλο και τον λογοτέχνη και κριτικό Πέτρο Χάρη (1933-1934). Ο τελευταίος ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη διεύθυνση το 1935 και ήταν ο μακροβιότερος διευθυντής της. Το 1987 ανέλαβε τα ηνία ο κριτικός και μελετητής Ευάγγελος Ν. Μόσχος (1988-1998). Από το 1998 έως το 2012 ανέλαβε ο Στ. Ζουμπουλάκης και σύμφωνα με τον Ν. Καραπιδάκη, η «Νέα Εστία» στην πιο σύγχρονή της εποχή θα μπορούσε να ιδωθεί «πριν και μετά τον Σταύρο Ζουμπουλάκη. Ο Σταύρος ανανέωσε σημαντικά το περιοδικό: το άνοιξε στον στοχασμό και ειδικά στον νηφάλιο στοχασμό. Ο ίδιος ο Στ. Ζουμπουλάκης έχει κινηθεί σε πολλούς διανοητικούς κόσμους, μελέτησε την παράδοση, τη θρησκευτική και την εκκλησιαστική, χωρίς υπερβολές, την ίδια στιγμή που ιδεολογικά προερχόταν από την Αριστερά. Εφερε λοιπόν το περιοδικό στο σήμερα, βγάζοντάς το από ένα είδος φιλολογικής κλεισούρας. Εθιξε ζητήματα ρατσισμού, θεολογίας, ψυχανάλυσης, αντισημιτισμού κ. ά. Ανανέωσε επίσης τις στήλες της κριτικής του βιβλίου, του θεάτρου κτλ. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης έφερε πολλά πράγματα στο περιοδικό, ίσως και αξεπέραστα. Μένει να το δούμε αυτό. Ολ’ αυτά όμως με ενδιέφεραν. Ηταν μια πρόκληση. Οπως είπα, έχω εδώ και χρόνια μια συνεργασία με την Εστία ως εκδοτικό οίκο, ενώ και με τον Σταύρο αλλά και με την εκδότρια Εύα Καραϊτίδη έχουμε διαμορφώσει έναν κοινό τύπο κουλτούρας, ο οποίος συνοψίζεται σε δύο λέξεις: νηφαλιότητα και κριτική. Τίποτα δεν απορρίπτεται εκ των προτέρων, αλλά δεν υπάρχει και κάτι για το οποίο θα αγωνιζόμουν φανατικά, χωρίς προηγουμένως να μην το εξετάσω αυστηρά. Μια τέτοια αντίληψη θέλω να περάσω στο περιοδικό, στη νέα του εποχή».

Η δυναμική της επαρχίας

Αναφέρω στον νέο διευθυντή της «Νέας Εστίας» μία απορία που μου μεταφέρθηκε: αν τώρα, με τον Καραπιδάκη, το περιοδικό θα αποκτήσει ένα πιο… επτανησιακό χρώμα, αν η Ιστορία, και ειδικά ο Μεσαίωνας, θα αποτελέσουν θεματικές αναφορές στο έντυπο. Ο Ν. Καραπιδάκης χαμογελάει. «Σωστά είναι αυτά. Θα πρόσθετα επίσης: το περιοδικό θα ρίξει το βάρος του και προς την επαρχία. Λόγω δουλειάς (Κέρκυρα), λόγω καταγωγής (Κρήτη) και από την ενασχόλησή μου με τα Αρχεία του Κράτους, όπου είχα μια εμπλοκή με όλη τη χώρα, τυγχάνει να ξέρω την ελληνική περιφέρεια. Γνωρίζω καλά την επτανησιακή περιφέρεια, όπως και την κρητική, και λατρεύω την τοπική ιστορία. Είμαι παιδί της επαρχίας, της περιφέρειας, και φέρω τις εμπειρίες και τις μνήμες του κόσμου της. Δηλαδή, όταν θέλουμε κάτι να χαρακτηρίσουμε με περιφρόνηση το λέμε «επαρχιώτικο», ωστόσο στην επαρχία υπάρχουν δυνάμεις που δεν τις υποψιαζόμαστε, έξω από τον μικρό μας αθηναϊκό κύκλο, με τις οποίες θέλω να συνομιλήσω ακόμα περισσότερο απ’ όσο ήδη συνομιλώ μαζί τους».

Τριμηνιαία πλέον

Για το τέλος, αφήσαμε μια πρακτική αλλά σημαντική λεπτομέρεια: υπό τη νέα της διεύθυνση, η «Νέα Εστία» δεν θα είναι πλέον μηνιαία αλλά τριμηνιαία. Θα κυκλοφορεί τέσσερις φορές τον χρόνο, κάθε τεύχος θα έχει μεγαλύτερο όγκο, με πιο «ανεπτυγμένα, μεγάλα αφιερώματα. Φυσικά, αυτό στο ένα μέρος του. Το υπόλοιπο θα είναι αφιερωμένο στη λογοτεχνία και την κριτική», καταλήγει ο Νίκος Καραπιδάκης.

Η εξειδίκευση σκοτώνει την κουλτούρα

Κατά τον Νίκο Καραπιδάκη, «η λογοτεχνία είναι η βασιλική οδός του αναστοχασμού ειδικά σε μια περίοδο κρίσης, γι’ αυτό και θα συνεχίσει να έχει βαρύνοντα ρόλο στο περιοδικό. Δεν θα μείνουμε στην Ιστορία. Θα συνδυάσουμε πράγματα. Είναι κάτι που με ελκύει αυτό, ο συνδυασμός λογοτεχνικού και δοκιμιακού, κριτικού λόγου, ιστορικής αφήγησης, είναι κάτι που το θεωρώ και απαραίτητο. Αυτά έχουν ξαναγίνει στη «Νέα Εστία» βέβαια, αλλά θα τα φρεσκάρουμε κάτω από τα νέα δεδομένα πλέον. Να μην έχουμε την Ιστορία που συζητά τη μεθοδολογία της μόνον. Χάνει τους χυμούς της έτσι, ενώ η Ιστορία είναι και αυτή προϊόν διανόησης. Αυτό τον αναστοχασμό τον κάνει συνήθως πρώτη η λογοτεχνία, η Ιστορία ακολουθεί. Μην ξεχνάμε ότι τις μεσαιωνικές σπουδές στην Ευρώπη τις ανανέωσε το μεγάλο μυθιστόρημα του δεκάτου ενάτου αιώνα, ο Ουγκό, ο Σκοτ κ. ά.

»Λείπει σήμερα θα έλεγα μια συνάντηση, μια επικοινωνία λογοτεχνίας, ιστορίας, στοχασμού, γλωσσολογίας όπως είχε γίνει και στη γενιά του 30 -ένα ουσιώδες ανανεωτικό ρεύμα, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με τα συμπεράσματά της. Τα τελευταία χρόνια, αυτός ο διάλογος έλειψε. Επικράτησε η εξειδίκευση και έπεσαν οι γέφυρες, οι κλάδοι αυτονομήθηκαν και αποκόπηκαν ο ένας από τον άλλο. Επήλθε ένα είδος στεγανοποίησης των ειδικοτήτων Η εξειδίκευση εξυπηρετεί κάποιες λειτουργίες, αλλά σκοτώνει την κουλτούρα. Μια κοινωνία χωρίς επικοινωνία διανοητικών πεδίων γίνεται άγονη, οδηγεί σε πνευματική πενία. Δείτε τον πολιτικό λόγο σήμερα: στην καλύτερη περίπτωση είναι τεχνοκρατικός, στη χειρότερη αυτοαναφορικός. Συγκρίνετε τον πολιτικό λόγο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ή του Ηλία Ηλιού με λόγους σύγχρονων πολιτικών από όλες τις πλευρές· δεν υπάρχει σύγκριση. Είναι σαν να μεσολαβεί μια έρημος. Το πρόβλημα της παιδείας είναι φυσικά τεράστιο και πολύπλευρο, δεν θα το λύσουμε τώρα, και σίγουρα δεν θα το λύσει η «Νέα Εστία», αλλά πρέπει να ξανασυζητήσουμε τις «παιδείες», τις «πειθαρχίες», όπως λένε ορισμένοι. Χωρίς αυτό δεν επικοινωνούμε ούτε με την Ευρώπη, μια κοινωνία με πολυπολιτισμική και πολυπειθαρχική κουλτούρα. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, έχουν τις λεγόμενες «ανθρωπιστικές σπουδές». Σημασιολογικά δεν διαχωρίζεται η φιλολογία από την ιστορία, τη φιλοσοφία κτλ. Ο κόσμος μας σήμερα είναι συνδυαστικός, δεν ισχύουν οι παλαιές κατηγοριοποιήσεις και κατατάξεις».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή