Ελεγχος και κυριότητα των νερών τον 17ο αιώνα

Ελεγχος και κυριότητα των νερών τον 17ο αιώνα

3' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πινδαρικό «άριστον ύδωρ» συνέλκει όλα τα «εσωτερικά νερά»: τις πηγές που «άνω ποταμών χωρούσι», τα ποτάμια και τους παραποτάμους, τις νεροσυρμές, τις λίμνες, τα νερά που αναβλύζουν, τα πηγάδια, ακόμη και τους λόμπους και τις στέρνες που τροφοδοτεί η βροχή, η υδροφόρος ζώνη που την εξαντλεί η αλόγιστη καλλιέργεια του βαμβακιού.

Δεν θ’ αναλωθεί επίσης τούτο το βραχύ σημείωμα κάνοντας λόγο για τις υδραυλικές (όσο υπήρξαν) οικονομίες, αλλά για τις ταπεινότερες, τις αρδευτικές: τις αρδευτικές καλλιέργειες, όπως τις γνώρισε μακραίωνα ο τόπος μας, τα ποτιστικά νερά.

Ας θυμηθούμε ότι τα εσωτερικά νερά έχουν στοιχειώσει τον τόπο και τα πλάσματά του: τα νερά σε όλες τις επιχωριάζουσες γλωσσικές μορφές τους – στα ελληνικά, στα σλάβικα, στα τούρκικα, στα ιταλικά, λόγου χάρη Μυλοπόταμος, Βοδενά, Φοντάνα, Καρά Σου και τόσα άλλα. Οι λέξεις με πρώτο ή δεύτερο συνθετικό το νερό είναι άπειρες.

Τα ποτιστικά νερά τα διαχειρίζονταν κατανέμοντάς τα στις καλλιέργειες με βάση τον χρόνο: έκοβαν το νερό των ρυακιών ώστε να κατανεμηθεί στα αυλάκια των αρδευόμενων κτημάτων. Ενα λατινόγλωσσο βενετικό κείμενο του τέλους του 17ου αιώνα, αναφερόμενο στο Λιλάντιο Πεδίο της Εύβοιας, μνημονεύει τον «ποτάμαρχο» που έργο του ήταν να μοιράζει τα ποτιστικά νερά. Στην Αθήνα τον έλεγαν «ποταμάρχη». Συνήθως τη δουλειά αυτή την έκαναν οι δραγάτες. Υπήρχε λοιπόν έλεγχος των ποτιστικών νερών, όχι όμως κυριότητα, έλεγχος κοινοτικός.

Ας τονιστεί επιπλέον ότι ο ελλαδικός χώρος είχε υψηλό ποσοστό αρδευόμενων καλλιεργειών σε σχέση με τις ξερικές. Στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, ο τουρκικός πληθυσμός (υποδεέστερος του ελληνικού) έλεγχε το μέγιστο των αρδευόμενων γαιών, ιδίως στην Πελοπόννησο: αυτές τις τουρκικές αγροτικές κτήσεις τις καλλιεργούσαν και οι χριστιανοί ως αγρολήπτες.

Κοινό αγαθό το νερό, δεν το ιδιοποιείται ο χρήστης: το διαχειρίζεται ως κρατική ή τοπική εξουσία, ως κοινοτική συλλογικότητα. Μεγάλα έργα, όπως τα υδραγωγεία, βρίσκουν στην κατώτερη κλίμακα άλλα ταπεινότερα, τις σούδες και τα αυλάκια. Ο δαμασμός των νερών γίνεται έργο ευποιίας και προσφοράς από το άτομο στο σύνολο. Το ίδιο συμβαίνει και με τις γέφυρες.

Υπάρχει ωστόσο και η ατομικότερη διαχείριση του ποτιστικού νερού: είναι το μαγκανοπήγαδο, η ευφυής εκείνη κατασκευή με τα μικρά δοχεία γύρω στον τροχό που τον κινεί το άλογο γυρίζοντας γύρω στο πηγάδι. Το νερό διοχετεύεται σε αυλάκια κι έτσι ποτίζεται το αγρόκτημα. Ποιος ελέγχει την πηγή του νερού που τροφοδοτεί τα ποτάμια («άνω ποταμών χωρούσιν ιεραί παγαί»); Θα ήταν πολύ μακρύς ο λόγος αν κανείς μιλούσε για τη μαγεία των νερών: νερά καθρέφτες, όπου θαυμάζει την ομορφιά του ο Νάρκισσος, το αθάνατο νερό, νερό πολύτιμο που ο φιλάργυρος δεν το δίνει ούτε στον άγγελό του. Ακόμη, νερά που αναπαρασταίνει η ζωγραφική, αλλά και η μουσική, όπως εκείνος ο «Μολδάβας» του Σμέτανα. Νερό της στέρησης (θα πούμε το νερό νεράκι), νερό της δίψας και του καμάτου: «άριστον ύδωρ», που από διαχειριζόμενο έγινε εμπόρευμα.

Το κοινό αγαθό δεν μπορεί να το ιδιοποιηθεί παρά το πνεύμα του Κακού: ο Δράκοντας που κρατά την πηγή και ζητάει το εξιλαστήριο ετήσιο θύμα. Ο μύθος είναι παμπάλαιος. Τον κακό κλειδοκράτορα της πηγής τον σκότωσε στη Λιβύη ο Αγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος.

Δεν ανήκει η δρακοντοκτονία στον βίο, αλλά στις παραδόσεις αυτού του χριστιανού στρατιώτη που μαρτύρησε τον τέταρτο μ. Χ. αιώνα: σκοτώνει τον Δράκοντα και απελευθερώνει την πηγή, τη νερομάνα.

Τα νερά τώρα γίνονται καθαροφλοίσβιβα, δροσότατα και κρύα, που μέσα αναγαλιάζετο η ασύγκριτη ομορφία·.

Ωστόσο το άριστον ύδωρ δεν είναι πάντα φιλικό στους ανθρώπους: πλημμυρίζει, κι άλλοτε γίνεται στεκούμενο και αρρωστημένο. Το ποτάμι γίνεται ένα αδιαπέραστο σύνορο που για να το περάσεις, θα πρέπει να στήσεις γέφυρα και να θυσιάσεις την όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα ή κάποιου, προφανώς μια χήρα, έναν διαβάτη. Αλλοτε το πετροβολάς και του ζητάς να στρέψει πίσω, όπως του Κίτσου η μάνα που ήθελε να περάσει αντίπερα στα κλέφτικα λημέρια.

Αλλά, ας θυμηθούμε ταπεινότερα πράγματα: τον μπότη (ή νεμπότι), το πήλινο δοχείο χωρίς επίστρωση που από τους ιδρωμένους πόρους του κράταγε δροσερό το νερό: κάτι αντίστοιχο με τον αμφορέα, με τον οποίο μετριόταν η χωρητικότητα των πλοίων. Κι ας μη λησμονούμε το ταπεινό ανθογυάλι με τα μυρωδικά λουλούδια: «μανουσάκια στο ποτήρι / μπάλσαμο στο παραθύρι».

*Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή