Το σινεμά ανθεί σε μικρό μήκος

Το σινεμά ανθεί σε μικρό μήκος

5' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τρεις σκηνοθέτες, τρεις κόσμοι. Ηχοι από διαφορετικές ζωές. Από το Λονδίνο στον Αγιο Παντελεήμονα, από ένα λιβάδι της Βόρειας Αγγλίας, στο χιονισμένο Ελατοχώρι Πιερίας. Κάπου ενδιάμεσα, το κέντρο της Αθήνας της κρίσης, το κτίριο μιας τράπεζας, δυο υπάλληλοι, υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Τρεις μικρού μήκους ταινίες που διασταυρώθηκαν στο Ελληνικό και Διεθνές Φεστιβάλ της Δράμας και βραβεύθηκαν.

Ο Νεριτάν Ζιντζιρία για το «Χαμομήλι», ο Αλέξανδρος Χαντζής για το «Τσέλσι – Μπαρτσελόνα» και ο Ολιβερ Κριμπάς για το «Ghost in the machine». Οι δύο πρώτοι συναντήθηκαν στην τελετή απονομής, το περασμένο Σάββατο, στο Δημοτικό Ωδείο Δράμας. Ο τρίτος δεν μπόρεσε να έρθει στην Ελλάδα, ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Οι δύο πρώτοι είναι αυτοδίδακτοι στον κινηματογράφο. Ο τρίτος σπούδασε στο Μπρίστολ και στο Boston University, έχει ήδη σκηνοθετήσει διαφημιστικά βίντεο και τρεις ακόμη μικρού μήκους ταινίες.

Διαφορετικές ηλικίες, καταβολές και διαδρομές, που αποτυπώνονται στη θεματολογία και στο βλέμμα τους. Αλλά όπως λέει και ο Ν. Ζιντζιρία, «ο καθένας κάνει το δικό του σινεμά και ευτυχώς που είναι έτσι».

Η κωμωδία αργεί

Ο Αλέξανδρος Χαντζής γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1985. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πώς έμαθε σινεμά; Δουλεύοντας, στο γύρισμα. Κοντά στον Σύλλα Τζουμέρκα, που τον εμψύχωσε να συνεχίσει. Το σενάριο του «Τσέλσι – Μπαρτσελόνα» (Αργυρός Διόνυσος, βραβεία σεναρίου και ερμηνείας – στον Μ. Παπαδημητρίου) ξεκίνησε από μια προσωπική εμπειρία. «Ηταν εν μέρει αυτό που συνέβη σε μένα παρακολουθώντας τον αγώνα. Ημουν με την Τσέλσι. Τα «πήρα» πολύ άσχημα και άρχισα να βαράω τα αντικείμενα δεξιά και αριστερά. Το συζήτησα μετά με τους φίλους μου και κατέληξα ότι οφειλόταν στη μεγάλη πίεση που ένιωθα εκείνη την εποχή. Χρωστούσα μαθήματα στη σχολή, παράλληλα χώριζα από μια σχέση, με στήριζαν οι γονείς μου οικονομικά. «Δέθηκα» πολύ με την Τσέλσι. Αν ήμουν στο γήπεδο δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσα. Κάπως έτσι άρχισα να σκέφτομαι και τις συμπεριφορές των ανθρώπων στα γήπεδα. Μπορεί στην περίπτωσή τους να μην είναι τα μαθήματα, αλλά διαφορετικά προβλήματα».

Οπως και οι ήρωές του. Δύο νέοι τραπεζοϋπάλληλοι (Μάκης Παπαδημητρίου, Απόστολος Τότσικας) δίνουν ραντεβού το βράδυ στο σπίτι του πρώτου για να παρακολουθήσουν τον αγώνα. Ο οικοδεσπότης ζει υπό μεγάλη πίεση. Αν και είναι «το καλύτερο παιδί, ο καλύτερος υπάλληλος», βρίσκεται σε απόλυτο οικονομικό αδιέξοδο. Δεν μπορεί να πάρει δάνειο, τον πιέζουν λογαριασμοί και υποχρεώσεις. Καθώς η ένταση του αγώνα ανεβαίνει, παίρνει, με παθητικό θυμό, το μπουκάλι της μπίρας και το σπάει στο κεφάλι του φίλου του… Στο ματωμένο και έκπληκτο πρόσωπό του εστιάζεται το τελευταίο πλάνο.

Παρά τα βραβεία και την αποδοχή που είχε η ταινία του στο Δράμα, ο Αλέξ. Χαντζής δεν τρέφει ψευδαισθήσεις: «Ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος, ξέρεις ότι μία ταινία δεν σημαίνει καριέρα». Η επίγευσή του από το φετινό Φεστιβάλ Δράμας; «Πάρα πολλές ταινίες. Λίγοι ξένοι. Πολλά τεχνικά προβλήματα στις προβολές». Το σχόλιό του; «Η δημιουργία καθορίζεται από τη συνθήκη ζωής. Θα αργήσουμε να δούμε κωμωδία…».

Βάσανο η τραγωδία

Ο Νεριτάν Ζιντζιρία ομολογεί ότι βρίσκεται σε κλοιό δημοσιότητας μετά τη Δράμα (και τα τέσσερα συνολικά βραβεία για το «Χαμομήλι»: Χρυσός Διόνυσος, ήχου, καλύτερης ταινίας Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης, βραβείο Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών), με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στην καταγωγή του. Γεννήθηκε στα Τίρανα το 1989 και από το 1990 ζει μόνιμα στην Ελλάδα. Κάθε χρόνο ανανεώνει την άδεια παραμονής του, η οποία, όταν τελικά εκδίδεται, είναι ήδη ληγμένη. Για κάθε ταξίδι του στο εξωτερικό πρέπει να περνάει από την Αλβανία, κινδυνεύοντας να τον κρατήσουν εκεί για τη στρατιωτική θητεία του. Δεν θέλει όμως να μιλάει πολύ γι’ αυτό. Το συνήθισε κάπως, το έχει αφήσει πίσω του. Ζει στον Αγιο Παντελεήμονα από το 1998, μια «πανέμορφη περιοχή που σφύζει από ζωή». Εμαθε σινεμά στον κινηματογράφο «Τριανόν» όπου εργαζόταν η αδελφή του. Εβλεπε τα πάντα: Οζου, Ναρούζε, «έτρωγε» με βουλιμία ρώσικο, ιρανικό σινεμά. «Βλέποντας έμαθα», λέει. Θεωρεί μέντορά του, «πατρική φιγούρα», τον σκηνοθέτη Μπουγιάρ Αλιμάνι, ο οποίος τον εμπιστεύθηκε και… «μακάρι μια μέρα να αξιωθώ να γίνω μαθητής του».

Ο 23χρονος Νεριτάν είναι χείμαρρος. Δυσκολεύεσαι να κρατήσεις σημειώσεις όταν μιλάει (πλούσια και καλλιεργημένα ελληνικά). Το «Χαμομήλι» είναι η πορεία μιας ηλικιωμένης, μαυροφορεμένης, γυναίκας (την υποδύεται η Γιώτα Χατζηιωάννου, η οποία δεν είναι ηθοποιός) στο χιονισμένο βουνό, σέρνοντας τη σορό του άντρα της που έχει πλύνει με χαμομήλι και σαβανώσει. Είναι «η αίσθηση του καθήκοντος» που την οδηγεί. Κι έτσι, ενώ το μουλάρι εγκαταλείπει, μην αντέχοντας την κακουχία, εκείνη συνεχίζει. Η κάμερα απομακρύνεται μαζί με ένα αυτοκίνητο που προσπερνάει κι εκείνη απομένει μια (μαύρη) κουκκίδα στο (λευκό) τοπίο. «Προσπάθησα να τηρήσω τον σύνδεσμο με την αρχαία ελληνική τραγωδία», λέει ο σκηνοθέτης. «Στατικότητα εξωτερική, κινητικότητα εσωτερική. Με βασανίζει ο κόσμος της αρχαίας τραγωδίας. Η απλότητα, αφαίρεση και λιτότητα. Η δομή των έργων και το οντολογικό βάθος που αναδύεται». Ο Ν. Ζιντζιρία ξέρει λίγα αλβανικά, αλλά τιμά τους δεσμούς με τη γενέτειρά του. Εχει μέσα του ριζωμένα «τα στοιχεία του ηττημένου και εκδιωγμένου, που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και επαναπροσδιορισμό». Γι’ αυτό ίσως επέλεξε και το «χαμομήλι» για την τελετή της ηρωίδας του. Για τις θεραπευτικές ιδιότητές του και τις βαθιές ρίζες του στο χώμα.

Εβλεπα τη φούσκα

Ο Ολιβερ Κριμπάς είναι 43 χρόνων και ο πιο έμπειρος από τους τρεις. Γεννήθηκε στο Λονδίνο από Αγγλίδα μητέρα και Ελληνα πατέρα. Εζησε στην Ελλάδα από τα 8 έως τα 17 του. Θεωρεί τα αγγλικά μητρική του γλώσσα (αν και μιλάει θαυμάσια ελληνικά). Η Ελλάδα «τον τρελαίνει λίγο, όπως και πολλούς Ελληνες που ζουν στο εξωτερικό». «Δοκίμασα να εργαστώ στη διαφήμιση, αλλά ήταν αδύνατον. Δεν έβγαινε πέρα με τίποτα. Ηταν όλα χαοτικά», λέει. Αγαπάει όμως τη χώρα, τη θεωρεί τόπο του και νιώθει κατάθλιψη γι’ αυτά που συμβαίνουν. «Σαν να βλέπεις ένα μέλος της οικογένειάς σου να είναι άρρωστο και να μην ξέρεις πότε θα αναρρώσει. Εβλεπα εδώ και χρόνια πώς δουλεύει η Ελλάδα ως σύστημα και ως κοινωνία και περίμενα ότι θα σκόνταφτε άσχημα. Μοιραία. Ομως τώρα δεν τιμωρείται μόνο για τις αμαρτίες της, αλλά και για τις αμαρτίες των άλλων».

Ο Ολιβερ Κριμπάς έμαθε για τις διακρίσεις του «Ghost in the machine» (βραβείο Ελληνες του κόσμου – Σωκράτης Δημητριάδης, καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στην Τζέσικα Γκάνινγκ) από το μέιλ μιας φίλης του. «Ηθελα να κάνω μια πολύ κινηματογραφική ταινία, ό, τι κι αν σημαίνει αυτό», υποστηρίζει. Και το κατόρθωσε. Το «Ghost in the machine» είναι μια υψηλού επιπέδου παραγωγή. Μπορεί «να στοίχισε λιγότερο απ’ όσο φαίνεται», αλλά και ο χειρισμός του θέματος (ένα καταπιεσμένο υπέρβαρο κορίτσι, που ζει σε μια φάρμα, «ερωτοτροπεί» με τον μοναδικό της φίλο, ένα σκουριασμένο τρακτέρ 60 χρόνων, το οποίο αναλαμβάνει να την απαλλάξει από τον βάναυσο πατέρα της) προδίδει τις καταβολές και επαγγελματικές περγαμηνές του. Με χιούμορ, ρυθμό και διεισδυτικότητα, ανατέμνει όχι μόνον τον γυναικείο ψυχισμό, αλλά και τη φύση του μοναχικού ανθρώπου. Το αρχικό σενάριο ανήκει στον φίλο του Chris Coppice, ενώ διευθυντής φωτογραφίας είναι ο αναγνωρισμένος Βρετανός Robbie Ryan.

Η πολύ πρωινή τηλεφωνική συνομιλία μας είχε περιορισμένο χρόνο. Στο βάθος ακούγονταν οι φωνές των δύο μικρών παιδιών του και ο ίδιος έπρεπε να φύγει βιαστικά.

Επόμενος στόχος (και για τους τρεις σκηνοθέτες) η μεγάλου μήκους ταινία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή