Αποκατάσταση ενός αστού αρχιτέκτονα

Αποκατάσταση ενός αστού αρχιτέκτονα

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ηταν σημαντικός τελικά». Εχω απέναντί μου αρχιτέκτονα με σημαντική θητεία στον ακαδημαϊκό χώρο και η κουβέντα έχει έρθει στον Μανώλη Βουρέκα. Προφέρει τις τρεις αυτές λέξεις με προσοχή. Διακρίνω στη χροιά της φωνής του ίχνη αυτοκριτικής. Δεν έχω κάνει λάθος.

Ο Εμμανουήλ Βουρέκας (1907 – 1992) δεν συγκαταλεγόταν ποτέ στα αγαπημένα παιδιά της αρχιτεκτονικής διανόησης και αργότερα ενός πιο αριστερόστροφου κατεστημένου του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Κανείς δεν είχε αμφισβητήσει τις ικανότητές του. Ομως, ο Βουρέκας ήταν αστός, η πελατεία του ακραιφνώς αστική και στην κοινωνική του ζωή συναναστρεφόταν αστούς. Τα έργα του ήταν μεγαλοαστικές πολυκατοικίες στο Κολωνάκι, επαύλεις στην Κηφισιά και στο Παλαιό Ψυχικό, κτίρια γραφείων και μεγάλα ξενοδοχεία. Και όταν μετά τον πόλεμο έβαλε στην άκρη τον καθαρό μοντερνισμό για ένα περισσότερο σύνθετο ιδίωμα που πάντρευε τα οράματα της νιότης του με πιο κλασικότροπα στοιχεία, η αρχική ανάγνωση έμοιαζε «καταδικαστική»: ο Βουρέκας «συντηρητικοποιήθηκε», «συμβιβάστηκε» για να κρατήσει την εύπορη πελατεία του. Με παρόμοιο βιογραφικό ήταν περίπου αναμενόμενο να υποτιμηθεί από τους κύκλους του Πολυτεχνείου που επέλεγε «ήρωες» με διαφορετικά κριτήρια, ανάλογα του κλίματος της εποχής.

Η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη (κτίριο Πειραιώς) που άνοιξε για το κοινό την Πέμπτη βγάζει τον Βουρέκα από τη ναφθαλίνη της λήθης και μας τον παρουσιάζει στην ολότητά του, πυκνό, χορταστικό, πολύπλευρο, παραγωγικό, γεμάτο χυμούς. Χωρίς, ίσως, να είναι η βασική πρόθεση των διοργανωτών και της επιμελήτριας Μάρως Καρδαμίτση – Αδάμη, αυτή είναι μια έκθεση αποκατάστασης για έναν από τους καθοριστικούς και «παρόντες» αρχιτέκτονες της μεταπολεμικής περιόδου. O Βουρέκας, χωρίς να το ξέρουμε, συγκαταλέγεται στους βασικούς εισηγητές της αστικής Αθήνας όπως τη «ζήσαμε» μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Ολη η εικονογραφία της εποχής, με τους ήρωες της Φίνος Φιλμ να παρκάρουν τα άνετα αυτοκίνητά τους έξω από τις νέοκτιστες, επιβλητικές πολυκατοικίες του Κολωνακίου, να διευθύνουν τις επιχειρήσεις τους από τα «κτίρια γραφείων» που μόλις έχουν υψωθεί στον ουρανό της πλατείας Συντάγματος, να δίνουν ραντεβού στις επαύλεις της Φιλοθέης, να φλερτάρουν στα night club των μεγάλων ξενοδοχείων ή να πηγαίνουν για μπάνιο στις λουξ εγκαταστάσεις των πλαζ της αναδυόμενης αθηναϊκής Ριβιέρας, όλα έχουν τη σφραγίδα του Μανώλη Βουρέκα.

«Νέα Κυανή Ακτή»

Με μια εργογραφία που φτάνει τα 200 έργα, ο Βουρέκας έχει υπογράψει κτίρια και συγκροτήματα εμβληματικού χαρακτήρα: το Χίλτον (σε συνεργασία με Προκόπη Βασιλειάδη και Σπύρο Στάικο· ο Κόνραντ Χίλτον το θεωρούσε το ωραιότερο από τα 53 ξενοδοχεία του), το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το πρώην ξενοδοχείο Ατενέ Παλάς (Σταδίου και Κολοκοτρώνη), τη μοντέρνα πολυκατοικία Ζολώτα στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου που γίνεται εξώφυλλο στις «Εικόνες» και άλλες αμέτρητες, γνωστές, οικείες πολυκατοικίες στο Κολωνάκι, και φυσικά τις οργανωμένες πλαζ στη Γλυφάδα και στη Βουλιαγμένη (σε συνεργασία με Π. Βασιλειάδη, Α. Γεωργιάδη, Π. Σακελλάριο, Κ. Δεκαβάλλα), ένα σημαντικό κεφάλαιο εκσυγχρονισμού για την Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’50. «Η Γλυφάδα και η Βούλα θα γίνουν η νέα Κυανή Ακτή» προβλέπει η «Καθημερινή» τον Σεπτέμβριο του 1954. Η σύγκριση με την πιο «πολυτελή» πλαζ της εποχής, του Μπάτη στο Παλαιό Φάληρο, ήταν σαν τη μέρα με τη νύχτα. «Μια στενόμακρη σειρά καμπίνες, αφρόντιστες, συχνά βρώμικες, κολλημένες στον βράχο της ακτής και μπροστα μια στενή λωρίδα άμμου», θυμάται η κ. Αδάμη. Τρία χρόνια μετά τα εγκαίνια της πλαζ της Γλυφάδας ο φακός των «Εικόνων» φωτογραφίζει την οργανωμένη παραλία γεμάτη κόσμο και ζωή: «Μια πλαζ που θαυμάζουν και ζηλεύουν ακόμα και οι ξένοι». Οσο για το «Χίλτον» αντιμετωπίζεται από τα μέσα της εποχής κυρίως ως «οικονομικοπολιτικό σκάνδαλο» και λιγότερο ως αρχιτεκτονική ή κατασκευαστική καινοτομία. Αλλά οι Αθηναίοι θα το αγαπήσουν από την πρώτη ημέρα. Θυμάται ο γνωστός αθηναιογράφος Γιάννης Καιροφύλας: «Στη δεξίωση των εγκαινίων πήγανε όλοι οι κοσμικοί της Αθήνας που κατόρθωσαν να βρούνε πρόσκληση και μερικοί πήγανε της προσκολλήσεως, όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Οι κύριοι ήταν όλοι τους με επίσημο ένδυμα ενώ οι κυρίες είχαν κάπως πρόωρα φέρει την άνοιξη με τα πολύχρωμα καπέλα τους για τα οποία είχαν καταβάλει ουκ ολίγα στις Αθηναίες καπελούδες, τις μετρημένες πια στα δάχτυλα».

Τα σπίτια του είναι «δοχεία ζωής»

Ο Βουρέκας γεννιέται στο Νέο Φάληρο το 1907 και μεγαλώνει σε μεσοαστικό περιβάλλον. Σπουδάζει στη Δρέσδη, επιστρέφει στην Αθήνα. Τα πρώτα του έργα ακολουθούν με συνέπεια τις αρχές του μοντέρνου κινήματος που συνεπαίρνει τους αρχιτέκτονες της εποχής. Σχετικά γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τον καθαρό μοντερνισμό. Η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη δεν έχει καταφέρει να βρει μια πειστική εξήγηση. «Δεν ήταν απόλυτα πεπεισμένος για την «αλήθεια» του μοντέρνου κινήματος σε αντίθεση π. χ. με τον Κ. Παναγιωτάκο και τον Κλ. Κραντονέλλη ή απλά προχώρησε σε προσαρμογές για να ικανοποιήσει την υψηλή πελατεία του;» αναρωτιέται. Ο «κλασικός» μοντερνισμός του Βουρέκα απαντά με τον πιο σαφή, λειτουργικό και αισθητικά άρτιο τρόπο στις προσδοκίες του αστικού και μεγαλοαστικού μικρόκοσμου της Αθήνας, με τον οποίο σε πολλές περιπτώσεις συναναστρέφεται κοινωνικά και συνδέεται φιλικά. «Δεν είναι τυχαίο που πείθει ανθρώπους σαν τον Αντώνη Μπενάκη και τον Αβέρωφ να αφήσουν τα πολυτελή τους μέγαρα για να μείνουν σε διαμερίσματα» εξηγεί η κ. Αδάμη. Και όπως σημειώνει στη δίγλωσση μονογραφία του Βουρέκα που επιμελήθηκε η ίδια και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μέλισσα» με την ευκαιρία της έκθεσης και σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη: «Ο Βουρέκας δεν κάνει αρχιτεκτονική για την αρχιτεκτονική. Τα σπίτια του είναι «δοχεία ζωής», μιας ζωής διαφορετικής από αυτήν που πιστεύει και για την οποία μάχεται ο Κωνσταντινίδης. Είναι η ζωή του μεσοαστού και του μεγαλοαστού Ελληνα της μεταπολεμικής Αθήνας». Αλλά δεν θα μετρούσε ούτε η αστική του καταγωγή, ούτε ο «κύκλος» του, ούτε ο ήπιος, φιλικός και ευγενής χαρακτήρας του αν ο Βουρέκας δεν ήταν πάνω απ’ όλα ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας.

Σαν αφήγημα των ελληνικών σίξτις

Είναι μια από τις καλύτερες εκθέσεις αρχιτεκτονικής που έχω δει στην Ελλάδα και όχι μόνο (σχεδιασμός: Ναταλία Μπούρα). Οπως μου εξηγεί η ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, η οποία είχε την επιστημονική επιμέλεια της έκθεσης, ο στόχος ήταν να αναδειχθεί δίπλα στο έργο του Βουρέκα και ο «κόσμος» του αρχιτέκτονα, το κλίμα, κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, μέσα στο οποίο ανδρώθηκε αρχιτεκτονικά ο Μανώλης Βουρέκας. Ετσι από μια έκθεση «αρχιτεκτονική» γίνεται ένα χορταστικό, καλειδοσκοπικό αφήγημα των ελληνικών σίξτις με διαφημίσεις, κινηματογραφικά και τηλεοπτικά επίκαιρα, αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά της εποχής για να δικαιωθεί τελικά ο ίδιος ο τίτλος της έκθεσης («Ο κόσμος του Εμμανουήλ Βουρέκα»). Στην έκθεση παρουσιάζεται μεγάλο τμήμα του έργου του (μονοκατοικίες, πολυκατοικίες, κτίρια γραφείων, δημόσια κτίρια, τράπεζες, ξενοδοχεία, κ. ά.), όπως αυτό διασώζεται στο προσωπικό του αρχείο (ευγενική προσφορά του Ανδρέα Βουρέκα-Πεταλά στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη) καθώς και στα αρχεία των συνεργατών του. Διάρκεια μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή