Δεν ορίζουμε εμείς πότε θα έρθουν ανθοφορίες

Δεν ορίζουμε εμείς πότε θα έρθουν ανθοφορίες

5' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Επρεπε να εκπαιδευτεί στον ρόλο της μάνας για μήνες η Ρένη Πιττακή. Από τη μια η παράσταση του Πέτρου Ζούλια για την οποία έπρεπε να κατανοήσει τον κόσμο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη και τη σχέση με την κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου, και από την άλλη τα γυρίσματα της καινούργιας ταινίας του βραβευμένου νέου σκηνοθέτη Αλέξανδρου Αβρανά. Στη μεγάλη οθόνη μάλιστα, μεταμορφώνεται σε μάνα και γιαγιά. Οσο για το θέμα της ταινίας, δύσκολο: η παιδική κακοποίηση.

Η παράσταση «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς» που ετοιμάζεται στο θέατρο «Βασιλάκου», είναι μια ελεύθερη απόδοση του βιβλίου της Φωτεινής Τσαλίκογλου. Ενα έργο που αφορά στη σχέση ανάμεσα σε δύο ιδιαίτερες Ελληνίδες συγγραφείς, μητέρας και κόρης, όπως αποτυπώνεται σε 117 επιστολές που γράφτηκαν από το 1962 ώς το 1974. Μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία, γεμάτη ετερόκλητα συναισθήματα και συγκρούσεις, όπου ο έρωτας εναλλάσσεται με την εξάρτηση, την εγκατάλειψη, την τρυφερότητα, τη λατρεία και την απόρριψη, την προδοσία, την απελπισία, την ανάγκη ανεξαρτητοποίησης και την αποδοχή. Πόσο δύσκολο ήταν για την πρωταγωνίστρια να μπει στο ρόλο αυτής της τολμηρής μάνας και να κατανοήσει την κόρη (υποδύεται η Πέγκυ Τρικαλιώτη);

«Τη Μαργαρίτα την πονάς, την νιώθεις. Τη μάνα, τη Ρίτα δηλαδή, με το αδηφάγο εγώ της έπρεπε να υποστηρίξω» εξηγεί στην «Κ» η Ρένη Πιττακή. «Αυτή είναι η κακιά της ιστορίας. Αλλά και οι κακοί… έχουν ψυχή. Προσπάθησα να την πλησιάσω και να την υποστηρίξω μέσα απ’ αυτές τις επιστολές. Να βρω τις μαλακές, ευάλωτες στιγμές».

Η ζωή των δυο γυναικών, της Μαργαρίτας (Ρίτας) Λυμπεράκη και της κόρης της Μαργαρίτας Καραπάνου, στηριζόταν σε μια αλαφιασμένη έντονη σχέση. «Αλαφιασμένη ήταν η Μαργαρίτα. Η Ρίτα ήταν συγκροτημένη και ελεγχόμενη. Υπάρχουν τέτοιες σχέσεις απλώς δεν δηλώνονται. Για τα παιδιά οι γονείς είναι πάντα το πρόβλημα. Με αυτούς αναμετριούνται, προσπαθούν να τους ξεπεράσουν και να αποκοπούν».

Δεν το κρύβει, η «περίπλοκη ηρωίδα» που υποδύεται της προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. «Με απωθεί και με συγκινεί. Αλλωστε οι κακοί, οι εγκληματίες, οι σκληροί είναι πάντα ενδιαφέροντες ρόλοι».

– Πώς θα τις περιγράφατε;

– Ο λύκος και το πρόβατο. Η αγάπη γίνεται θηριώδης εκατέρωθεν.

– Ειδικά τη Ρίτα; Γιατί μια γυναίκα διανοούμενη και ανεξάρτητη να θέλει σε τέτοιο βαθμό να ορίζει την κόρη;

– Ηταν πυγμαλίων και δασκάλα. Ηθελε να την κατευθύνει. Από το διάβασμα, τις σπουδές, μέχρι την εμφάνισή της και τα φλερτ. Την παρακολουθούμε να χάνει τον ρόλο της μάνας. Να μιλάει στην κόρη σαν φίλη, ξεπερνώντας τα όρια, σε βαθμό συχνά απαράδεκτο. Να της παίρνει και τους γκόμενους. Αλλά στο τέλος τη βλέπουμε να περνάει κι αυτή από ένα στάδιο μοναξιάς, απομόνωσης, αποτυχίας στο Παρίσι. Πιστεύω ότι η Ρίτα επέλεξε τον ρόλο της μητέρας θεάς, της μητέρας βασίλισσας. Δεν υπήρξε ποτέ μανούλα. Ακολούθησε τις ιδέες της και το Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής.

– Εσείς, κ. Πιττακή, μεγαλώσατε σε ένα περιβάλλον μετακινήσεων αλλά αγάπης. Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

– Ως μοναχοκόρη ήμουν το κέντρο του κόσμου και της μεγάλης αγάπης. Με τη μητέρα μου είχα μεγάλο δέσιμο. Δυστυχώς έφυγε νωρίς, ήμουν 20 ετών, και όχι για το… Παρίσι.

– Ενα αστικό σπίτι, ασφαλές που κατανοούσε τις ανησυχίες σας τόσο ώστε να δεχτεί εκείνα τα χρόνια να αφήσετε τη Φιλοσοφική για το Θέατρο Τέχνης;

– Τα περισσότερα παιδιά τότε, θυμάμαι ότι πήγαιναν κρυφά στη σχολή. Εμένα η μητέρα μου με ωθούσε να πάω παράλληλα με τη Φιλοσοφική. «Γιατί όχι κι αυτό;» έλεγε. Οταν βέβαια τα βρόντηξα με το Πανεπιστήμιο, είχαν και οι δυο σοβαρές ενστάσεις. Αλλά η επιμονή και από την άλλη η τύχη να ξεκινήσω με πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο, τους κολάκεψε και τους αφόπλισε. Μη φανταστείτε ότι ήταν θεατρόφιλοι. Η μητέρα μου ήταν ποιήτρια στην ψυχή, χωρίς να εκδώσει ποτέ κάτι δικό της και ο πατέρας, στρατιωτικός στο επάγγελμα, αλλά αληθινός ζωγράφος χωρίς να έχει εκθέσει κάτι δικό του.

– Θυμάστε την πρώτη σας παράσταση;

– Ξεχνιούνται αυτά; Ηταν η Ρουθ στον «Γυρισμό» το 1967. Πίντερ και ερπύστριες μαζί. Παίχτηκε ένα μήνα και κατέβηκε άρον άρον γιατί ήρθε η δικτατορία. Λογοκρισίες, αγωνία… Στου Κουν έφτασα με επιφύλαξη. Αλλά με ρούφηξε ο κόσμος του. Ηταν σαν να έβαλα τα δάχτυλα των ποδιών μου στη λίμνη να δοκιμάσω το νερό της, και τελικά να βούτηξα με το κεφάλι ολόκληρη. Με συνεπήρε.

– Από το 1966 που αποφοιτήσατε από τη σχολή του Τέχνης μείνατε πιστή στις αρχές του Κουν επί δεκαετίες. Υπάρχει ανάλογη αφοσίωση σήμερα;

– Δεν θέλω να εξωραΐσω τη γενιά μου, χαρακτηρίζοντας τις νεότερες θεατρικές γενιές επιπόλαιες. Απλώς άλλαξαν οι όροι. Από το ’90 που δίδασκα, παρακολουθούσα τις αλλαγές στα παιδιά τα οποία όταν τελείωναν τη σχολή έπρεπε να σκεφτούν όχι πώς θα εξασκηθούν, αλλά σε ποιο μπαρ θα πάνε ώστε να κάνουν επαφές για να έχουν δουλειά.

– Ηταν υπερβολικός ο δρόμος των στερήσεων, των απαγορεύσεων, της πειθαρχίας… Μόνο έτσι μπορεί κανείς να κάνει τη διαφορά στην τέχνη;

– Οχι βέβαια. Οι δρόμοι της τέχνης είναι περίπλοκοι και σκοτεινοί. Μπορεί να φτάσει κανείς σε κάποιο αποτέλεσμα από διαφορετικούς δρόμους, αρκεί να υπάρχει ταλέντο και πάθος. Το δικό μου ξεκίνημα ήταν πολυτέλεια. Είχα στέγη, φαγητό, δεν είχα απαιτήσεις, άρα μπορούσα να αφοσιωθώ. Τις αγωνίες τις τραβούσε ο Κουν. Ευθύνες, λογαριασμοί, δεφτέρια. Εμείς σκεφτόμασταν πώς θα πούμε σωστά την τάδε ατάκα.

– Πάντως από την ώρα που κόψατε τον γόρδιο δεσμό με το θέατρο Τέχνης μοιάζετε πιο απελευθερωμένη και σε όσα επιλέγετε. Μια νέα άνθηση;

– Δεν ορίζουμε εμείς πότε θα έρθουν ανθοφορίες. Κοντεύω 40 χρόνια στο θέατρο, επομένως, όπως λέει και η Ρίτα: άνοδος, κάθοδος, άνοδος…

– Τι σας δίνει σήμερα το θέατρο;

– Μου δίνει ψωμί, παιδεία, ελευθερία και ζωντάνια.

– Είναι κι ένα στήριγμα απέναντι σε όσα βιώνουμε;

– Εξακολουθεί να μου δίνει ένα λόγο ύπαρξης. Τώρα οι μεγαλοστομίες εμποδίζουν να σεβαστούμε τον πραγματικό πόνο γύρω μας και μας κάνουν γραφικούς. Δεν θέλω να λέω κουβέντες του αέρα.

Υπάρχει ελπίδα;

Λάτρης του κέντρου, από μικρή παρακολουθούσε τις μεταμορφώσεις του. Πάντα ζούσε στο τρίγωνο Εξάρχεια, Πλάκα, Κολωνάκι. Εδώ και 15 χρόνια επέλεξε την Πλάκα. «Εζησα τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, τότε που κοιμόμασταν με την πόρτα ανοιχτή και από την ταράτσα του σπιτιού στα Εξάρχεια έβλεπα τη θάλασσα. Δεν υπήρχε φόβος. Κάποιοι βέβαια ζούσαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εγώ ήμουν από την πλευρά της ασφάλειας. Υστερα ήταν οι ανέμελες βόλτες σε μια ολοφώτιστη Αθήνα και τώρα οι άδειες βιτρίνες, η ερημιά και το σκοτάδι. Ομως η αγριάδα δεν είναι τελευταίο φαινόμενο. Απλώς καλυπτόταν από ένα περιτύλιγμα ευμάρειας. Υπήρχε μαζί με την αγένεια και κάποια στιγμή ξέσπασε σε επιθετικότητα και βία». Υπάρχει ελπίδα στην Ελλάδα του σήμερα; «Αναρωτιέμαι κι εγώ. Θα καταφέρουμε να βρούμε κάποιο δρόμο;».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή