Στο δικό τους «Ρεσιτάλ» 37 χρόνια μετά

Στο δικό τους «Ρεσιτάλ» 37 χρόνια μετά

6' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν είχαν κοινά σημεία, ούτε στην τέχνη τους. Τίποτα που να ενώνει τους κόσμους τους. Εκείνη, έχοντας διαφοροποιηθεί πια από τα χρόνια του Στέλιου Καζαντζίδη και τη στατικότητα του πάλκου, αλώνιζε μεταπολιτευτικά στις λαμπερές πίστες, χρησιμοποιώντας μεγάλες ορχήστρες, κομψά ρούχα, επιβάλλοντας γαρδένιες αντί για το σπάσιμο των πιάτων. Η Μαρινέλλα ήταν η γυναίκα που άλλαξε τον τρόπο διασκέδασης κι αυτή που έφερε την πολυτέλεια και τη θηλυκή πρωτοβουλία στην πίστα. Ο Κώστας Χατζής από την άλλη έκανε σχολή στις μπουάτ στην Πλάκα, μόνο με κιθάρα και φωνή και βέβαια τα τραγούδια του: μπαλάντες κοινωνικής διαμαρτυρίας. Κι όταν παρά τις επιφυλάξεις του περίγυρου ένωσαν τους κόσμους τους για το «Ρεσιτάλ» μιας βραδιάς στον «Σκορπιό» το 1976 -μετά το «συνοικέσιο» του παραγωγού Φίλιππου Παπαθεοδώρου- δημιούργησαν ένα από τα εμπορικότερα άλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας. Η Μαρινέλλα με μια φωνή καμπάνα και εκείνος με τη χαρακτηριστική βραχνάδα, τη γνώριμη θυμοσοφία του σε μικρές εξομολογήσεις. «Σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει», «Η αγάπη όλα τα υπομένει», «Ολος ο κόσμος είσ’ εσύ», «Σ’ αγαπώ», είναι μερικές μόνο από τις αφηγηματικές μπαλάντες που γράφτηκαν τότε και θα ακουστούν σε μια σειρά παραστάσεων στο «Παλλάς».

Μαρινέλλα: «Τίποτα δεν με εμπόδιζε, χωνόμουν παντού»

Μια βρογχίτιδα την ταλαιπωρεί από την ώρα που πάτησε το πόδι της στη Θεσσαλονίκη για τις παραστάσεις του «Σικάγο». Ομως δεν λέει να το βάλει κάτω. Με τον βήχα, το νέφος στην πόλη που όπως λέει «μυρίζει σαν τα αποκαΐδια μετά από πυρκαγιά», η Μαρινέλλα ετοιμάζεται για τη συνάντησή της με τον Κώστα Χατζή. «Δεν ξέρω πότε θα πει ο Κύριος «άντε πήγαινε σπίτι σου” αλλά δεν μου αρέσει να κάθομαι, ούτε βέβαια να κάνω αποχαιρετιστήρια».

Η επανάληψη του «Ρεσιτάλ» την έχει ενθουσιάσει. «Σε μια νύχτα έγινε η ηχογράφηση, πριν από 37 χρόνια. Με ρωτάτε αν έχω αγωνία. Είναι δυνατόν να είσαι υπεύθυνος και να μην έχεις άγχος; Κι εδώ έχουμε 50-60 τραγούδια και στο πρώτο μέρος μόνο με μια κιθάρα. Δεν έχει ορχήστρα να πεις, δε βαριέσαι, κρύβεται το λάθος. Ούτε κοινό να πίνει, να καπνίζει και να μιλάει. Σε αυτό το περιβάλλον τα λάθη διορθώνονται. Αλλά στη σκηνή με μια κιθάρα είναι αλλιώς. Κι ύστερα, όσο πιο αγαπητός είσαι στην τέχνη σου, τόσο μεγαλύτερη απαίτηση έχει ο κόσμος. Πολλές φορές γίνεται αδηφάγος και χαίρεται περισσότερο σαν σε βλέπει να κατρακυλάς, παρά να ανεβαίνεις. Γι’ αυτό ευθύνεται η τηλεόραση. Χόρτασε το κοινό με σαβούρα και ευκολία δίνοντας γρήγορη και πρόχειρη διασκέδαση. Αυτή η βιασύνη τρώει σήμερα πολλά παιδιά. Είναι σαν να φυτεύεις το πρωί σπόρους και την επομένη να έχεις κατακόκκινες ντομάτες.

Οι παλαιότεροι είχαμε την τύχη να φτάσουμε σταδιακά στην κορυφή, μέσω πείνας. Δεν εύχομαι, βέβαια, να περάσουν τα ίδια οι νέοι. Θέλω, όμως, να τους πω να αρπάξουν τη ζωή για να προχωρήσουν».

Σαν παίρνει φόρα δεν τη σταματάει ούτε η βρογχίτιδα. «Βγήκα στο θέατρο με τη Μάρθα Καραγιάννη και ήμασταν σε ένα θίασο, μπουλούκι δηλαδή, με τον Κώστα Βουτσά, τον Αλέκο Τζανετάκο κ. ά. Εκεί ανδρώθηκα. Κάποιο βράδυ αντικατέστησα την τραγουδίστρια του θιάσου και βγαίνοντας είπα το «Ο άνθρωπος μου” της Βέμπο που τη λάτρευα και το «Μαλαγκένια”. Στο μπουλούκι έμαθα ότι πρέπει να κάνω τα πάντα από τη χορεύτρια ώς την καρατερίστα».

Φιλία χρόνων

Με τον Κώστα Χατζή ήταν φίλοι χρόνια. «Από διαφορετικούς κόσμους, εγώ λαϊκή εκείνος τροβαδούρος στις μπουάτ. Ξεκινήσαμε πρόβες από τον Αύγουστο του 1975 και εμφανιστήκαμε τον Μάρτιο του 1976. Ευτυχώς μέναμε κοντά. Εγώ στη Βούλα, ο Κώστας στη Γλυφάδα και κάναμε κάθε μέρα 4 ώρες πρόβες και το βράδυ έτρεχα στη «Νεράιδα» και εκείνος στον «Σκορπιό». Είναι μεγάλος τραγουδοποιός ο Χατζής. Υπάρχουν κι άλλοι ταλαντούχοι τραγουδοποιοί, αλλά όχι ερμηνευτές. Οι φωνές μας ήταν μία αντίθεση που έκανε τζιζ τότε. Ο δικός του κόσμος ίσως να με αντιμετώπιζε «έλα μωρέ η Μαρινέλλα, φτερά και πούπουλα» και ο δικός μου επίσης ήταν διστακτικός απέναντί του. Ομως έπρεπε να δώσω να καταλάβουν ότι ο καλός τραγουδιστής πρέπει να τα λέει όλα. Αλλωστε είχα δοκιμάσει από δημοτικά, πανηγύρια μέχρι και τζαζ. Εγώ, αγάπη μου, χωνόμουν παντού. Τίποτα δεν με εμπόδιζε αν ήθελα κάτι. Είχα ένα τέμπο και επίσης δεν ντρεπόμουν να κουνηθώ. Ετσι νόμιζαν ότι ήξερα χορό. Το θέμα είναι να πιστεύεις αυτό που κάνεις, να μπορείς να το υποστηρίξεις. Βλέπω άλλους τραγουδιστές, καλύτερες φωνές, αλλά δεν τολμούν. Τα τραγούδια του Χατζή έχουν κοινωνική διάσταση, σαν να γράφτηκαν για το σήμερα».

Κώστας Χατζής: «Εκανα τραγούδια για τη δική μου συνείδηση»

«Στον λόγο μου, τις πωλήσεις δεν τις παρακολούθησα ποτέ. Αυτό που με ενδιαφέρει πάντα είναι κατά πόσο έχει απήχηση το είδος της κοινωνικής μπαλάντας και σάτιρας που έχω επιλέξει να τραγουδώ» λέει ο Κώστα Χατζής όταν του λέμε ότι το «Ρεσιτάλ» πούλησε πάνω από μισό εκατομμύριο δίσκους. «Στον χώρο μπήκα σαν προπαγανδιστής, με την καλή βέβαια έννοια. Να μιλώ για τα δικαιώματα των ανθρώπων και να καταγγέλλω με σεβασμό την πολιτεία».

Τη Μαρινέλλα τη χαρακτηρίζει «καταπληκτική περίπτωση στο τραγούδι. Μπορεί να τραγουδάει με μια κιθάρα χωρίς να υπάρχει ρυθμός. Ελεύθερα. Προσέχει όμως και τον λόγο. Πριν το Ρεσιτάλ είχαμε «έναν πρόλογο». Μια συνεργασία το 1971 στο «Στορκ» η οποία δεν κράτησε γιατί ο κόσμος είχε άλλη άποψη: εμείς ήρθαμε να διασκεδάσουμε όχι να κλαίμε. Δεν ήταν εύκολα τραγούδια, μας τα απαγόρευαν και ύστερα πάλι από την αρχή. Το 1976 τελικά συγκέντρωσα το υλικό και παρουσιάσαμε το «Ρεσιτάλ», αργότερα το «Ταμ ταμ» και τελευταία τη «Συνάντηση». Αν με ρωτούσατε για όλα αυτά, θα έλεγα κρίμα που είναι διαχρονικά τα τραγούδια. Ποιος θέλει να υπάρχει ακόμη αδικία και έλλειψη δικαιοσύνης;».

Ο άνθρωπος που του στάθηκε και συνεχίζει εδώ και 59 χρόνια, είναι ο Λάκης Τελκής. Μοιράστηκε τις πίκρες και τις αγωνίες του. Και ήταν πολλές. «Από μικρός δούλεψα πολύ με τον πατέρα μου (δεξιοτέχνης στο σαντούρι) και τον παππού μου (ο Κώστας Καραγιάννης ήταν από τους διασημότερους κλαρινίστες της εποχής του) που υπηρέτησε το δημοτικό τραγούδι. Αλλά και καλλιτέχνης όπως οι: Μοσχονάς, Χρυσίνης, Τσαουσάκης, Γαβαλάς κ. ά. που υπηρέτησαν τη λαϊκή μουσική. Αρα έχω στοιχεία απ’ όλους. Δηλαδή, χωρίς να παρεξηγήσετε τη λέξη, δεν έπαψα να είμαι γύφτος. Δεν ήμουν ποτέ αυτόφωτος και επιμένω να είμαι ετερόφωτος και να «κλέβω”. Επαιρνα φράσεις από τους Ελληνες ποιητές και έγραφα στίχους. Με τη δυτική αρμονία μπορούσα ευκολότερα να υπηρετώ τον λόγο. Κάποια στιγμή, για να με προσέξουν οι 17άρηδες, έβαλα τα τραγούδια μου στο στόμα της Ελπίδας και του Δάκη. Στον λαϊκό κόσμο δεν κατάφερα να περάσω. Εκανα πολλά με διάφορους τρόπους, ώστε να περάσω αυτό το είδος της μπαλάντας που μιλούσε για τη φτώχεια, την αδικία, τις μειονότητες. Ανάλογο είναι και σήμερα το αίτημα. Γεύτηκα όλες τις πτυχές της ζωής από παιδί, όταν πήγα σχολείο και με ξεχώρισαν γιατί δεν ζούσα μέσα στη φυλή, αλλά με Ελληνες. Τότε λέγανε ο «γύφτος” κι έτσι γέμισαν τα στήθη μου μίσος και απόρριψη. Σκεφτείτε πόσο αγωνίστηκα για να απαλλαγώ απ’ αυτά τα αισθήματα. Υστερα θέλησα να σπουδάσω, αλλά πώς, με τις ψείρες; Ολα αυτά έγιναν τραγούδια, για τη δική μου συνείδηση, όχι για να αλλάξω τον κόσμο. Πήρα και επιμένω πολλά από τη Γραφή. Αλλά πάνω απ’ όλα μελέτησα για να κατανοήσω και να επικοινωνώ με τους συνανθρώπους μου. Και πάντα πίστευα στην παιδεία των ανθρώπων. Διάβασα και μελέτησα πολύ ώστε να δικαιολογήσω όσα πίστευα».

Ο Κώστας Χατζής με αποχαιρετά απαγγέλλοντας τον αγαπημένο του ποιητή, τον Γ. Σουρή: «Ποιος είδε κράτος λιγοστό/ σ’ όλη τη γη μοναδικό/ εκατό να εξοδεύει/ και πενήντα να μαζεύει; / Να τρέφει όλους τους αργούς/, νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς/, ταμείο δίχως χρήματα/ και δόξης τόσα μνήματα; / Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά/ και να σε κλέβουν φανερά, / κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε/ τον κλέφτη να γυρεύουνε;». Οι ποιητές μίλησαν πριν απ’ όλους…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή