Αναδρομούντες μονόλογοι

3' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

(δραματουργική σύνθεση)

Γαλιλαίος

σκηνοθ.: Αγγελος Αντωνόπουλος

θέατρο: Τριανόν

ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ

Σουέλ

σκηνοθ.: Χρήστος Παληγιαννόπουλος

θέατρο: Τέχνης (Φρυνίχου)

Ο Γαλιλαίος αρχίζει να μιλά αφού σε μια μεγάλη οθόνη πίσω του, ένας ελάχιστος εσταυρωμένος χάνεται ανάδρομα μέσα στους αστερισμούς του γαλαξία. Μπορεί να ερμηνευτεί ως σκανδαλιάρικη φαντασίωση του μισότυφλου φυσικού. Ή πάλι, ως βλάσφημο κόμικ – σχόλιο για τον πανικό της καθολικής εκκλησίας μπρος στις νέες (16ος αιώνας), ηλιοκεντρικές θεωρίες που ξεθεμελίωναν τη γεωκεντρική της παντοδυναμία.

Αμέσως μετά ακούγεται φωνή ανθρώπου σε απομόνωση, που δεν μιλά συχνά. Ο γέρος Γαλιλαίος, σε κατ’ οίκον περιορισμό, συνεχίζει ανάδρομα κι αυτός, μιαν αρχινισμένη κουβέντα. Ο Αγγελος Αντωνόπουλος, ισορροπώντας ανάμεσα στο γρέζι αυτής της φωνής, τις συγκινησιακές της εντάσεις, το πάθος, το κρασί και την αμεσότητα εξιστορεί απαράμιλλα όσα, καθημερινά, έκτακτα, αστεία, τραγικά, θεμελιώδη, ανθρώπινα -πάντως όλα σημαντικά- περιέχει ο εξαιρετικός μονόλογος που μόνος του δούλεψε επί τρία χρόνια.

Παίρνοντας συγγραφική αμπάριζα από τον Χάουαρντ Ζιν («Ο Μαρξ στο Σόχο») και με προσήλωση στη θεατρικότητα που οφείλει να έχει ένας μονόλογος ακούμπησε εύστοχα σε μελέτες και έργα για τον αναγεννησιακό επιστήμονα. Ανάμεσά τους και στο: «Η ζωή του Γαλιλαίου» του Μπρεχτ. Χρησιμοποιεί χαρακτηριστικά αποσπάσματα μα όχι και την μπρεχτική άποψη για τους λόγους που ο Γαλιλαίος απαρνείται τις θεωρίες του ενώπιον των ιεροεξεταστών. Προτιμά να προβάλει την ανθρωπιστική προτεραιότητα για τη μυστική συνέχιση των μελετών του.

Ο θεατής χρειάζεται ελάχιστα λεπτά για να νιώσει έμπιστος, μάρτυρας, «συνομιλητής» μιας συναρπαστικής εξομολόγησης σε χώρο και χρόνο εναλλασσόμενο. Είναι ο τόνος, ο τρόπος, οι ρυθμοί, οι διακυμάνσεις, οι θερμοκρασίες που επέλεξε ο συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης για να «συνεχίσει» ενώπιόν μας αυτή την, σαν πριν από την παράσταση, αρχινισμένη εξιστόρηση.

Θεωρώ πως αυτό ήταν το υποκριτικό κλειδί του μονολόγου. Ανοιξε εκτός από το φλωρεντινό δωμάτιο της απομόνωσης και όλους τους τόπους ή δυστοπίες της αποκαλυπτικής αναδρομής. Ενός εγχειρήματος, που εκτός της ερμηνείας εμπλουτίζει τη θεατρική δραματουργία για την αλήθεια, την εθελοτυφλία των συμφερόντων, την επιστημονική έρευνα και τον σκοτεινό ρόλο της (ρωμαιοκαθολικής) εκκλησίας τότε, μετά, και πιο μετά.

Χωρίς θεατρικότητα

Δεν ξέρω αν μετά τον Γαλιλαίο έσπευσα να δω το θεατρικό «Σουέλ» (βουβό κύμα, φουσκοθαλασσιά) ως έναν ακόμη μονόλογο ή επειδή ο γερο καπετάνιος του Μήτσος Αυγουστής αναμετριέται τυφλός κι αυτός επί 12 έτη με μνήμες, καθημερινότητες, κύματα βουνά και κύματα βουβά.

Η Ελένη Καστάνη, με αδιαμφισβήτητο κωμικό και πληθωρικό εκτόπισμα, ήταν ιδανική επιλογή για τη λαϊκή κομμώτρια από την Ελευσίνα, Λίτσα Τσίχλη, την εξωσυζυγική αγάπη του καπετάνιου με «τα άδολα μάτια, το κορμί δαδί», τη γενναιοδωρία, την ολιγάρκεια, την έξω καρδιά καρτερικότητα.

Το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Σουέλ» με παρηγορεί αδιάλειπτα από το 2006 κι έπειτα ταξιδεύοντάς με σε κόσμους όχι μόνο θαλασσινούς και βαπορίσιους αλλά και κόσμους σχέσεων, καταστάσεων, ανατροπών, ηλικιακών και γλωσσικών αποκαλύψεων.

Κάτι απ’ αυτά αναζητούσα στους πλάγιους μονολόγους της Λίτσας Τσίχλη, που ο σκηνοθέτης-επεξεργαστής Χρήστος Παληγιαννόπουλος επέλεξε να απομονώσει από το σώμα του έργου, αλλά αυτοί επέστρεφαν με άγνωστο παραλήπτη. Το «Σουέλ» δεν ήταν εκεί. Εκεί ήταν μια γλυκιά, αφημένη, ερωτικά αναπολούσα Λίτσα Τσίχλη, συχνά πολύλογη και υποκριτικά επαναλαμβανόμενη, χωρίς καν το κρεσέντο της τελευταίας πράξης, της απρόσμενης δηλ. επανένωσής της με τον περιπλανώμενο Ιουδαίο της. Αντ’ αυτού απέναντί της αλλά βουβός και πλάτη στο κοινό ο μοναχογιός του Αντώνης Αυγουστής (Ηλίας Αδάμ). Η αναφορά στο μυθιστόρημα για κάποιες συναντήσεις τους έδωσε το έναυσμα των μονολόγων με ακροατή. Ομως έναυσμα αμήχανο. Μαθαίνουμε ελάχιστα γι’ αυτό το άψητο εφηβάκι που ανδρώθηκε σε μια γενναία, αναγνωριστική, τελικά σωστική, αποστολή στην καρδιά της πατρικής ζούγκλας, εν μέσω ωκεανών.

Ο θεατής και μη αναγνώστης δεν πρόκειται ποτέ να αντιληφθεί τη σύνθετη σύλληψη των χαρακτήρων της Καρυστιάνη, την πάμφωτη κατάφαση στη ζωή, στους δεσμούς, στον έρωτα, μαζί και τι σημαίνει σουέλ για την ψυχή των ανθρώπων. Ισως μια άλλη, πιο σφαιρική, εμπνευσμένη και μελετημένη δραματουργική προσέγγιση θα μας χάριζε και μια Λίτσα περισσότερο συγκινητική και λιγότερο ευσυγκίνητη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή