Το «Γελαστό παιδί» συναντά την τζαζ

Το «Γελαστό παιδί» συναντά την τζαζ

4' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ηταν μία από τις πιο όμορφες και συγκινητικές στιγμές της ζωής μου, όταν άκουσα τη διασκευή των τραγουδιών μου σε μορφή τζαζ. Γιατί από πολύ μικρός είχα την τύχη να ακούω καθημερινά στον σπάνιο για την εποχή του (δεκαετία του ’20) φωνόγραφο δίσκους τζαζ της κλασικής της περιόδου. Μια μουσική που με σημάδεψε και που τόσο θα ήθελα να την γνωρίσω σε βάθος. Ομως οι συνθήκες τότε (ξένη κατοχή) δεν μου το επέτρεψαν. Ετσι, η τζαζ έκτοτε παραμένει μέσα μου σαν ένα μεγάλο απωθημένο».

Με αυτό το συγκινητικό σημείωμα ο Μίκης Θεοδωράκης επιβράβευσε τον τρόπο με τον οποίο ο Δημήτρης Καλαντζής διασκεύασε ορισμένα από τα πιο δημοφιλή τραγούδια του: «Ομορφη πόλη», «Του μικρού βοριά», «Η Μαρίνα», «Στα περιβόλια», «Το περιγιάλι», «Της αγάπης αίματα», «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ». Ανάμεσά τους και το «Γελαστό παιδί», με βάση το σάουντρακ της ταινίας «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Και η αλήθεια είναι ότι τα τραγούδια του, δεκαετίες τώρα, έχουν διασκευαστεί από τους πιο ετερόκλητους καλλιτέχνες: από τους Μπιτλς, την Εντιθ Πιάφ ώς τον Αλ Μπάνο και πολλούς ακόμη.

Ομως, γι’ αυτή «τη σύζευξη της μουσικής του με τον μυθικό κόσμο της τζαζ» δηλώνει «πολύ ευτυχής». Κι ο ακροατής, ακούγοντας τις διασκευές του Δ. Καλαντζή, τις νιώθει σαν προέκταση της έμφυτης ορμητικότητας του Μ. Θεοδωράκη.

Ο 45χρονος ταλαντούχος πιανίστας, βέβαια, είχε κερδίσει το κοινό το 2011 στο Μέγαρο Μουσικής με τις πετυχημένες διασκευές συνθέσεων του Μάνου Χατζιδάκι. Κι όταν οι μουσικές του δίσκου «Mano’s» άρχισαν να παίζονται σε μικρούς και μεγάλους χώρους και να ακούγονται ακόμη και στο ραδιόφωνο, ένα καινούργιο κοινό που δεν γνώριζε τίποτα, έμαθε το όνομα και την πορεία του.

Το τι πέτυχε τώρα στις διασκευές των τραγουδιών του Μ. Θεοδωράκη θα έχει το κοινό την ευκαιρία να το διαπιστώσει όλες τις Δευτέρες του Μαρτίου στο Gazarte. Σε αυτή τη σκηνή θα στριμωχτούν 22 άτομα: το κουιντέτο του Καλαντζή με τους εξαιρετικούς μουσικούς (Τάκης Πατερέλης, Ανδρέας Πολυζωγόπουλος, Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης, Γιώργος Γεωργιάδης), η ορχήστρα Πατρών με 13 άτομα και πλαισιωμένη με τρία επιπλέον έγχορδα, ο Μίλτος Λογιάδης που έχει τη διεύθυνση  ορχήστρας και ο Γιάννης  Αντωνόπουλος υπεύθυνος για την ενορχήστρωση εγχόρδων. Πώς ξεκίνησε η προσπάθεια: «Οταν διαπραγματεύεσαι κάτι ώστε να το μεταφράσεις, το πρώτο μέλημα είναι να προσπαθείς να βρεις όσο πιο κέντρο, τι έχει να πει αυτή η μουσική. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη είναι στα αυτιά μου από παιδί, γι’ αυτό και διάλεξα αυτά τα κομμάτια», λέει στην «Κ». «Δεκαετία του ’70, εκλογές και οι μουσικές του να κυριαρχούν στα εκλογικά κέντρα του ΚΚΕ με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, κι εγώ θυμάμαι να τρέχω από το ένα κέντρο στο άλλο μόνο και μόνο για να μη χάσω τα τραγούδια». Δεν ξεχωρίζει κάποιο, αν όμως πρέπει να διαλέξει «θα στεκόμουν στο “Της αγάπης αίματα”».

Μεγάλη πρόκληση, δεν το αρνείται ο Δ. Καλαντζής. Κι αυτό γιατί «αυτά τα τραγούδια ηχούν στα αυτιά μου σαν να ηχεί βυζαντινή μουσική. Αυτή την αίσθηση μου έδιναν από παιδί. Αλλά και ο ίδιος ο Θεοδωράκης όταν τον συνάντησα μού είπε ότι οι μνήμες τους είναι από την εκκλησία. Οι μουσικές καταβολές του είναι επηρεασμένες από τη βυζαντινή μουσική, ένα μουσικό είδος στο οποίο κυριαρχούν τρόποι μουσικοί και ισοκράτες, στο περιβάλλον μιας κατανυκτικής ατμόσφαιρας. Ολο αυτό με παραπέμπει σε αυτό το μέρος της τζαζ μουσικής που ονομάζουμε modal. Συγκεκριμένα στον Τζον Κολτρέιν. Η αναφορά είναι σαφής και υπογραμμισμένη. Η μουσική του Coltrane, τροπική, κατανυκτική, υπο-επιβλητική, ίσως θρησκευτική».

Η παράσταση «Modes & Moods» («Τρόποι & Διαθέσεις») σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη είναι ο προάγγελος του δίσκου που θα εκδοθεί από την Universal. Στο πρώτο άκουσμά τους δεν είναι όλα τα κομμάτια εξίσου αναγνωρίσιμα. «Οι αρμονίες δεν είναι αναγνωρίσιμες, οι μελωδίες είναι ίδιες», εξηγεί ο διασκευαστής τους. Οσο για τον δημιουργό τους, στο σημείωμά του τονίζει πόσο απαιτητικό είναι αυτό το μουσικό είδος, γιατί βασίζεται «σε μια συνεχή εγρήγορση του πνευματικού και ψυχικού κόσμου τού ερμηνευτή», επαινώντας μάλιστα το επίπεδο των μουσικών. Τι λέει ο Δ. Καλαντζής για την τζαζ σκηνή στην Ελλάδα; «Το πρόβλημα της έλλειψης των χώρων παραμένει. Εκλεισαν πολλά στέκια, όμως είναι ελπιδοφόρο ότι το Half Note συνεχίζει με Ελληνες εκφραστές όπως και ότι στο Gazarte φιλοξενούνται μεγάλα ξένα ονόματα. Η τζαζ στην Ελλάδα βρίσκει διέξοδο σε πολύ μικρούς χώρους και γενικά προσπαθεί να φανεί. Το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ οι χώροι περιορίζονται, η σκηνή της τζαζ στην Ελλάδα καλυτερεύει και μεγαλώνει. Υπάρχουν πολλοί ικανοί νέοι μουσικοί, άλλοι είναι εδώ, άλλοι έρχονται απέξω και μπορεί πια να ισχυριστεί κανείς ότι δεν έχουμε τόση έντονη διαφορά από άλλους ξένους μουσικούς». Η ψαλίδα κλείνει, αλλά η κρίση παραμένει.

«Ανελαστική προσφορά»

Διαφωνεί με όσους υποστηρίζουν ότι στην κρίση η τέχνη ανθεί. «Δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό. Σε κάποια τρόφιμα έχουμε ανελαστική ζήτηση, στην τέχνη εν μέσω κρίσης, έχουμε ανελαστική προσφορά. Δεν γίνεται να μην παίξεις αν είσαι μουσικός. Και τζάμπα θα εκφραστείς. Η τέχνη δηλαδή είτε μουσική είναι είτε θέατρο, θα προσφερθεί έτσι κι αλλιώς».

Λένε ότι η κρίση δημιούργησε μεγάλη αλληλεγγύη μεταξύ των μουσικών. «Πάντα υπήρχε μεταξύ των μουσικών. Τώρα μπορεί να παρουσιάζεται αυξημένη, γιατί δεν υπάρχουν δουλειές, τα μεροκάματα που μπορούσαν να κάνουν αλλού πήγαν κατά διαβόλου, οπότε έχουν περισσότερο χρόνο για τη μουσική τους».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή