Η εποχή του «βασιλιά Καρνάβαλου»

3' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αναρωτιέται η Ευρώπη τι μπορεί να σημαίνει για την πολιτική της σκηνή το πανηγυρικό βήμα της Ιταλίας από τον μπερλουσκονισμό στον μπεπεγκριλισμό. Ωστόσο, είτε ένα μέρος της μιλάει για ιταλική «κλοουνερί» και ρίχνει ευθύνες στην τηλεόραση της ελαφρότητας είτε ένα άλλο για ηχηρό «όχι» των λαών στη λιτότητα της γερμανικής κυριαρχίας και των αγορών είτε ένα τρίτο ανακαλύπτει πολιτικά χαρακτηριστικά στη λαϊκή οργή που θα αλλάξουν το τοπίο της Ευρώπης, ενώ ένα τέταρτο εξειδικεύει την ιταλική περίπτωση υποστηρίζοντας ότι περιορίζεται το φαινόμενο στη συγκεκριμένη χώρα, σημασία έχει ότι η πολιτική βρέθηκε αντιμέτωπη στο ίδιο τερέν με την παρωδία της.

Με άλλα λόγια, σε μια εποχή που οι πολιτικοί χάνουν τα λόγια τους μπροστά στην κατάρρευση των παλαιών στερεοτύπων, τα οποία τους διευκόλυναν να αφηγηθούν «καθαρές» ιστορίες στους ψηφοφόρους, «τα βρίσκουν», αυτά τα ίδια λόγια, εκείνοι που μέχρι χθες τους κατάγγελλαν ή/και τους σατίριζαν.

Αδόκιμος, κατά τη γνώμη μας, ο χαρακτηρισμός ότι πρόκειται για «κλόουν» της Ευρώπης τόσο ο Μπερλουσκόνι όσο και ο Μπέπε Γκρίλο. Οχι μόνο γιατί ο «κλόουν» ως ρόλος του θεάματος, θεατρικού ή τσιρκολάνικου, συνδυάζει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης με την κωμικότητα. Μια κωμικότητα κατ’ ουσίαν αυτοσαρκαστική. Αλλά και γιατί και οι δύο Ιταλοί πολιτικοί, Μπερλουσκόνι και Μπέπε Γκρίλο, ο καθένας από διαφορετική αφετηρία, με κοινή συνισταμένη την τηλεοπτική συνείδηση ενός κόσμου που επί μία 25ετία γαλουχήθηκε στην ελαφρότητα από τον μιντιακό πολιτισμό (αφρώδη θεάματα), ταιριάζουν περισσότερο στον ρόλο του «βασιλιά Καρνάβαλου», που αναγορεύει το καρναβαλικό πλήθος στο φινάλε του διονυσιακού πανηγυριού.

Είναι ο ρόλος που εκφράζει τη στιγμή της κορύφωσης των ψευδαισθήσεων του καρναβαλιζόμενου πλήθους, το οποίο εκλέγει τον δικό του άρχοντα, την πιο τρελή μεταμφίεση, πριν επιστρέψει στον συντηρητισμό των θεμελιωμένων συμβάσεων, από τις οποίες δραπέτευσε καρναβαλιζόμενο. Αλλά δεν είναι διόλου βέβαιο ότι επιθυμεί ή έχει αποφασίσει με πλήρη συνείδηση να τις ανατρέψει.

Προφανώς και πρόκειται για ψήφο αγανάκτησης, αλλά δύσκολα μπορεί να παραγνωρίσει κανείς ότι βρίσκεται πίσω της πολλή (μπερλουσκονική) τηλεόραση. Γιατί είναι αυτή που αποενοχοποίησε την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα του μικροαστισμού και παράλληλα δημιούργησε με το υποτιθέμενο πλακατζήδικο θέαμα ένα μαλακό υπόστρωμα στην κοινωνική συνείδηση, ώστε να γίνουν αποδεκτά, χωρίς τριβές, ήθη με διόλου φαιδρές κοινωνικές προεκτάσεις (κοινωνικός ρατσισμός, ευτελισμός του ρόλου των γυναικών κ.λπ.).

Η εμφάνιση του Μπέπε Γκρίλο κάθε άλλο παρά με ανατροπή αυτού του οικοδομήματος μοιάζει. Αντιθέτως αναδύεται μέσα από αυτό, σαν ένα μέρος του, έμπειρο -εξ ου και η απαγόρευση του Μπέπε Γκρίλο στους υποψηφίους του να βγουν στην τηλεόραση- που αξιοποιεί την αγανάκτηση από τη λιτότητα και την ασφυξία από τα ξέφτια του μπερλουσκονισμού ενός κόσμου ο οποίος παραμένει γοητευμένος από την τηλεοπτική ευκολία. Κυρίως καθηλωμένος στις ψευδαισθήσεις, ότι παραμένουν ως δεδομένα της πραγματικότητάς του εκείνα τα αυτονόητα του ευρωπαϊκού, δημοκρατικού πολιτισμού, που ο ίδιος είχε ήδη απεμπολήσει στις εποχές του τηλεοπτικού διονυσιασμού του.

Γιατί πριν οι αγορές επιτεθούν στις εργασιακές σχέσεις, είχε ήδη γίνει προσφιλής, ψυχαγωγική τηλεόραση ο κανιβαλισμός μεταξύ ομοίων και διαβρώθηκε το σύστημα αξιών και προστασίας των αδύναμων κοινωνικά ομάδων, με το να αναγορεύονται τα πιο ευάλωτα μέλη τους σε κλόουν -αυτοί αληθινοί κλόουν- της σαπουνοτηλεόρασης.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, διόλου δύσκολο για οποιουσδήποτε «Μπέπε Γκρίλο» να αφηγηθούν γλυκές «ιστορίες». Οχι μόνο εκείνη που λέει ότι «λεφτά υπάρχουν» (στα εξοπλιστικά, στις υψηλές συντάξεις κ.λπ. κ.λπ.), αλλά μια παλιότερη πολύ γλυκύτερη, που λέει, αρκεί να αποφασίσουμε τι μας ανήκει από την πραγματικότητα γύρω μας και όχι αν η πραγματικότητα αυτή μας εκφράζει. Πρόκειται για τον ακρογωνιαίο λίθο του ναρκισσισμού των τηλεοπτικών κοινωνιών και του βαθύτατου εν τέλει συντηρητισμού τους.

Κάτι σαν την επαναστατικότητα του λαζοπουλικού κοινού, που εκδηλώνεται με χειροκροτήματα και χάχανα και ολοκληρώνεται εντός διώρου έχοντας απολαύσει πλακατζήδικη σάτιρα τηλεοπτικών, περιθωριακών ευτράπελων μέχρι την «επαναστατικόφρονα» αγόρευση του Λαζόπουλου, αλλά κυρίως τη συμμετοχή του στο θέαμα. Ολο μαζί ένα ενιαίο τηλεοπτικό «πακέτο» εβδομαδιαίας εκτονώσεως με μια ψευδαίσθηση συλλογικότητας, που την προσφέρουν τα «νούμερα τηλεθέασης».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT