Στην Ιστικλάλ, στο Πέραν, στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης, κατεβαίνοντας αριστερά, ξεχωρίζει η νεογοτθική βενετσιάνικη πρόσοψη του Sant Antonio. Δεν είναι απλώς η πιο μεγάλη καθολική εκκλησία της Πόλης, δεν είναι μόνο ένα συγκρότημα που περιλαμβάνει και διαμερίσματα και διαμονητήρια, αλλά και ένα σύμβολο της παλιάς, λεβαντίνικης κοινωνίας.
Ο Sant Antonio πήρε το όνομά του από τον Αγιο Αντώνιο της Παδούης, έναν από τους πιο δημοφιλείς αγίους της Καθολικής Εκκλησίας. Πορτογάλος ιερέας που έζησε στις αρχές του 13ου αιώνα, ο Αγιος Αντώνιος των καθολικών λέγεται ότι βοηθάει να βρεθούν χαμένα αντικείμενα. Ευαγγελίζεται την αγάπη και τη συμφιλίωση.
Επόμενο ήταν οι καθολικοί της Πόλης, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Πέραν και που γύρω στο 1900 αριθμούσαν περί τις 40.000, να έχουν τον Sant Antonio κάτι σαν καθεδρικό ναό τους. Η εκκλησία και το συγκρότημα που βλέπουμε σήμερα χτίστηκε την περίοδο 1906-1912 με σχέδια του Λεβαντίνου, ιταλόφωνου, αρχιτέκτονα της Πόλης Giulio Mongeri, που είχε μεγάλη δράση εκείνη την εποχή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο νέος Sant Antonio χτίστηκε στη θέση του παλαιού ναού, που ήταν μια μικρότερη εκκλησία του 1725, και αμέσως έγινε έμβλημα υπερηφάνειας για όλους τους Φραγκολεβαντίνους.
Βρισκόταν στον αντίποδα της Αγίας Τριάδας των ορθοδόξων, στην πάνω πλευρά της Ιστικλάλ, που ανταγωνιζόταν σε μεγαλοπρέπεια και συμβολισμό. Σήμερα, ο ναός του Sant Antonio είναι σε πλήρη λειτουργία και εντυπωσιάζει με την ποιότητα της κατασκευής του και τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, όπως οι μεγάλοι ρόδακες στην πρόσοψή του. Στο εσωτερικό προαύλιο μπορεί να δει κανείς ολόγυρα τα διαμερίσματα της ενορίας, όλα χτισμένα στο αυστηρό βενετσιάνικο ύφος που ήταν δημοφιλές πριν από 100 και πλέον χρόνια στις καθολικές παροικίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι ένα μνημείο της πανσπερμίας του παλιού Πέραν.