Το ομολογώ: δεν έχω ξαναδεί τόσο πολύ κυπριακή τηλεόραση στη ζωή μου. Το κανάλι του ΡΙΚ βολοδέρνει στη ζώνη του λυκόφωτος των τηλεοπτικών μου συχνοτήτων. Πρέπει να είμαι τρομερά αφηρημένος ή πολύ κουρασμένος για να με φτάσουν οι μηχανικές κινήσεις στο τηλεκοντρόλ μέχρι τις ατραπούς τηλεοπτικών σταθμών που δεν παρακολουθώ σχεδόν ποτέ.
Τη νύχτα που παιζόταν η τύχη της Κύπρου (για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ημέρες) δεν ήταν μια συνηθισμένη ημέρα. Συνεπαρμένος από την ιστορικότητα των στιγμών, οδηγήθηκα σαν υπνωτισμένος στο νέο αγαπημένο μου κανάλι. Αν η συσκευή είχε φωνή, θα έβγαινε από τα ρούχα της: «Μα τι συμβαίνει, επιτέλους; Ας μου εξηγήσει κάποιος!».
Αλλά οι μόνες φωνές που άκουγα ήταν του δημοσιογράφου παρουσιαστή και πέντε καλεσμένων του που δεν ήταν όλοι τους πολιτικοί. Υπήρχαν ανάμεσά τους και οικονομολόγοι σε μια προσπάθεια να διαφωτιστεί το κοινό για τις επιπτώσεις της μιας ή της άλλης λύσης.
Η αγωνία ήταν διάχυτη στο στούντιο όπως και στις ανταποκρίσεις από τις Βρυξέλλες ή το Προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας. Εντυπωσίαζε, όμως, η ψυχραιμία και το πολιτισμένο επίπεδο της συζήτησης, τηρουμένων των (πρωτοφανών) περιστάσεων. Από στιγμή σε στιγμή η Κύπρος θα μπορούσε να ήταν μια χώρα σε καθεστώς άτακτης χρεοκοπίας. Κανείς όμως δεν ανέβαζε υπερβολικά τον τόνο της φωνής του, ούτε γινόταν επιθετικός στον συνομιλητή του. Ισως ήταν η κρισιμότητα των στιγμών που καταλάγιαζε τα πάθη, κι ελπίζω να μη μάθω ποτέ με τι θα έμοιαζε η ατμόσφαιρα σε στούντιο ελληνικού τηλεοπτικού σταθμού κατά τη διάρκεια μιας τόσο δραματικής νύχτας.
Λίγο η κούραση, λίγο η αδυναμία να ακολουθήσω λεπτομέρειες της κυπριακής πολιτικής και οικονομικής ζωής, οι σκέψεις πέταξαν ασυνείδητα στην Κύπρο που είχα γνωρίσει και αγαπήσει: στον επιφανειακά αταίριαστο διχασμό ανάμεσα σε μια πιο «αγνή», «αθώα» και «ανάλαφρη» παραλλαγή του ελληνικού τοπίου και της ελληνικής ζωής και στην επιθυμία για πρόοδο. Από το αεροδρόμιο της Λάρνακας μέχρι τα τακτοποιημένα προάστια της Λευκωσίας περνούσε από μπροστά μου μία Ελλάδα που τα είχε καταφέρει. Είχε επιβιώσει μιας καταστροφικής εισβολής, είχε πετύχει για τους κατοίκους της ένα αξιοζήλευτο βιοτικό επίπεδο, είχε γίνει ισότιμο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Και τώρα, έτοιμη να αναμετρηθεί με μια δεύτερη καταστροφή. Απρόσμενη, αλλόκοτη, βίαιη. Χθες, ύστερα από 14 ημέρες με κλειστά όλα τα υποκαταστήματά τους, οι τράπεζες της Κυπριακής Δημοκρατίας άνοιξαν ξανά. Σχηματίστηκαν ουρές, αλλά κανένας πανικός, κανένα επεισόδιο. Η ζωή θα συνεχιστεί.
Η Κύπρος είναι Ελλάδα με έναν πολύ δικό της τρόπο. Τα έχει γράψει ο Γιώργος Σεφέρης. Ακόμα και σήμερα, πίσω από τη βιτρίνα της τουριστικής βιομηχανίας της Αγίας Νάπας ή του Πρωταρά επιβιώνει ένα ζωντανό, αυθεντικό κομμάτι ελληνισμού και μεσογειακής κουλτούρας που το έχει ανάγκη τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη. Η Κύπρος θα τα καταφέρει.