Κάθε στιγμή κορύφωσης μιας ιστορίας, ενός μύθου αν θέλετε, ηρωική, πένθιμη ή πανηγυρική έχει πολλαπλές συνέπειες. Αυτό σημαίνει και πολυπλοκότητα στην ερμηνεία της, κάτι που η τηλεόραση εκ φύσεως αποστρέφεται. Το πολύπλοκο αντιστρατεύεται την τηλεθέαση. Αυτό το πολτώδες ίζημα στιγμιαίων, αδιευκρίνιστων και αταξινόμητων συναισθημάτων του φιλοθεάμονος, τα οποία συνοψίζονται σε νούμερα. Κοινώς τηλεθέαση δεν σημαίνει απαραιτήτως αποδοχή ούτε κατανόηση, δεν έχει ιστορικές ούτε πολιτικές διαστάσεις. Αλλο αν έχει αποκτήσει τέτοιες με τους πολιτικούς να την υιοθετούν ως συστατικό όρο της ύπαρξής τους.
Από αυτό το σημείο ξεκινάει η παρανόηση. Γιατί την περασμένη εβδομάδα γίναμε μάρτυρες, όταν καρφωθήκαμε στις οθόνες παρακολουθώντας τον σπαραγμό της Κύπρου, ενός ενθουσιώδους επαναστατικού ξεσπάσματος εκπομπαρχών, πανελαρχών και λοιπών τενόρων του εγχώριου τηλεοπτικού λαϊκισμού. Ενός ξεσπάσματος του οποίου ο λιγωτικός συναισθηματισμός, όπως συμβαίνει πάντα με τους τηλεοπτικούς λεονταρισμούς, είχε ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα, η οποία ξεδιπλώθηκε πικρή αμέσως μετά. Είχε όμως απόλυτη συνέπεια με το είδος της ενημερωτικής σκηνοθεσίας που ακολουθείται απαρέγκλιτα από τους έμπειρους τηλεθωπευτές του λαϊκού συναισθήματος, στο οποίο άλλωστε οφείλουν την τηλεθέαση των εκπομπών τους εξ ου και φροντίζουν να το διατηρούν ερεθισμένο.
Επί ένα 48ωρο στα εγχώρια πάνελα η επαναστατική, εθνικοπατριωτική έξαρση είχε θολώσει τη θέα προς το αδιέξοδο. Οι Ελληνες πολιτικοί «που ψήφισαν τα μνημόνια» καταγγέλλονταν με ελαφριά καρδιά για «ταπεινωτικούς συμβιβασμούς» και ένας λόγος μίσους και διχασμού είχε αρχίσει να κυριαρχεί με παράδειγμα το κυπριακό ασυμβίβαστο και αλίμονο, με όραμα τη «ρωσική βοήθεια».
Επί ένα 48ωρο ο εγχώριος τηλεοπτικός λαϊκισμός σήκωνε τα λάβαρα της «νίκης» του και ο πολιτικός έσπευδε να ωφεληθεί στη σκιά τους, με τηλεοπτική ταχύτητα που μετέτρεψε σε φωτογενή χυλό κάθε διαφορά σε ιδέες, νοοτροπίες, αντιλήψεις και κατάληξη on camera εθνικοαπελευθερωτικές συμμαχίες.
Η προσγείωση ήρθε σκληρή, μπροστά σε ένα θολωμένο τηλεοπτικό κοινό, που αν συνειδητοποίησε κάτι από την ενημερωτική φρενίτιδα που ξέσπασε με την κυπριακή κρίση, είναι ότι παραμένει παγιδευμένο σε μιαν ακατάπαυστη τραμπάλα συναισθημάτων. Ιδανική συνθήκη για μια τηλεόραση που στις εποχές της ευφορίας κατέφευγε σε αυτήν ακριβώς την μέθοδο για να απευθυνθεί σε μαζικό κοινό, του οποίου δεν ικανοποιούσε τις ανάγκες, αλλά συντόνιζε τις αντιλήψεις για το ποιες είναι αυτές.
Εκείνες τις εποχές αναδείχθηκαν τα ταλέντα του τηλεοπτικού λαϊκισμού, δημοφιλείς μαέστροι της συναισθηματολαγνικής θολούρας και εδραιώθηκε η σύγχυση μεταξύ επίλυσης ενός προβλήματος και τηλεοπτικής του ανάδειξης, ιδίως όταν αυτή συνοδευόταν από τις δέουσες καταγγελτικές κορώνες.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αναδείχθηκαν όχι μόνον σπουδαίοι επαγγελματίες της τηλεθέασης, έτοιμοι να κηρύξουν τον ανένδοτο, ανέξοδα και από την τηλεοπτική τους έδρα, σε κάθε «εχθρό του λαού» ή έννοια του λαού και αυτή θολή, καθώς άλλη η μέτρηση της τηλεθέασης και άλλη της κάλπης αλλά και πολιτικοί, που χωρίς να «ματώσουν» στα πεζοδρόμια και τους αγώνες, γλίστρησαν στον αφρό των πάνελων και ενός μιντιακού περιβάλλοντος που αποθέωνε τα «φωτογενή» χαρακτηριστικά τους.
Σημασία έχει ότι αυτή τη στιγμή, η ανάμνηση των αλλοτινών βεβαιοτήτων, μεταξύ των οποίων είχε καταλάβει θέση ισχυρή και η τηλεόραση των ψευδαισθήσεων, είναι επόμενο να οδηγεί και σε πολύ τηλεοπτικές συμπεριφορές με σοβαρές συνέπειες στην πολιτική (ο Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία είναι το ακραίο παράδειγμα, αλλά ο λαϊκισμός με τηλεοπτικά χαρακτηριστικά την ευκολία και την ταχύτητα που υπόσχεται λύσεις, οι οποίες «αρέσουν στον λαό» απλώνεται στην Ευρώπη, ακόμη και αν αυτά που «αρέσουν στο λαό» αντίκεινται για παράδειγμα στην έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων).
Την επομένη του συμβιβασμού της κυπριακής κυβέρνησης με την προτεινόμενη λύση από την Ευρώπη, στα εγχώρια πάνελα δοξαζόταν ακόμη εκείνο το «όχι» της κυπριακής Βουλής. Εν τω μεταξύ, όμως, είχε αναδειχθεί από την κυπριακή τηλεόραση (παρακολουθήσαμε ανελλιπώς το ΡΙΚ) και την κυπριακή Βουλή, ένα σπουδαιότερο παράδειγμα, ενός πολιτικού πολιτισμού. Στα μεν πάνελα ουδείς εκ των καλεσμένων Κυπρίων πολιτικών, αξιωματούχων κ.λπ. δεν είχε διανοηθεί να διακόψει τον αντίπαλό του, ολοκλήρωναν με απόλυτη σαφήνεια λόγου τις απόψεις τους, ενώ στην κυπριακή Βουλή, το ΑΚΕΛ υποχωρεί υπέρ της ενότητας και για «να μην πάει στις διαπραγματεύσεις αποδυναμωμένος ο πρόεδρος της Δημοκρατίας». Αλλά τέτοια παραδείγματα δεν κάνουν τηλεθέαση.