ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Η μεγάλη πρόκληση: Η κρίση, η Αριστερά, η εξουσία
εκδ. Λιβάνη, 2013
Σε περιβάλλον γενικευμένης ανατροπής αξιών και βεβαιοτήτων που είχαν αναρτηθεί γύρω από την ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» και την κατασκευή της εικόνας της ισότιμης και «ισχυρής Ελλάδας» -γεγονός που επέτρεψε στις εγχώριες αστικές δυνάμεις να ηγεμονεύσουν στη μεταπολίτευση- τίποτα πλέον δεν είναι ταμπού και κάθε προοπτική στην πολιτική συζήτηση είναι ανοιχτή. Ενδεχομένως, όπως διαμορφώνεται το πολιτικό και οικονομικό τοπίο στην Ελλάδα και κυρίως στην Ευρώπη, κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα θα κληθούν να διαχειριστούν προοπτικές που, αυτή τη στιγμή, είναι ενάντιες στα προγράμματά τους ή ακόμα και στη θέλησή τους. Σε αυτό το τοπίο είναι κρίσιμη η ύπαρξη Αριστερής πολιτικής.
Σίγουρα, ένας παρεμβατικός συγγραφέας, ερευνητής-δημοσιογράφος και έγκυρος αναλυτής της διεθνούς και εγχώριας πραγματικότητας, όπως είναι ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, αντιδρά στην κυβερνητική ορθοδοξία περί «εξυγιαντικού» ρόλου και «καθαρτηρίων» ιδιοτήτων της κρίσης. Πιστεύει, ωστόσο, πως η υπόθεση ότι ο λαός έχει δείξει μεγαλύτερη ωριμότητα και σοφία από τους κυβερνώντες οφείλει να καταλήγει σε κάποιου είδους χειροπιαστό κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό μετασχηματισμό.
«Σε όλες τις μεγάλες, ιστορικές καμπές των δύο τελευταίων αιώνων, η κατάρα της Ελλάδας ήταν οι ολιγαρχίες που την απομυζούσαν, ενώ η σωτηρία ερχόταν πάντα από τον λαό της», σημειώνει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου στο νέο του βιβλίο.
Οταν, όμως, ανοίγει η συζήτηση για τις δυνατότητες της Αριστεράς, με την έννοια της κατανόησης και της οικειοποίησης του μέλλοντος -που προς στιγμήν φαίνεται να μην ανήκει σε κανέναν- τα ερωτήματα είναι πολλά.
Μπορεί η Αριστερά να βγάλει την Ελλάδα από την οικονομική καταστροφή και την εθνική υποβάθμιση των Μνημονίων;
Μπορεί να ασκηθεί φιλολαϊκή αριστερή πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης στο δεσμευτικό και διχαστικό πλαίσιο της Ευρωζώνης;
Τι αλλαγές οφείλει να δρομολογήσει, στις δύσκολες εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες που θα κληρονομήσει, μια πιθανή αριστερή κυβέρνηση Λαϊκής Συμμαχίας για να μην αποδειχθεί βραχύβια αριστερή παρένθεση;
Ποιο θα είναι το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής αλλαγής στην εποχή των πολυεθνικών, της μαζικής ανεργίας και του επαπειλούμενου περιβαλλοντικού Αρμαγεδδώνα;
Ο Παπακωνσταντίνου, εδώ, απορρίπτει την επίσημη ερμηνεία της κρίσης περί μεγάλου και «σπάταλου κράτους» και περί «τεμπέληδων Ελλήνων», αλλά και τις κεϊνσιανές ερμηνείες που ενοχοποιούν μόνο τα golden boys και τον «καπιταλισμό του καζίνο». Υποστηρίζει ότι η ελληνική τραγωδία αποτελεί την τοπική έκφραση μιας ιστορικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Εκτιμά -με πολιτική, κατά βάση, τοποθέτηση- ότι από τη σκοπιά του συστήματος δεν υπάρχει ομαλή, ειρηνική έξοδος από τη χρόνια ύφεση, παρά μόνο η «λύση» του αδυσώπητου ταξικού πολέμου και των απολυταρχικών κρατών έκτακτης ανάγκης. Και στο σημείο αυτό συμπυκνώνεται η «μεγάλη πρόκληση» με όλες τις διαστάσεις της, στο μέτρο που μια οικονομία με επιτεινόμενη ύφεση και πτωτική δυναμική δύσκολα μεταρρυθμίζεται και αλλάζει χωρίς ευρύτερες ανατροπές.
Ο συγγραφέας, αναγνωρίζοντας πως η ιδιομορφία της πολιτικής συγκυρίας στην Ελλάδα θα μπορούσε να συμπυκνώνεται στο σχήμα «εθνική κρίση σε επαναστατική εποχή, χωρίς επανάσταση», προτείνει την οικοδόμηση ενός ενιαίου μετώπου της εργασίας και των κοινωνικών δυνάμεων που, παροπλισμένες σήμερα, υφίστανται τις συντριπτικές συνέπειες της προσχηματικής εξιλέωσης παλαιών αμαρτιών, με την καταλυτική συμβολή όλων των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς ώστε να γίνει δυνατή μια λαϊκή, δημοκρατική μετάβαση. «Το νέο ιστορικό σταυροδρόμι μας υποχρεώνει να επιχειρήσουμε μια ανατροπή πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε επιχείρησαν ή και διανοήθηκαν να επιχειρήσουν οι προηγούμενες γενιές, τουλάχιστον μετά τον Εμφύλιο», γράφει ο Παπακωνσταντίνου, καταλήγοντας πως επείγει ο στρατηγικός και προγραμματικός επανεξοπλισμός της Αριστεράς, προτού κλείσει -ίσως για δεκαετίες- το παράθυρο της ιστορικής ευκαιρίας που έχει ανοίξει η μαινόμενη κρίση.
Τα «ιδεολόγημα κατανόησης του πόνου», «της συλλογικής ενοχής» ή «της αποδοχής αμαρτιών του παρελθόντος» δεν προσφέρονται, εδώ, ως γόνιμες παράμετροι στον επιτακτικό διάλογο. Αλλωστε, η τρέχουσα περιπέτεια της Κύπρου δείχνει ότι τίποτα δεν μπορεί, πλέον, να προεξοφλείται ως δεδομένο είτε προς τη μία κατεύθυνση είτε προς την άλλη.