Ενα «Ιμάμ Μπαϊλντί» ρυθμών και ήχων

Ενα «Ιμάμ Μπαϊλντί» ρυθμών και ήχων

5' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι εμφανίσεις τους είναι πάντα ένα ξέφρενο πάρτι. Οσο κι αν αντισταθείς κάποια στιγμή θα παραδοθείς στον χορό και τις μουσικές τους αλχημείες. Παντρεύουν παλιούς και νέους ήχους, τον Χιώτη και τον Ζαμπέτα με το χιπ χοπ, τη Βέμπο, τον Τσιτσάνη με ηλεκτρική διάθεση, τα ρεμπέτικα με σουίνγκ, λάτιν και τζαζ ρυθμούς δυναμιτίζοντας την ατμόσφαιρα με γερές δόσεις από βαλκανικές μπάντες. Τα live των Imam Baildi ενώνουν είδη, γενιές και συμπεριφορές. Κι αν στην Ελλάδα τους αντιμετωπίζουμε σαν ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα, στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία έχουν δικό τους κοινό, όπως στην Τουρκία και το  μακρινό Μπαχρέιν.

Είναι χάρμα οφθαλμών να βλέπεις επί σκηνής το μουσικό τους μαγείρεμα. Πώς το μπουζούκι συναντιέται με το σαξόφωνο και το τσέλο, το μπάσο ταιριάζει με τα κρουστά, ο ράπερ ΜC Yinka από τη Νιγηρία να ζητάει την εξαντλητική συμμετοχή του κοινού και η ευέλικτη Ρένα Μόρφη να τραγουδά πειραγμένους μύθους.

Δύο όλα κι όλα άλμπουμ έχουν στο βιογραφικό τους ο Ορέστης και Λύσανδρος Φαληρέας, 35 και 30 χρόνων αντίστοιχα, ιδρυτικά μέλη του συγκροτήματος που πρωτοεμφανίστηκε πριν από επτά χρόνια. Κι όμως το άλμπουμ «Imam Baildi» όσο και το «Cookbook» σκαρφάλωναν εύκολα στα ευρωπαϊκά τσαρτς της world μουσικής. Στο Roskilde της Δανίας, στο Transmusicales De Rennes της Γαλλίας έχουν εμφανιστεί, πρόσφατα επέστρεψαν από το «South by Southwest» των ΗΠΑ (από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ) και τώρα ετοιμάζονται για συναυλίες σε Γερμανία, Ελβετία, Αυστρία, Βέλγιο, Ισπανία κ.α.

Οταν ρωτάς πώς τους έμαθαν τόσο γρήγορα, ο Λύσανδρος -αυτός ήρθε στο «Φίλιον» γιατί ο Ορέστης καθυστέρησε να ξυπνήσει- απαντά πως η πρώτη τους συναυλία ήταν στο εξωτερικό και ύστερα στην Αθήνα. «Τυχαία άκουσαν τον πρώτο δίσκο στο Ιντερνετ και έτσι ξεκινήσαμε το 2007 στη Γαλλία. Πιο συστηματικά αρχίσαμε να συμμετέχουμε σε καλοκαιρινά φεστιβάλ της Ευρώπης δύο χρόνια μετά, ενώ πέρυσι κάναμε μεγάλη περιοδεία σε κλαμπ της Γερμανίας. Το κοινό έξω πηγαίνοντας σε μια συναυλία είναι αποφασισμένο να διασκεδάσει. Εκδηλώνεται, χορεύει, αφήνεται. Στην Ελλάδα θέλει λίγο χρόνο να παρασυρθεί». Τι τους ρωτάνε στα φεστιβάλ που συμμετέχουν; «Από την ώρα που ξέσπασαν τα γεγονότα στην Κύπρο, η δική μας κρίση μοιάζει να ξεχάστηκε. Γενικά μας προσεγγίζουν θετικά, ζήσαμε πάντως και προσβολές όπως στην Ολλανδία όπου μας ζήτησαν να προπληρώσουμε το ξενοδοχείο. Η κρίση ωστόσο ανοίγει και πόρτες. Στη Γερμανία ο διοργανωτής του τουρ έλεγε πως για πρώτη φορά οι δημοσιεύσεις γίνονταν τόσο εύκολα. Ο,τι έχει σχέση με την Ελλάδα είναι είδηση».

Από κούνια

Παιδιά του Γρηγόρη Φαληρέα και ανίψια του Τάσου, η μουσική γι’ αυτούς ήταν κάτι πολύ οικείο από παιδιά, όπως το δισκοπωλείο Pop 11 που μαζί με το Dolce της οδού Σκουφά, ήταν για χρόνια φυτώριο νέων δυνάμεων. «Ο Γρηγόρης μάς έβαζε να ακούμε τις παραγωγές του, κυρίως τις συλλογές που έκανε με παλιά ρεμπέτικα και ελαφρά τραγούδια του ’40 για να πούμε τη γνώμη μας. Ημουν γύρω στα δέκα. Δεν μας άγγιζαν ιδιαίτερα, όμως τελειώνοντας το σχολείο είχαμε μια εξοικείωση με τα είδη. Ετσι αρχίσαμε να βρίσκουμε τα καλά στοιχεία ακόμη και σε όσα βαριόμασταν. Ξεχωρίζαμε σημεία, κάτι που μας βοήθησε αργότερα να εντοπίζουμε και να απομονώνουμε στιγμές».

Εκπαιδεύτηκαν να ακούνε. «Δεν το έκανε συνειδητά ο Γρηγόρης (έτσι τον αποκαλούν) όταν μας έβλεπε, γιατί είχαν χωρίσει οι γονείς. Δεν μας έστρεφε στη μουσική, μάλλον μας απέτρεπε. Είχε φίλους που κακοπερνούσαν και έβλεπε τα προβλήματα». Δίπλα του όμως γνώρισαν τον Νίκο Παπάζογλου να παίζει κιθάρα και να τους τραγουδά, τον Σαββόπουλο, διάφορους εκπροσώπους του παραδοσιακού τραγουδιού όπως ο Νίκος Σαραγούδας, την Κρίστη Στασινοπούλου.

Στο ωδείο ο Λύσανδρος έμαθε κρουστά, ντραμς και πιάνο, ενώ ο Ορέστης κιθάρα και μπάσο. Τότε δεν έβλεπαν τους εαυτούς τους ως μέλη κάποιας ορχήστρας. Στο σχολείο «ήμουν το «φυτό», ο καλός μαθητής, ενώ ο Ορέστης πιο «ρέμπελος». Του άρεσε η βιολογία, σπούδασε όμως πολιτικές επιστήμες στη Νομική και αργότερα σύνθεση στην Ολλανδία, ενώ ο αδερφός του ηλεκτρονικός – μηχανικός στην Αγγλία και αργότερα στη Βαρκελώνη έμαθε πώς να συνδυάζει την τέχνη με τα ψηφιακά μέσα. «Είμαστε ένα κόνσεπτ. Λειτουργούμε κυρίως ως παραγωγοί, διαλέγουμε τα κομμάτια και πειραματιζόμαστε κάνοντας remix. Ακόμη και τα δικά μας (τρία κομμάτια στον πρώτο δίσκο και τέσσερα στο δεύτερο), συνηθισμένοι να παίρνουμε κάτι που έγραψαν άλλοι και να το αλλάζουμε, τα γράφουμε, αποστασιοποιούμαστε και ύστερα τα πειράζουμε».

Οταν διαλέγουν το παλιό υλικό δεν στέκονται στον καλλιτέχνη. «Μια μικρή λεπτομέρεια καρφώνεται στο μυαλό που έχει να κάνει με τον πόνο ή μια ανάγκη. Αν μας δημιουργεί ανησυχία πειράζουμε το κομμάτι». Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν είναι το λαϊκό ρεπερτόριο το φόρτε τους. Ο Ορέστης ακούει κυρίως χιπ χοπ δεκαετίας ’90 έως 2005, ηλεκτρονική μουσική, παλιότερα μέταλ και οι δύο πέρασαν την περίοδο της τζαζ, ο Λύσανδρος είναι της ροκ αν και παραδέχεται πως του αρέσει και η κλασική. Τη δουλειά στον τομέα της σύνθεσης και ενορχήστρωσης την κάνουν οι δυο τους «αν και όσο περνάει ο καιρός συμμετέχουν όλοι». Οταν όμως παίζουν ζωντανά είναι εννιά άτομα στη σκηνή. Ανάμεσά τους ο Αλέξης Αραπατσάκος (μπουζούκι), ο Γιάννης Δίσκος (κλαρίνο, σαξόφωνο), ο Περικλής Αλιώπης (τρομπέτα), ο Σπύρος Βρυώνης και ο Λάμπης Κουντουρόγιαννης (κιθάρες).

Και στίχους

«Η διαδικασία της σύνθεσης θυμίζει μαγειρική. Δοκιμάζεις, μετράς, συνδυάζεις, ανακατεύεις. Επειδή δεν γράφαμε στίχους παρά μόνο μουσικές, δυσκολευόμασταν να τις βαφτίσουμε και δίναμε ονόματα φαγητών στα κομμάτια. Κάπως έτσι προέκυψε και το όνομα Ιμάμ Μπαϊλντί». Τώρα πάντως άρχισαν να γράφουν και στίχους. Το «Σημείωμα» ήδη κινείται στο Διαδίκτυο. «Ο στίχος είναι καθοριστικό πράγμα στην Ελλάδα».

Ρωτάω τον 30χρονο μουσικό που κάθεται άνετος απέναντί μου για το ασταθές επάγγελμά του. «Η δουλειά του μουσικού δεν διαφέρει από τις υπόλοιπες. Στην ελληνική μουσική, πάντως, υπάρχει μεγάλη κινητικότητα που ξεκίνησε λίγο πριν από την κρίση με συγκροτήματα που έβγαιναν έξω. Το Ιντερνετ είναι ο δημοκρατικότερος τρόπος για να συστηθείς στην αρχή, η εταιρεία είναι η κατοχύρωση. Κι αυτές προσπαθούν να γίνουν πιο ευέλικτες. Σχηματίζεται πια ένας ενδιαφέρων κύκλος που περιλαμβάνει καινούργια συγκροτήματα, σάιτ στο Διαδίκτυο, φεστιβάλ, εταιρείες παραγωγής, καινούργια μικρά στούντιο, νέες δισκογραφικές. Μπήκαν νέοι άνθρωποι στην ελληνική μουσική με φρέσκες ιδέες και όρεξη. Αυτό που παράγεται είναι ποιοτικό, δεν έχει πολλά λεφτά αλλά μπορεί να σταθεί άνετα στο εξωτερικό. Απόδειξη οι αγγλόφωνες μπάντες που δουλεύουν έξω. Οι Keep Shelly in Athens πήγαν δυο φορές περιοδεία στην Αμερική και κάνουν αίσθηση, οι Despite Everything επίσης, δεν είμαστε μόνο εμείς στην Ευρώπη. Η νέα εναλλακτική σκηνή είναι ανοιχτή, χωρίς αγκυλώσεις, ιδεολογικούς περιορισμούς. Η κρίση άλλωστε απομυθοποίησε τα πάντα, από την αριστερά ώς τη δεξιά, ξεμπροστιάζοντας καλλιτέχνες που θεωρούσαμε αγίους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή