Η παράδοξη γοητεία της Θεσσαλονίκης

Η παράδοξη γοητεία της Θεσσαλονίκης

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι Αθηναίοι δεν είμαστε πάντα σε πλεονεκτική θέση, ως προς τα εκδοτικά τουλάχιστον: όταν το φθινόπωρο το Μουσείο Μπενάκη φιλοξένησε στο κτίριο της οδού Πειραιώς τη μεγάλη έκθεση για την αρχιτεκτονική αποτύπωση της εκατονταετηρίδας της Θεσσαλονίκης η έκδοση-κατάλογος δεν ήταν έτοιμη. Κάτι που έχουν στη διάθεσή τους οι Θεσσαλονικείς επισκέπτες της ίδιας έκθεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη μέχρι τις 5 Μαΐου στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Οσοι έχουν ήδη στα χέρια τους την εκδοτική αποτύπωση της έκθεσης (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press) καταλαβαίνουν γιατί υπήρξε αυτή η μικρή καθυστέρηση.

Δεν έχω δει την έκθεση στη Θεσσαλονίκη, αλλά ακούω ότι κι εδώ οι φίλοι μας από τον Βορρά ήταν πιο τυχεροί. Οταν την επισκέφθηκα για πρώτη φορά στο Μπενάκη της Πειραιώς είχα μία κάπως κλειστοφοβική αίσθηση: πυκνό, πυκνότατο υλικό, μάλλον στριμωγμένο σε λιγότερα τετραγωνικά απ’ όσα θα άξιζαν σε μία έκθεση με τόσο υψηλές φιλοδοξίες. Να καταγράψει, δηλαδή, τις συναρπαστικές μεταβολές στη διαδρομή από την πολυπολιτισμική, περιφερειακή μητρόπολη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ήταν η Θεσσαλονίκη παραμονές της εισόδου του ελληνικού στρατού το 1912, στο δυναμικό αστικό κέντρο της σύγχρονης Ελλάδας.

Προσωπικά δεν θυμάμαι ανάλογη προσπάθεια στην πρόσφατη εκδοτική παραγωγή. Κι αυτό το καθόλου αμελητέο επίτευγμα το χρεώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου ο αρχιτέκτονας, καθηγητής και ιστορικός της Αρχιτεκτονικής Βασίλης Κολώνας, ο οποίος συγγραφικά έγινε γνωστός από τις εργασίες του για την Ιταλική Αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα, το Μέγαρο Μετοχικού Ταμείου Στρατού και τους Ελληνες αρχιτέκτονες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν θυμάμαι, δηλαδή, μια τόσο συστηματική και ενδελεχή ερευνητική δουλειά σε πλήθος αρχείων και κάθε είδους πηγών (με τη συνεισφορά της αρχιτέκτονος Σωτηρίας Αλεξιάδου) που να αποδίδει ένα τόσο πληθωρικό υλικό: σχέδια (με την ευκαιρία της έκθεσης ήρθαν στο φως σχέδια του Εμπράρ, των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαμε), μακέτες, φωτογραφίες που αποκαλύπτουν το μέγεθος της αρχιτεκτονικής παραγωγής της πόλης σε διαστάσεις και κατευθύνσεις που δεν υποψιαζόμασταν. Γιατί συμβαίνει αυτό το «παράδοξο» με τη Θεσσαλονίκη: οι γνώσεις μας για την αρχιτεκτονική της εστιάζονται σε δύο – τρία βασικά κεφάλαια της ιστορίας της (Σχέδιο Εμπράρ, εκλεκτικισμός, μοντέρνο κίνημα), με αποτέλεσμα να διαπιστώνονται σημαντικά κενά σε ενδιάμεσες περιοχές. Κι αυτές οι ημιφωτισμένες ή και… κατασκότεινες περιοχές απορρόφησαν μεγάλο μέρος του χρόνου του Βασίλη Κολώνα, ο οποίος φροντίζει να τις αναδεικνύει. Ενα – δύο ενδεικτικά παραδείγματα: οι περισσότεροι από τους σημαντικούς και γνωστούς αρχιτέκτονες των Αθηνών δούλεψαν και στη Θεσσαλονίκη.

Ο Β. Κολώνας, επίσης, συστήνει σε ένα ευρύτερο κοινό τον πολύ σημαντικό Θεσσαλονικιό αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Φιλίππου. Κυρίως, όμως, ξετυλίγει το κουβάρι μιας πυκνής και πολυεπίπεδης παραγωγής έτσι όπως δεν το τόλμησε κανείς στο παρελθόν.

Από την ανοικοδόμηση στο σήμερα

Τίτλος του βιβλίου είναι «Η αρχιτεκτονική μιας εκατονταετίας, Θεσσαλονίκη 1912-2012» και ο Βασίλης Κολώνας τον παίρνει πολύ σοβαρά. Αρχίζει δηλαδή την αφήγησή του με τις εντυπώσεις του Φίλιππου Δραγούμη και του ανταποκριτή της «Εστίας» από την πόλη του 1912. Σ’ ένα τόσο φιλόδοξο έργο θα είχε πιθανότατα θέση μία τοποθέτηση της Θεσσαλονίκης στον παραπαίοντα οθωμανικό κόσμο στο γύρισμα του προηγούμενου αιώνα. Αλλά με τόσο υλικό στα χέρια του κατανοούμε τις δεσμεύσεις που αυτό δημιουργεί κάτω από συνθήκες πίεσης. Η δομή της έκδοσης ακολουθεί την αντίστοιχη της έκθεσης. Είναι, κατά βάση, χρονολογική και χωρίζεται σε τρεις βασικές ενότητες: η αρχιτεκτονική της ανοικοδόμησης (1912-1940), μεταπολεμική αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη (1947-1978) και η σημερινή πόλη (1978-2012). Το φωτογραφικό υλικό (στην έκδοση εμπλουτισμένο κατά 20% περίπου σε σχέση με ό,τι είδαμε στο Μουσείο Μπενάκη) ακολουθεί την επιθυμία του εμπνευστή και επιμελητή της έκθεσης να παρουσιάζονται δηλαδή τα κτίρια στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Αυτό δεν γίνεται από διάθεση ωραιοποίησης, αλλά για να αποδοθούν με δικαιοσύνη οι προθέσεις των δημιουργών και να αποδοθεί, στο μέτρο του δυνατού, το πνεύμα της εποχής. Θα θέλαμε, ίσως, περισσότερες φωτογραφίες με «ατμόσφαιρα πόλης», όμως μην ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια αρχιτεκτονική έκδοση, έστω κι αν έχει την ευγενή πρόθεση να απευθυνθεί σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Πάντως δεν λείπουν ούτε αυτές, με πιο χαρακτηριστική τη φωτογραφία της σελίδας 48, όπου καταγράφεται ολοζώντανα μια σκηνή δρόμου στη συμβολή της Εγνατίας με την οδό Βενιζέλου. Αριστούργημα… Και συμπτωματικά: πρόκειται για το σημείο που ανακαλύφθηκαν από τους αρχαιολόγους τα σημαντικά ευρήματα της βυζαντινής Θεσσαλονίκης στη διάρκεια της κατασκευής του μετρό.

Συμπληρωματικά προς την έκθεση, στις 25 Απριλίου διοργανώνεται συζήτηση με τους εν δράσει αρχιτέκτονες στη Θεσσαλονίκη των δεκαετιών ’60 και ’70. Συζήτηση που θα διευθύνει ο συγγραφέας της έκδοσης.

Εν κατακλείδι: ο Βασίλης Κολώνας έπρεπε να φτάσει στο τέταρτο βιβλίο του για να γράψει για την πόλη που γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε. Φαίνεται πως υπήρχε λόγος που περίμενε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή