«Ηταν μεσάνυχτα της Δευτέρας 5 Οκτωβρίου 1998 στη Θεσσαλονίκη και στη Μονή Λαζαριστών, όταν κατέφτανε το φορτηγό αυτοκίνητο με τα έργα της περίφημης συλλογής Κωστάκη. Πυροσβεστικά οχήματα και περιπολικά συνόδευαν την αποστολή. Ο χώρος είχε περικυκλωθεί από πάνοπλους αστυνομικούς. Οταν οι τελωνειακοί έδωσαν εντολή να ανοίξουν οι βαριές πόρτες του φορτηγού, το θέαμα ήταν τόσο απλό και τόσο πολύ συνηθισμένο: 72 μεγάλα χάρτινα κιβώτια και ξύλινα κουτιά και μπαούλα, ήταν το περιεχόμενο. Πίσω από όλα αυτά υπήρχε ο συλλέκτης, αυτός που με περισσή φροντίδα, από τα πανάρχαια ακόμα χρόνια συλλέγει τα έργα, τα τακτοποιεί και τα καλύπτει με βαρύτιμα υφάσματα για να τα προστατεύσει από τις σκόνες, τις φθορές και τα βλέμματα των τυχαίων επισκεπτών».
Ετσι καταγράφει ο Μίλτος Παπανικολάου, ο πρώτος διευθυντής του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, την άφιξη της συλλογής στην Ελλάδα. Είχαν προηγηθεί πολυετείς και επίπονες διαπραγματεύσεις με την οικογένεια του Κωστάκη, ο οποίος είχε πεθάνει το 1990, χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί ποια θα ήταν η κατάληξη του θησαυρού του. Τελικά, το ελληνικό κράτος ήρθε σε συμφωνία με τους κληρονόμους και έτσι αυτό το corpus έργων κατέληξε στη Θεσσαλονίκη. Φέτος με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Κωστάκη, το ΚΜΣΤ διοργανώνει ένα φιλόδοξο εκθεσιακό αφιέρωμα που θα αναδείξει όλες τις πτυχές της προσωπικότητάς του αλλά και της συλλογής, η οποία άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε τις εξελίξεις στην τέχνη το πρώτο μισό του 20ού αιώνα για τον κυβοφουτουρισμό, τον σουπρεματισμό και τον κονστρουκτιβισμό.
Ποιος όμως ήταν ο Γιώργος Κωστάκης, ο άνθρωπος που χρημάτισε για δεκαετίες οδηγός στην ελληνική, σουηδική και καναδική πρεσβεία; Πώς χωρίς να έχει την απαραίτητη κατάρτιση κατάφερε να διακρίνει την τεράστια καλλιτεχνική αξία έργων, που είχε καταδικάσει στη λήθη και την απαξίωση ο σταλινισμός και που συχνά οι ίδιοι οι δημιουργοί τους τα κατέστρεφαν ή τα έκρυβαν; Ο Ρότσενκο είχε μετατρέψει έναν πίνακά του σε πάγκο όπου έκοβαν το κρέας. Ενας άλλος πίνακας της Πόποβα, που ανακάλυψε σε ένα σπίτι στο Ζβένιγκορντ λίγο έξω από τη Μόσχα, χρησίμευε για να βουλώνει μια τρύπα στον τοίχο. Για να τον αποκτήσει ο Κωστάκης, πήγε σε έναν ξυλουργό και παρήγγειλε ένα αντίστοιχου μεγέθους κόντρα πλακέ. Κάθε έργο που μάζεψε είχε από πίσω του μια αντίστοιχη ιστορία καθώς το κίνημα της ρωσικής Πρωτοπορίας (1910-1930) έπεσε σε δυσμένεια και θεωρήθηκε ότι πρόδωσε τις αρχές του κομμουνιστικού ιδεώδους.
Ο Κωστάκης, γιος εμπόρου από τη Ζάκυνθο, γεννήθηκε στη Μόσχα το 1913 όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Επιασε δουλειά ως οδηγός και στο πλαίσιο των καθηκόντων του συνόδευε ξένους διπλωμάτες στις επισκέψεις του σε παλαιοπωλεία. Τότε αφυπνίστηκε το καλλιτεχνικό του αισθητήριο, μπροστά στα ακριβά χαλιά, τα έπιπλα αντίκες, τα κοσμήματα και τις πορσελάνες. Εχοντας το προνόμιο του να πληρώνει σε συνάλλαγμα, ο Κωστάκης πετύχαινε καλύτερες τιμές. Αγόρασε το 1931 το πρώτο αντικείμενο της συλλογής του, ένα πορσελάνινο αγαλματίδιο του Ναπολέοντα. Συνέχισε με πίνακες Φλαμανδών ζωγράφων, χαλιά, υφαντά και αντικείμενα αργυροχρυσοχοΐας.
Ενστικτο και πείσμα
Το 1946 είδε για πρώτη φορά ένα έργο της Ροζάνοβα. Το αγόρασε και όταν το κρέμασε δίπλα στους Φλαμανδούς συνειδητοποίησε σοκαρισμένος «ότι είχε ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στο σκοτάδι» και πως «μπήκε επιτέλους ο ήλιος στο σπίτι του». Αλλωστε πολλά από τα έργα της ρωσικής Πρωτοπορίας, χαρακτηρίζονται ακριβώς από την ένταση των χρωμάτων τους, που για τον Κωστάκη είχε σχεδόν μαγική επίδραση. Προσπάθησε να αγοράσει και άλλα έργα της ίδιας περιόδου, ερχόμενος συχνά αντιμέτωπος με κάθε λογής εμπόδια μιας και το καθεστώς είχε επιβάλει σιωπή γύρω από το κίνημα και είχε ασκήσει διώξεις στους καλλιτέχνες. Παρόλα αυτά ο Κωστάκης με απίστευτο πείσμα εντοπίζει τους ίδιους ή τους συγγενείς του και φτιάχνει σιγά σιγά μια πλήρη συλλογή, απορρίπτοντας με αλάθητο κριτήριο έργα που δεν έπρεπε να ενταχθούν σε αυτήν.
«Ακόμα και σήμερα μας εντυπωσιάζει βαθιά το ένστικτο του Κωστάκη», τονίζει στην «Κ», η Μαρία Τσαντσάνογλου, νυν διευθύντρια του ΚΜΣΤ, η οποία επωμίστηκε και τη διοργάνωση της έκθεσης για τον συλλέκτη. «Θέλουμε να δώσουμε έμφαση στην ιδιαίτερη ματιά του μέσα από αρχειακό υλικό αλλά και να αναβιώσουμε μια ολόκληρη εποχή με ντοκουμέντα» συμπληρώνει. Μαζί με τα έργα ρωσικής Πρωτοπορίας, ο Κωστάκης συλλέγει και ρωσικές εικόνες του 15ου και του 17ου αιώνα, διαισθανόμενος τη σχέση της βυζαντινής και ρωσικής αγιογραφίας με το ριζοσπαστικό κίνημα που γεννήθηκε λίγο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ολα του τα αποκτήματα, τα στέγαζε μέσα στο μικρό του διαμέρισμα στη Μόσχα με πίνακες που κρέμονταν ανά τρεις τέσσερις σειρές. Η φήμη της συλλογής είχε περάσει τα ρωσικά σύνορα και όποια σπουδαία προσωπικότητα επισκεπτόταν την πόλη, πήγαινε στο σπίτι του Κωστάκη για ξενάγηση. Η κόρη του Αλίκη θυμάται να έχει 40 πυρετό από κάποιο κρυολόγημα και πάνω από το κεφάλι της να σκύβει ο Ροκφέλερ για να θαυμάσει από κοντά τα έργα. Πρόεδροι κρατών, πρωθυπουργοί, διευθυντές μουσείων στη Δύση, συλλέκτες, όλοι πέρασαν από τα δύο μικρά δωμάτια, όπου στεγαζόταν η πενταμελής οικογένεια και έμεναν με ανοιχτό το στόμα.
Το υψηλό τίμημα της διαπραγμάτευσης
Στα τέλη της δεκαετίας του 70, ο Κωστάκης αποφάσισε να φύγει από την ΕΣΣΔ και άρχισε να διαπραγματεύεται την αποχώρησή του έχοντας ως ισχυρό χαρτί τη συλλογή. Για να κερδίσει την ελευθερία του το 1977, αναγκάστηκε να αφήσει στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ το 80% της συλλογής, ήτοι 144 πίνακες, 656 σχέδια καθώς και τις ρωσικές εικόνες. Για πολλούς, αυτό το τμήμα ήταν και το πολυτιμότερο, καλλιτεχνικά και χρηματιστηριακά.
Το δικό μας μέρος της συλλογής Κωστάκη που αγοράστηκε από το ελληνικό κράτος είχε 1.277 έργα (πίνακες, σχέδια, κατασκευές, πορσελάνες). Περιέχει έργα των σημαντικών καλλιτεχνών για τη Ρωσική Πρωτοπορία, των οποίων η τεράστια συμβολή έγινε πιο γνωστή τα τελευταία χρόνια. Ανάμεσά τους είναι οι Λιούμποβ Ποπόβα, Σολομών Νικρίτιν, Ολγα Ροζάνοβα, Ιβάν Κλιουν, Αλεξάντρ Ρότσενκο, Γκούσταβ Κλούτσις μαζί με έργα του Καντίνσκι και του Μάλεβιτς. Μαζί με τα έργα, περιήλθε στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το αρχείο της οικογένειας Κωστάκη.
Το Κέντρο Πομπιντού
Ηδη από το 1979, το Κέντρο Πομπιντού είχε εκθέσει έργα της συλλογής σε μια έκθεση για την εικαστική συνομιλία Παρισιού – Μόσχας. Ακολούθησαν πολλές παρουσιάσεις στην Ευρώπη και την Αμερική.
Εμείς στην Αθήνα είδαμε τη συλλογή σε έκθεση της Πινακοθήκης, την οποία επιμελήθηκε η Αννα Καφέτση το 1995. «Υπάρχουν κάποια σχέδια για μια μεγάλη έκθεση που θα επανενώσει τη συλλογή του ΚΜΣΤ και της Τρετιακόφ, πιθανώς το 2016 που είναι το έτος Ρωσίας – Ελλάδας» λέει η Μαρία Τσαντσάνογλου, που υποστηρίζει ότι ανάμεσα στα δύο μουσεία υπάρχουν αγαστές σχέσεις για ανταλλαγή τεχνογνωσίας.
Η έκθεση στη Μονή Λαζαριστών θα διαρκέσει μέχρι και τις 29 Δεκεμβρίου και έχει πλήθος εκπαιδευτικών προγραμμάτων.