Η αστική κληρονομιά της Κυψέλης

Η αστική κληρονομιά της Κυψέλης

4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο τίτλος ίσως φαίνεται παράξενος σε κάποιους: κατά την τελευταία 20ετία, η Κυψέλη (και σε κάποιο βαθμό και το Παγκράτι) συστηματικά χρησιμοποιείται ως το παράδειγμα της κατ’ εξοχήν «ζούγκλας του τσιμέντου» στην Αθήνα, ένα παράδειγμα προς αποφυγήν.

Η Κυψέλη άνθησε στα μέσα του 20ού αιώνα. Κατά τις δεκαετίες 1920-1970 αποτελούσε, μαζί με το Κολωνάκι, τη Βικτώρια και την περιοχή Ανακτόρων, τον αστικό πυρήνα της Αθήνας. Οι περιοχές αυτές μοιράζονται μια κοινή αρχιτεκτονική κληρονομιά αποτελούμενη κυρίως από μεσοπολεμικά και πρώιμα μεταπολεμικά κτίρια. Οταν η Αθήνα αγκάλιασε τόσο ένθερμα τον μοντερνισμό, τη δεκαετία του ’30, οι περιοχές αυτές άρχισαν να ανοικοδομούνται με πολυκατοικίες με στοιχεία Art Deco και Βauhaus, πολύ πριν η πολυκατοικία εξαπλωθεί στην υπόλοιπη Αθήνα.

Αρχιτεκτονική

Μετά τον πόλεμο, πολυκατοικίες για μια μεσο- και μεγαλο-αστική αγορά, χτισμένες από διαπρεπείς αρχιτέκτονες, άρχισαν πάλι να οικοδομούνται. Συναντά κανείς ακόμη και στους χαμηλούς ορόφους μεγάλα διαμερίσματα, ενώ στα ρετιρέ και σε σημεία όπως η Φωκίωνος Νέγρη υπάρχουν διαμερίσματα 250-300 τ.μ. Η Κυψέλη έχει μια 100% αστική κληρονομιά – δεν χτίστηκε ούτε ως προσφυγικός συνοικισμός ούτε σε ανταπόκριση στο ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Είναι ακριβώς αυτή η πρώιμη ανοικοδόμησή της που την καθιστά πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τις περισσότερες αθηναϊκές συνοικίες, οι οποίες ανοικοδομήθηκαν με άσχημο τρόπο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60 – όταν ο αείμνηστος Καραμανλής, τον οποίον όλοι αγαπούν να μισούν για το θέμα της ανοικοδόμησης, ζούσε εκτός Ελλάδος. Σε μια πόλη που έχει αχανείς εκτάσεις άνευ οποιουδήποτε αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, η Κυψέλη είναι ένα «ανθολόγιο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, από την κλασικιστική εποχή, την προπολεμική και μεταπολεμική περίοδο του μοντέρνου κινήματος», όπως αναφέρει η καθηγήτρια του ΕΜΠ. Ε. Πορτάλιου.

Πώς εξηγείται λοιπόν αυτή η γενική δυσφήμηση της Κυψέλης; Η απάντηση είναι προφανής: το γενικό κοινό σήμερα δεν έχει αστικές αναφορές. Η οδυνηρή ασχήμια μεγάλων εκτάσεων της ευρύτερης Αθήνας ουδέποτε σχολιάζεται – πράγμα που δείχνει ότι η κριτική δεν έχει να κάνει με αισθητικά θέματα. Η Κυψέλη δεν κριτικάρεται γιατί δεν μοιάζει με την Πλάκα (η οποία άλλωστε είχε εξαθλιωθεί πριν ληφθούν τα σχετικά μέτρα από τον Στ. Μάνο στα τέλη της δεκαετίας του ’70). Κριτικάρεται γιατί δεν μοιάζει με πρόχειρα ανοικοδομημένο χωριό – όπως η μισή Αττική. Είναι αστική, άρα ξένη. Ασφαλώς και το Κολωνάκι είναι ακριβώς το ίδιο – αλλά παραμένει ακριβό, και αυτό αρκεί ως κριτήριο για τους περισσότερους. Και συνεχώς όλο και κάποιος σωτήρας έχει την ιδέα να «γκρεμίσουμε μερικά τετράγωνα στην Κυψέλη» για να αποκτήσει «πράσινο». Βεβαίως η Κυψέλη από τη μια ακουμπά σε ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα της Αθήνας κι από την άλλη διασχίζεται από έναν μεγάλο και καταπράσινο πεζόδρομο, ενώ είναι από τις λίγες αθηναϊκές γειτονιές που έχουν πολλές, μεγάλες και κανονικές δενδροστοιχίες στους δρόμους τους. Αλλά, στην πόλη που από επίσημα χείλη υποστηρίχθηκε με επιμονή ότι πρέπει να κατεδαφιστούν διατηρητέα κτίρια της Δ. Αρεοπαγίτου για να βελτιωθεί η θέα της καφετέριας του Μουσείου της Ακρόπολης, όλα είναι αναμενόμενα.

Η μεγάλη φυγή

Εύλογα θα διερωτηθεί κανείς αν υποστηρίζω ότι όλα είναι καλά με τη σημερινή Κυψέλη. Κάθε άλλο. Η υποβάθμιση είναι προφανής. Από τη δεκαετία του ’80, όταν το νέφος είχε φτάσει σε αφόρητα επίπεδα, άρχισε η τάση της φυγής από το κέντρο. Πολλοί ήθελαν να φύγουν, αλλά εκείνοι που μπορούσαν να το κάνουν ήταν οι κάτοικοι των πιο εύπορων κεντρικών περιοχών. Ποιες ήταν αυτές; Οι τέσσερις που προαναφέρθηκαν. Από αυτές, το Κολωνάκι και η περιοχή του Προεδρικού Μεγάρου ευτυχώς ουδέποτε κινδύνευσαν, λόγω εγγύτητος στο κυβερνητικό κέντρο. Οι άλλες δύο, Κυψέλη και ακόμη περισσότερο η Βικτώρια, άδειασαν σε μεγάλο ποσοστό από τους παλαιούς τους κατοίκους και κατοικήθηκαν από μετανάστες.

Αυτό το απλό ιστορικό γεγονός που οδήγησε στην υποβάθμιση είναι ελάχιστα γνωστό. Οι περισσότεροι αναμασούν στερεότυπα του τύπου «έχει μεγάλη πυκνότητα» (κάτι που ισχύει για κάθε κεντρική αστική περιοχή), «έχει παλιά διαμερίσματα» (κάτι που στην πραγματικότητα είναι προσόν, άλλωστε έχει κτιριακό δυναμικό απολύτως παρόμοιο –χρονικά, αισθητικά και κατασκευαστικά– με του Κολωνακίου), «δεν έχει θέσεις στάθμευσης» (μη γνωρίζοντας ότι στο Παρίσι η μέση 5ώροφη πολυκατοικία είναι 100-150 ετών και φυσικά δεν έχει θέσεις στάθμευσης) ή «δεν έχει πράσινο» (αυτό ήδη το συζητήσαμε).

Οταν, προ πενταετίας, άρχισα να φωτογραφίζω και να δημοσιεύω στο Διαδίκτυο εικόνες από τα αναρίθμητα αξιόλογα κτίρια της περιοχής –ξεκινώντας κάτι που, χαίρομαι να πω, συνεχίζεται εντατικότερα κι από άλλους– θυμάμαι να συναντώ στον δρόμο δύο κοπέλες, μαθήτριες Λυκείου μάλλον, που σχολίαζαν «μα τι βγάζει στην Κυψέλη;». Εκείνη την ώρα φωτογράφιζα ένα ωραιότατο εκλεκτικιστικό κτίριο. Ακουσα την κουβέντα τους, τις ρώτησα τι εννοούσαν, και κατάλαβα από την απάντηση ότι δεν έβλεπαν αυτό που ήταν μπροστά τους. Το έβλεπαν ασφαλώς ως εικόνα, αλλά δεν το προσελάμβαναν ως αισθητική αξία ή ως αξία ποιότητας ζωής.

Επιστροφή και θυσίες

Η άφιξη του μετρό στην πλατεία Κυψέλης και στα Δικαστήρια και η επιστροφή του τραμ στην Πατησίων σίγουρα θα αποτελέσουν σημείο καμπής. Αλλά πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα. Πρέπει σε κάποιους δρόμους να διαπλατυνθούν τα πεζοδρόμια θυσιάζοντας μια σειρά στάθμευσης (όπως έγινε στην οδό Παπατσώρη στη Νεάπολη), με ταυτόχρονη δημιουργία εκτεταμένου δικτύου λωρίδων ποδηλάτου· να τοποθετηθούν φυσικά εμπόδια (κολωνάκια) σε όλα τα πεζοδρόμια· να εφαρμοστεί μια τακτική μηδενικής ανοχής για φραγμένες διαβάσεις και γενικώς παρεμπόδιση κίνησης πεζών. Πρέπει να δοθούν οικονομικά κίνητρα για ανακαινίσεις κτιρίων καθώς και για ευπρεπισμό των κατά μήκος στοών, μέσα στις οποίες θα μπορούσε να τοποθετηθεί δημοτικός φωτισμός. Πρέπει η περιοχή να γίνει ελκυστική για όσους θέλουν να ζουν σε μια κεντρική αστική συνοικία, για όσους η αστική ζωή έχει κάποιο νόημα και δεν θεωρούν αυτονόητο ότι θα έχουν από 2 αυτοκίνητα σε κάθε σπίτι – και ότι, αν τα έχουν, θα πρέπει ο δήμος (δηλαδή οι άλλοι πολίτες) να τους παράσχουν θέση στάθμευσης. Για τους άλλους, υπάρχουν περίχωρα για όλα τα βαλάντια.

*Ο κ. Αλέξανδρος Α. Λάβδας είναι διδάκτωρ Νευροβιολογίας του University College London και εργάζεται ως Senior Researcher στο European Academy (EURAC) στο Bolzano.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή