Το παραμύθι «θέλω να γίνω διάσημος» μας τελείωσε

Το παραμύθι «θέλω να γίνω διάσημος» μας τελείωσε

5' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι περαστικοί της οδού Αρχελάου 5 σαν βλέπουν ανοιχτά τα ρολά του ισογείου και στο εσωτερικό του να πηγαινοέρχονται νέα παιδιά, κοντοστέκονται. Οταν προσέχουν στο βάθος τον μεγάλο βράχο, ακριβώς στην «πλάτη» του χώρου, ξεθαρρεύουν: «Με συγχωρείτε, τι γίνεται εδώ;».

Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου είχε απαντήσει και σε άλλους που τον ρώτησαν εκείνο το απόγευμα, μία εβδομάδα πριν από την πρεμιέρα: «Θέατρο, να έρθετε να μας δείτε». Το «Skrow», ο νέος χώρος πολιτισμού του Παγκρατίου, που δημιουργήθηκε από την ομώνυμη ομάδα «Skrow Theatre Group» και έχει στόχο να αγκαλιάσει νέους δημιουργούς απ’ όλους τους χώρους, υποστηρίζοντας εργαστήρια, εκθέσεις και λάιβ με ακουστικό ήχο, θα είναι ο νέος τόπος έκφρασης της περιοχής.

Κι αν Skrow είναι εκείνος που έχει χάσει τον προσανατολισμό του, «κάποιος που νιώθει χαμένος», οι 30ρηδες που αποτελούν τον βασικό πυρήνα της ομάδας (Μαρία Φιλίνη, Κατερίνα Μαυρογιώργη, Σεραφείμ Ράντης, Νίκος Μαραμαθάς) εκτός από τον σκηνοθέτη – ηθοποιό Βασίλη Μαυρογεωργίου, αναζητούν μια ταυτότητα σε μια δύσκολη εποχή. «Μας έφαγαν οι δρόμοι να βρούμε ένα θέατρο που προσφέρει το κατάλληλο ύψος, έχει έξοδο κινδύνου και δεν είναι κλειστοφοβικό για τους θεατές», λέει ο 35χρονος σκηνοθέτης, τονίζοντας ότι η αναζήτηση δεν ήταν εύκολη.

Είδαν πολλούς χώρους, απέρριψαν πολλές αποθήκες, σε κάποιες περιπτώσεις τους απέρριψαν και τους ίδιους σαν άκουσαν πως θέλουν να ανοίξουν θέατρο και τελικά, ένα απόγευμα που κάθονταν απογοητευμένοι στο στέκι τους, το Small 8, ένα κορίτσι έριξε την ιδέα: «Γιατί δεν κοιτάτε το απέναντι ισόγειο;». Η κλειστή πόρτα θύμιζε γκαραζόπορτα σπιτιού, όταν άνοιξε όμως, αποκαλύφθηκε ένας βράχος.

Αυτό το παλιό δίπατο της δεκαετίας του ’50, από πάνω κατοικία και από κάτω αποθήκη ξυλείας που αργότερα έγινε εκθεσιακός χώρος για προκατασκευασμένα σπίτια, ενθουσίασε όλη την ομάδα. Ενα θέατρο 180 τετραγωνικών απέναντι από καλόγουστο μπαρ καφέ του κυρίου Μίλτου, με τους τζαζ, ροκ και φανκ ήχους – «ανάσα» για πολλούς ψαγμένους που μπούχτισαν από τη στημένη ατμόσφαιρα στο Γκάζι. Δίπλα στο Αλσος Παγκρατίου. Κάπως έτσι αλλάζουν οι γειτονιές.

Αρχή με μαύρη κωμωδία

Εκλεισαν τον χώρο για δέκα χρόνια διαλέγοντας για αρχή μια μαύρη κωμωδία που ταιριάζει στην εποχή. «Ενας άνθρωπος υπό χρεοκοπία» του Ντέιβιντ Λεσκότ, σκηνοθέτη, συγγραφέα και μουσικού, που τα έργα του μεταφράζονται και παίζονται σε διάφορες γλώσσες: αγγλικά, ισπανικά, γερμανικά, πορτογαλικά.

Μιλάει, βέβαια, για μια προσωπική χρεοκοπία. Ενας άνθρωπος, πωλητής στο επάγγελμα, χάνει τα πάντα. Τον εγκαταλείπει η γυναίκα του, δεν έχει δουλειά και ένας εντεταλμένος εκκαθαριστής εμφανίζεται και του παίρνει ό,τι απέμεινε γιατί δεν έχει να πληρώσει τα χρέη του. «Σιγά σιγά τον βλέπουμε να μετατρέπεται σε κλοσάρ. Ενώ ο χωροχρόνος στον οποίο ζει αρχίζει να μεταβάλλει τα πάντα γύρω του.

Παρηγοριά του είναι ένα παλιό βιβλίο επιστημονικής φαντασίας που έκλεψε από τη γυναίκα του την ώρα που τον εγκατέλειπε. «Ο άνθρωπος που συρρικνώνεται» αλλάζει και τη δική του ζωή, αφού τον παρακολουθούμε να χάνεται μέσα στη φαντασίωση, ενώ με τον εκκαθαριστή αναπτύσσει μια σχέση εξάρτησης. Οπως έχουμε εμείς με την τρόικα».

Αναρωτιέσαι «δεν φοβούνται το βάρος που ανέλαβαν σε μια τέτοια εποχή;». Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου διαφωνεί. «Δεν υπάρχει ρίσκο. Ο,τι και να κάνεις, δεν πληρώνεσαι. Αρα μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις. Την οικονομική αγωνία την έχω χρόνια, όσο για την καταστροφή, είναι κατά κύριο λόγο προσωπική και όχι οικονομική. Αν κάτσεις στο σπίτι σου για να προστατευθείς και περιμένεις, θα διαλυθείς από το άγχος και την απραξία».

Από τα τηλεφωνήματα, τους καλλιτέχνες που μπαινοβγαίνουν στον χώρο, είναι φανερό ότι έχουν έρθει «ενισχύσεις». Εκείνη την ώρα τηλεφωνεί και η Μαριάννα Κάλμπαρη. «Ερμηνεύει τα τραγούδια της παράστασης και ο άντρας της, ο Διαμαντής Καραναστάσης, μας φτιάχνει τρέιλερ και σποτάκια για το ραδιόφωνο. Η Στέλλα Κάλτσου τα φώτα, η Κλεοπάτρα Κατσαλή τα σκηνικά. Το χρήμα είναι ένα είδος εξουσίας που δίνει δύναμη. Η δική μας πειθώ είναι η δουλειά».

Στην εποχή του τζάμπα

Οταν τελείωσε τις σπουδές κόμικς-καρτούν στη σχολή του Ορνεράκη και στη συνέχεια τη δραματική σχολή της Νέλλης Καρρά, οι καιροί ήταν πιο ανέμελοι. Συνεργάστηκε με τον Γιάννη Νταλιάνη, το Θέατρο του Νότου, τον Θωμά Μοσχόπουλο, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, το Θέατρο του Νέου Κόσμου, όπου έκανε «μπαμ» με την «Κατσαρίδα» που ανέβασαν με τον Κώστα Γάκη, κι έκτοτε τρέχει με φόρα στο Εθνικό Θέατρο και σε άλλες μικρότερες σκηνές της Αθήνας.

«Με τραβάει η κοινωνικοποίηση, η έννοια της συνύπαρξης, ότι αγωνιζόμαστε για κάτι. Αυτή την εποχή, εύκολα μπαίνεις σε μια ομάδα γιατί σου δίνει ασφάλεια, καλλιτεχνικά και πολιτικά. Για μένα, η ομάδα πρέπει να είναι αυτό που σε εξελίσσει και όχι αυτό που σε προστατεύει. Τα τελευταία χρόνια στο θέατρο διακρίνω έντονη πολιτικοποίηση. Οταν βγήκε η γενιά μου, δεν είχαμε την αίσθηση της πολιτικής σκέψης. Πηγαίναμε σε πορείες για αστεία θέματα. Τώρα που έπεσε το ταμπλό της κοροϊδίας και βλέπουμε πιο καθαρά γύρω μας, η γενιά των 30άρηδων αισθάνεται ότι οφείλει να κάνει κάτι. Ζούμε σε μια χώρα επικίνδυνη, όπου τα πράγματα τρέχουν προς την καταστροφή, σε ακραίες κοινωνικές και πολιτικές απόψεις, όπου πρωταγωνιστούν ο φόβος, η βία και ο ρατσισμός».

Παραδέχεται ότι τη δεκαετία που έχει στον χώρο έκανε πολλά και διαφορετικά. Συγγραφή, σκηνοθεσία, υποκριτική… Δεν μοιάζει να έχει ξεκαθαρίσει τι προτιμά. Αρκεί ένα κείμενο ή μια ιδέα να τον τραβήξει. Ηδη πάντως ετοιμάζει το κείμενο που θα ανέβει την επόμενη σεζόν. «Τώρα πια γράφω απευθείας στον υπολογιστή. Στην αρχή το πληκτρολόγιο με τρόμαζε, ένιωθα ότι γράφω έκθεση ιδεών κι έτσι προτιμούσα το μαγνητόφωνο». Μπορεί να μιλήσει και για διαψεύσεις. «Στο ξεκίνημα είχαμε την αίσθηση πως κάποιος θα μας προστατεύσει. Οταν βγήκα από τη σχολή, υπήρχαν δεκάδες φεστιβάλ και πολλές επιλογές. Τώρα δεν υπάρχουν ούτε θεοί, ούτε Μαικήνες, ούτε προστάτες. Να ’ναι καλά οι γονείς που στηρίζουν το όνειρο και την τρέλα των παιδιών τους». Οι δικοί του είναι νέοι σε ηλικία και αντίληψη. «Η μαμά μου με έκανε στα 16 της. Με συνέλαβαν σε πάρτι».

Η γενιά του σκόνταψε στην παιδικότητά της. «Μεγαλώσαμε σε παραμύθια, ότι οι γονείς μας ήταν κάτι σαν τους τελευταίους χίπηδες που είχαν έντονη απελευθέρωση και μούρλα και ύστερα ο κόσμος τους έγινε σοσιαλιστικός και όλα θα ήταν καλύτερα: η ψήφος θα μετρούσε, όπως η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Τελικά, τίποτα δεν πήγε καλά. Και τώρα βιώνουμε την εποχή του τζάμπα. Εμειναν μόνο τα κόκαλα από την μπριζόλα».

Στους μαθητές του στη δραματική σχολή που διδάσκει (Ν. Καρρά) παρατηρεί ότι πολλοί έρχονται απλώς για τη διαδρομή. «Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι μια αναζήτηση μέχρι να σε βρει αυτό που είσαι προορισμένος να κάνεις και όχι να το βρεις εσύ. Οσοι προορίζονται γι’ αυτό, θα βρουν τον δρόμο. Συνήθως οι ερωτήσεις των παιδιών εκφράζουν την προσωπική τους ανασφάλεια. Υπάρχουν και ουσιαστικές “ποια βιβλία πρέπει οπωσδήποτε να έχω διαβάσει”. Πάντως, το παραμύθι “θέλω να γίνω διάσημος” τελείωσε».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή