«Ολοι κρύβουμε μια Στέλλα μέσα μας»

«Ολοι κρύβουμε μια Στέλλα μέσα μας»

5' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην Πειραιώς, στο ύψος 225 σχεδόν απέναντι από το Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», στον χώρο που επί υπουργίας Μπενάκη –97 χρόνια πριν– χτίστηκαν τα Σφαγεία της Αθήνας, σήμερα διακρίνεις μόνο την ταμπέλα των ΚΕΠ και παντού παραίτηση. Η μικρή πόρτα αριστερά, δίπλα στο γκράφιτι με την πολιτική ματιά του Bleeps, της πιο δυνατής «φωνής» στους τοίχους της Αθήνας, σε «καλεί» να την διαβείς λες και θα ανακαλύψεις τι κρύβεται στη γη που ποτιζόταν ώς τη δεκαετία του ’70 από το αίμα των ζώων.

Ο θόρυβος της Πειραιώς μένει πίσω μας, ενώ μπροστά απλώνονται γκρεμισμένα κτίσματα και κάποια απορριμματοφόρα του Δήμου Ταύρου. «Ξέρεις γιατί ονομάστηκε έτσι;», με ρωτάει ο σκηνοθέτης – εικαστικός Γιάννης Σκουρλέτης, δείχνοντας τον χώρο στον οποίο θα ανέβει η παράσταση «Στέλλα travel: η γη της απαγγελίας» (22/6) που βασίζεται στη μυθική «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Λόγω ενός ταύρου που ξέφυγε και άρχισε να τρέχει παντού, σε σπίτια και αυλές, θυμωμένος την εποχή που η περιοχή ονομαζόταν Νέα Σφαγεία, διηγείται με ενθουσιασμό.

Εκεί μπροστά από τις σιδερένιες δέστρες στα απομεινάρια των τοίχων στήνει το δικό του σκηνικό. Δεν είναι το κεντράκι «Ο Παράδεισος» σαν αυτό που τραγουδούσε η Μελίνα, αλλά ένα σουβλατζίδικο με πάλκο, λαμπιόνια και γύρω τις άσπρες πλαστικές καρέκλες που αντιπροσωπεύουν το σήμερα.

Ενα ηθογραφικό θρίλερ. Μια τραγωδία. Ενα σχόλιο πάνω στην ομορφιά και την αμαρτία. Κείμενο γραμμένο από την ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη αποτελεί θεατρική μεταγραφή της κινηματογραφικής ηρωίδας. Προβληματισμένος μετά τη χειμερινή επιτυχία του και θέλοντας να συνεχίσει με το ζήτημα της ελληνικότητας και τους μύθους που μας μεγάλωσαν, ο Γιάννης Σκουρλέτης με την ομάδα Bijoux de Kant διάλεξαν «τη ναυαρχίδα της φιλμογραφίας του Κακογιάννη». «Ηταν μια γυναίκα-σύμβολο αντίστοιχη της Μαριάννας στη γαλλική δημοκρατία. Μια γυναίκα-πρότυπο που θέτει ένα ζήτημα κόντρα στη φύση της και την κοινωνική της θέση. Ο Κακογιάννης μάς κλείνει το μάτι σε πολλά επίπεδα. Η ταινία δεν είναι ηθογραφία. Μετουσιώνει και μετασχηματίζει μύθους όπως της Κάρμεν, από την οποία εμπνέεται ο Ι. Καμπανέλλης στο θεατρικό του “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια”, η οποία έχει τις καταβολές της στη Μήδεια. Είναι ένας αγωγός από τον οποίο προκύπτει η Στέλλα. Δεν φοβόμαστε την αναμέτρηση. Αλλωστε, το κείμενο είναι νέα δραματουργία, η οποία στηρίζεται στην προσπάθειά μας να βρούμε τις δικές μας εγγραφές σε σχέση με μνημειακά πράγματα που μας σημάδεψαν και θέλουμε να γυρίσουμε και να τα αντιμετωπίσουμε. Τα ζητήματα της ελληνικότητας για χρόνια ήταν θέματα-ταμπού για πολλούς καλλιτέχνες. Ομως, τα πράγματα ωρίμασαν και πρέπει να τοποθετηθούμε. Η παράσταση είναι ο τρόπος που έκανε εγγραφή αυτό το μυθικό πλάσμα στην καθημερινότητά μας».

Η εμβληματική κινηματογραφική Στέλλα είχε πάνω της την άλλη Ελλάδα, Μιχάλη Κακογιάννη, Μάνο Χατζιδάκι, Γιάννη Τσαρούχη, Μελίνα Μερκούρη. «Η μουσική είναι λόγια αλλά υποδύεται τη λαϊκή, η Μελίνα είναι μια αστή που υποδύεται μια λαϊκή γυναίκα, ενώ η εικονογραφία του Τσαρούχη με τη λαογραφική ομοφυλοφιλία, τα πορτρέτα των ποδοσφαιριστών και των ανδρών στο δωμάτιο της ηρωίδας, καταγράφει τις μεταμορφώσεις της κοινωνίας. Μια Ελλάδα να προσπαθεί να βρει νέο πρόσωπο μετά τα συντρίμμια του Εμφυλίου, νέες φόρμες που σιγά σιγά θα κατασκευάσουν τον μικροαστό. Η δική μας Στέλλα (Λένα Δροσάκη) είναι ένα νέο σύγχρονο κορίτσι που θα μπορούσε να δουλεύει delivery στο απέναντι φαστφουντάδικο. Ενα κορίτσι χαμένο, τραυματισμένο όπως και η εποχή μας. Ενα κορίτσι που τραγουδάει το “Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι” του Χατζιδάκι, αλλά και Νιρβάνα. Θέλουμε να ανιχνεύσουμε την ποιητική φύση ενός σύγχρονου κοριτσιού. Δεν κάνουμε τη Μελίνα, όμως ούτε τη νιώθουμε εχθρό μας».

Βijoux de Kant, ένα παρεμβατικό σχήμα

Η παράσταση είναι της Bijoux de Kant, της ομάδας που σχημάτισαν με τον μουσικό Κώστα Δαλακούρα, τον ιστορικό τέχνης Αλέξιο Παπαζαχαρία, τον κοινωνιολόγο Αρη Ασπρούλη, την ποιήτρια – συγγραφέα Ειρήνη Σουργιαδάκη και τον Κωνσταντίνο Σκουρλέτη (ΑΣΚΤ), κάνοντας αίσθηση με το που πρωτοεμφανίστηκαν, τον Δεκέμβριο του 2010. Το «Graveyard Band Cafe» σε κείμενα Ελλήνων νεορομαντικών ποιητών είχε επιτυχία, όπως και οι προτάσεις πάνω στον Γκαίτε και τον Λωτρεαμόν, ενώ ο θόρυβος από την τελευταία τους δουλειά στο Ιδρυμα Κακογιάννη «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα» (βασίζεται στο έργο του Γιώργου Ιωάννου) δεν έχει καταλαγιάσει ακόμη. Στο μεταξύ, ανέλαβαν την καλλιτεχνική διεύθυνση του metamatic:taf, ενώ τον χειμώνα ετοιμάζουν το ανέκδοτο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Πολιτισμός: μία κοσμική τραγωδία», με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, και στις 27/6 την έκθεση «Πολιτισμός». «Δεν θέλουμε να είμαστε μία ακόμη θεατρική ομάδα, αλλά ένα παρεμβατικό σχήμα, με έντονη δράση και στα εικαστικά».

Η ξανθούλα με τα έντονα γκρι – γαλάζια μάτια που πλησιάζει μετά τη φωτογράφιση, μιλάει για τη δική της Στέλλα. «Δεν υποδύομαι τη Μελίνα, προσπαθώ να την καταλάβω, να την αισθανθώ. Νομίζω ότι όλοι έχουμε μια Στέλλα μέσα μας. Αυτό το πάθος να πολεμάς για ό,τι θέλεις. Ετσι θέλω να είμαι στη ζωή μου, να παλεύω. Σήμερα η Στέλλα είναι ένα κορίτσι που πίσω από τα θλιμμένα μάτια της κρύβει ένα χαμόγελο». Η Λένα Δροσάκη ήρθε από την Πάτρα αφήνοντας πίσω την οικογένειά της και το Πολυτεχνείο, όπου σπούδασε ηλεκτρολόγος. Λίγο νωρίτερα, είχε ανακαλύψει το θέατρο βλέποντας παραστάσεις στο ΔΗΠΕΘΕ της περιοχής. Ετσι έφτασε να παλεύει στο θεατρικό τοπίο της Αθήνας. Στο «Α λα μανιέρ ντε Ντέιβιντ Λιτντς» που έστησε ο Θάνος Παπακωνσταντίνου την είδαν οι Bijoux de Kant και της πρότειναν τη συνέχεια. «Δεν είναι εύκολο να βρεις το όνειρό σου, αλλά αλίμονο αν ήταν εύκολα τα πράγματα στη ζωή. Μέσα από τη δυσκολία, αν πετύχεις αυτό που θέλεις, είναι μεγαλύτερη η ευτυχία».

Ο λεπτοκαμωμένος Αινείας Τσαμάτης δεν μοιάζει με τον Γιώργο Φούντα. Αναλαμβάνει όμως όλους τους ανδρικούς ρόλους της παράστασης. «Είμαι ο Μίλτος (Γιώργος Φούντας), ο Αλέκος (Αλεξανδράκης), ο Αντώνης (Κώστας Κακαβάς), αλλά και ο μπουζουξής. Ο πρώτος εκφράζει το σαρκικό στοιχείο, ο δεύτερος το ρομαντικό στοιχείο και ο τρίτος το αντρικό πρότυπο της εποχής, ενώ ο μουσικός δίνει ζωή στο κέντρο “Ο Παράδεισος”». Στα 29 του, με περισσότερη πείρα στο σινεμά, δοκιμάζεται για τέταρτη φορά θεατρικά με κάποιο άγχος –δεν το κρύβει– μη και πέσει στο κλισέ της αντιγραφής. «Θέλω να βρω την αλήθεια των προσώπων και επίσης σε ποιο κομμάτι μου κρύβεται ο ρομαντισμός του Αλέκου ή η λαϊκότητα του Μίλτου». Φυσικά και υπάρχει η σκηνή με το μαχαίρι, απαντά –άλλωστε, τον πειράζουν γι’ αυτό οι φίλοι του–, «αλλά δεν είναι όπως στην ταινία. Τη χειριστήκαμε διαφορετικά, βάζοντας την εποχή μας».

Η ψηλή μελαχρινή της παρέας, η Μαριάνθη Παντελοπούλου, συγκεντρώνει στο πρόσωπό της όλες τις ηρωίδες του έργου. «Αλλωστε, όλες έχουν ένα κοινό. Είναι μαζί με τη Στέλλα και ταυτόχρονα αντιμέτωπες. Με έναν τρόπο θα ήθελαν να της μοιάσουν, να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, όμως εγκλωβίζονται στον μικρόκοσμό τους και μένουν απέναντι». Τελειόφοιτη της ΑΣΟΕ, διάλεξε τη σχολή της Νέλλης Καρρά (όπως και ο Αινείας) για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. Πέρυσι στο φεστιβάλ, τον χειμώνα στο Bios, στην παράσταση «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», που σκηνοθέτησε η Ελεάνα Τσίχλη, αλλά και στο «Βαφείο», στον «Καπετάν Μιχάλη» της ομάδας «Μικροσκόπιο». «Αυτό τον δρόμο, να αγαπάς το θέατρο, να το θέλεις από μικρός αλλά να πρέπει πρώτα να αποκτήσεις ένα πτυχίο, ακολουθεί το μισό ελληνικό θέατρο. Ανασφάλεια; Υπάρχει παντού γύρω μας. Δύο χρόνια τώρα μπορεί να μην πληρώνομαι κανονικά –ποιος πληρώνεται άλλωστε–, αλλά ακολούθησα αυτό που ήθελα από την αρχή».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή