Μετανάστευση, παράλληλες ιστορίες

Μετανάστευση, παράλληλες ιστορίες

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πάντα έχω μεγάλο σεβασμό για τους ανθρώπους που γράφουν στο περιθώριο μιας παράλληλης, απαιτητικής επαγγελματικής ζωής. Για όσους βρίσκουν τον χρόνο να αφιερώσουν ένα σεβαστό κομμάτι της προσωπικής τους ζωής στο γράψιμο, ενώ δίπλα τρέχουν υποχρεώσεις, οικογενειακές, οικονομικές και άλλες.

Ναι, ξέρω: σε πολλές περιπτώσεις το αποτέλεσμα δεν κινείται σε ικανοποιητικό επίπεδο και η έκδοση ενός βιβλίου συχνά απαντάει σε προσωπικές ανάγκες που δεν αφορούν παρά έναν πολύ στενό κύκλο αναγνωστών ή αποκλειστικά τον ίδιο τον συγγραφέα.

Από αυτή την άποψη ευχαριστήθηκα διπλά τις «Πύλες εξόδου» του Αλέξανδρου Νίκα, ένα νέο μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μίνωας» και παρουσιάστηκε το βράδυ της περασμένης Δευτέρας στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, στην οδό Ακαδημίας.

Ανθρωπος της αγοράς και των επιχειρήσεων, με καταγωγή από το Σεβαστό Θεσπρωτίας, ο Αλέξανδρος Νίκας καταπιάνεται με ένα θέμα που το γνωρίζει πολύ καλά: το θέμα της μετανάστευσης.

Γιος μεταναστών ο ίδιος, μεγαλωμένος με την απατηλή υπόσχεση των δικών του πως «αυτή θα ήταν η τελευταία χρονιά στη Γερμανία», ο Αλέξανδρος Νίκας αποφάσισε να βουτήξει σε πιο σκοτεινά και αχαρτογράφητα, από συναισθηματική άποψη, νερά σε σχέση με το πρώτο του βιβλίο, το «Κάθε 29 του Φλεβάρη», βιβλίο που αφηγείται μια δυνατή ερωτική ιστορία με φόντο τις πυρακτωμένες πολιτικές εξελίξεις από το 1972, παραμονή των φοιτητικών ξεσηκωμών της Νομικής και του Πολυτεχνείου, μέχρι το 1977, στην αιχμή των μεταπολιτευτικών παθών. Στις «Πύλες Εξόδου» επιλέγει μια διπλή, παράλληλη αφήγηση για να στήσει τους βασικούς του μυθοπλαστικούς άξονες. Στο ένα κάδρο, η πρωταγωνίστρια του σήμερα: η 25χρονη Ράνια, πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, παίρνει την απόφαση να φύγει στη Γερμανία προκειμένου να κυνηγήσει το επαγγελματικό της όνειρο. Η Ελλάδα της κρίσης δεν θα της προσφέρει τις ευκαιρίες που πιστεύει ότι αξίζει και προχωράει με αποφασιστικότητα στο «μεγάλο βήμα». Στο άλλο κάδρο, ένας κόσμος που ο συγγραφέας δείχνει να γνωρίζει καλύτερα: αρχές δεκαετίας του ’60 και οι πρώτοι νέοι άνδρες του χωριού αναχωρούν για τις εργατουπόλεις της Δυτικής Γερμανίας.

Παράλληλες ιστορίες

Θα τους ακολουθήσουν κι άλλοι. Το ενδιαφέρον του Α. Νίκα δεν εστιάζει μόνο στις μικρές λεπτομέρειες της νέας ζωής των ανειδίκευτων εργατών από την ελληνική περιφέρεια, αλλά και στην καθημερινότητα που άφησαν πίσω τους.

Με σημείο αναφοράς τις δύο παράλληλες ιστορίες, «στήνονται» άλλες μικρότερες, σαν ορμητικοί παραπόταμοι που εκβάλλουν στην ίδια αφηγηματική θάλασσα. Ευτυχώς το νερό δεν ξεστρατίζει, ο αναγνώστης δεν «μπουκώνει», αντίθετα μαθαίνει. Παρά τις χρονικές αντιμεταθέσεις και τις αυτονόητες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στο 1960 και στο 2012, τα ψυχολογικά τοπία του Νίκα διατηρούν κοινές αποχρώσεις που βοηθούν στην καλύτερη ροή των δύο ιστοριών. Πολύ νωρίς οι αφηγήσεις διασταυρώνονται κι έτσι ενδυναμώνεται ο μυθοπλαστικός πυρήνας. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές στο βιβλίο είναι η διεισδυτική αναψηλάφηση του αρσενικού σύμπαντος στον οποίο είναι υποχρεωτικά «έγκλειστοι» οι πρώτοι μετανάστες πριν καταφθάσουν τα επόμενα χρόνια οι γυναίκες. Ο λόγος του Νίκα έχει τον πηγαίο αυθορμητισμό συγγραφέων περασμένων εποχών, αυτό, ίσως, είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του μυθιστορήματος: πολλές φορές έχεις την αίσθηση ότι οι ήρωες του βιβλίου «μιλάνε» με τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Και θέλει ταλέντο αυτή η ανεπιτήδευτη γλώσσα να διατηρήσει τη δροσιά της χωρίς να γίνει ξεπερασμένη ή υπερβολικά συναισθηματική.

Οπως και στο προηγούμενο βιβλίο του, έτσι και σε αυτό το δεύτερο μυθιστόρημά του, είναι εμφανής η επένδυση του συγγραφέα στην ερευνητική δουλειά. Με τη βοήθεια συγγενικού προσώπου που ζει ακόμα στο Βούπερταλ απέκτησε πρόσβαση σε στοιχεία που αφορούν την οργανωμένη ελληνική κοινότητα της πόλης. «Πολύς κόσμος που ήξερε ότι γράφω το βιβλίο με πλησίαζε για να μου διηγηθεί ιστορίες, περιστατικά», μας εξηγεί ο Αλέξανδρος Νίκας, ο οποίος δεν έχει κανένα πρόβλημα να παραδεχθεί ότι σκόρπιες ψηφίδες της προσωπικής και οικογενειακής του ιστορίας έχουν εισχωρήσει στον κορμό του βιβλίου.

Καθώς οι «Πύλες εισόδου» είναι γραμμένες μεσούσης της ελληνικής κρίσης και στο κέντρο της αφήγησης βρίσκεται το θέμα της μετανάστευσης, αποτελεί σημαντικό επίτευγμα για τον Νίκα οι αποστάσεις που διατηρεί από έναν εύπεπτο διδακτισμό. Εξάλλου αυτό είναι που μένει στο τέλος: κανείς δεν φεύγει από τον τόπο του γιατί το θέλει. Το πώς θα διαχειριστεί ο ίδιος το «από ’κει και πέρα» είναι ένα διαφορετικό κεφάλαιο που μας αφορά όλους: μετανάστες και μη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή