Πειρασμός από άλλες εποχές

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Πειρασμός

σκηνοθ.: Ενκε Φεζολλάρι

θέατρο: ΚΘΒΕ

 

Την ίδια χρονιά που εμφανίστηκε «Ο Πειρασμός» (1910)) -μεγάλη επιτυχία  της Κυβέλης- εξαφανίστηκαν κι οι διαβόητοι «Λιμοκοντόροι». Γιατί έτσι λέγανε τότε τα χάρτινα μονόδραχμα και δίδραχμα, τα οποία έζησαν μια ολόκληρη 25ετία κι αποσύρθηκαν εκείνη ακριβώς τη χρονιά. Ηταν -και τότε- μια εποχή που δεν ήταν διόλου καλή για την Ελλάδα μετά από έναν καταστροφικό πόλεμο, το 1897, με την Τουρκία και μ’ έναν διεθνή οικονομικό έλεγχο (πάλι!) από ένα «κουιντέτο» -Ιταλία, Ρωσία, Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία- εγγυητριών δυνάμεων. Κυριαρχούσαν βέβαια κι ένα σωρό άλλα προβλήματα – το Σταφιδικό, το Μακεδονικό, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το Γλωσσικό κ.τ.λ. κ.τ.λ. Κι όσο για τα ήθη, τα πράγματα ήταν ασφαλώς πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι τα ξέρουμε τώρα.  

Το πολυπαιγμένο έργο του Γρ. Ξενόπουλου μέσα στα τελευταία εκατό χρόνια, ο τελευταίος σκηνοθέτης του στο ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη -ο Ενκε Φεζολλάρι- το περιγράφει ως «πειρασμό της σάρκας και δοκιμασία των συζυγικών σχέσεων». Δεν είναι ακριβώς αυτό.

Αλλα ούτε κι η πεταχτούλα καμαριέρα Πολυξένη είναι απλώς και μόνο «μια αθώα νεαρή», όπως την ήθελε ο Γιώργος Θεοδοσιάδης, όταν είχε σκηνοθετήσει το ίδιο έργο πάλι στο ΚΘΒΕ πριν από σαράντα χρόνια – με τη Νίτα Παγώνη στον επώνυμο ρόλο. Στην «εκσυγχρονισμένη και ανανεωμένη» σκηνοθετική εκδοχή του Ε. Φεζολλάρι τα πράγματα είναι ξεκάθαρα (;).  Η καμαριέρα παρουσιάζεται ως ένα -περίπου- τετραπέρατο ξανθό πορνίδιο το οποίο δέχεται ό,τι δώρα της κάνουν οι άνδρες των οικογενειών, όπου εργάζεται, και δρα μ’ έναν τετράγωνο υπολογισμό. Παίρνει τα πάντα. Για την εποχή του (πριν από εκατό χρόνια) το θέμα θεωρήθηκε ακόμα κι από τον ίδιο τον Ξενόπουλο τολμηρό και γι’ αυτό στην πρώτη πρώτη παρουσίασή του -στις 10 Ιουλίου 1910, στο θέατρο «Βαριετέ», από τον θίασο της Κυβέλης- ως συγγραφέας αναφέρθηκε κάποιος άγνωστος Αυστριακός ονόματι G . Fremd. Βέβαια, μόλις βγήκαν οι πρώτες ενθουσιώδεις κριτικές, αποκαλύφθηκε και το όνομα του Γρ. Ξενόπουλου. Είχε μόλις προηγηθεί και η περίπτωση ενός βιεννέζικου «σκανδάλου» με το «Γαϊτανάκι» του Αrthur Schnitzler, το οποίο είχε θεωρηθεί τόσο τολμηρό με τις ερωτικές του καπριόλες που αρχικά δεν τόλμησαν καν να το ανεβάσουν στη σκηνή.

Τοποθετώντας το έργο σ’ ένα από τα υπόγεια φουαγιέ του «Βασιλικού Θεάτρου» της Θεσσαλονίκης, ο Ε. Φεζολλάρι εκμεταλλεύτηκε μια διπλή μαρμάρινη σκάλα του κτιρίου κι έστησε μια στυλιζαρισμένη -προς το γκροτέσκο κωμικό- γρήγορη παράσταση. Μια παράσταση που διανθίστηκε με ελαφρά αστικά τραγούδια, κυρίως από τη δεκαετία του ’50, κι ακόμα από μερικά αμερικανικά εκείνης της εποχικής μόδας. Αλλωστε, και η όλη παράσταση ακολουθούσε, ενδυματολογικά τουλάχιστον (Αλεξία Θεοδωράκη), ένα περίπου μποσταντζόγλειο ύφος της προχουντικής εποχής με κωμικές υπερβολές. Τελικά, ήταν μια ευχάριστη παράσταση – αν και δίχως μεγάλες αξιώσεις. Ή μάλλον με κάποιες δυσνόητες αξιώσεις. Γιατί, λ.χ., εκεί που όλα ήταν μέσα στην καλή χαρά ξαφνικά οι τρεις μεγαλοαστές, κι ένας από τους συζύγους τους, βάζουν τα μαύρα ωθώντας στο πένθιμο φόρεμα ακόμα και την καμαριέρα Πολυξένη.

Και πώς, άραγε, επεξηγεί σκηνοθετικά ο πολυπράγμων σκηνοθέτης την άποψή του -στο πρόγραμμα- ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με «ένα έργο με πολιτική χροιά, για τους φτωχούς και τους πλούσιους, γι’ αυτούς “που το ’χει η μοίρα τους να δουλεύουν για τον κόσμο” και την ομορφιά της αλληλεγγύης». Ολόπαχα λόγια. Μια απλή υπηρετριούλα ήτανε.    

Πάντως το  κέρδος για τον θεατή βρίσκεται κυρίως στη συνειδητοποίηση πως εκεί πάνω, στον Βορρά, υπάρχουν αρκετοί πολύ καλοί νέοι ηθοποιοί, που ξέρουν να τραγουδούν και να κινούνται. Η Μαίρη Ανδρέου στον κεντρικό ρόλο της Πολυξένης ακτινοβολεί σύγχρονη καπατσοσύνη, φέρνοντας έτσι το ξεπερασμένο έργο πολλές δεκαετίες πιο κοντά μας. Βάζω επίσης στοίχημα ότι θα ξανασυναντήσουμε σύντομα το όνομα του Γιώργου Παπαγεωργίου. Καλλίφωνος και ταλαντούχος, ανήκει στη συνομοταξία όπου ξεχωρίζει κανείς τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές. Ονόματα όπως Πολυξένη Σπυροπούλου, Ιφιγένεια Δεληγιαννίδη, Ανδρέας Κοντόπουλος, Αστέρης Πελτέκης και Εύη Σαρμή θα τα ξαναδούμε – με λίγη τύχη δική τους. Με τον Γιάννη Βούρο το ΚΘΒΕ αρχίζει μια νέα εποχή. Αξίζει να του ευχηθούμε κάθε τι καλό. Το  κάνω μ’ όλη μου την καρδιά και ως ένθερμος Σαλονικιός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή