Η κιβωτός των γεύσεων

5' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η οδός Αγίου Δημητρίου είναι ένας ήσυχος δρόμος του Ψυρρή, παράλληλη στην πολύ πιο «φασαριόζικη» Παλλάδος, ένα μικρό στενό που βγάζει στην Αθηνάς, «διάσημο» για τα καταστήματα με είδη οικιακής χρήσης: κάθε είδους κουζινικά τζάντζαλα όπως στεγνωτήρες πιάτων, λαδωτήρια, πλαστικά μπολ, καροτσάκια για τη λαϊκή, κανάτες, φρουτιέρες και κατσαρολικά. Στο άλλο άκρο της μικρής πλατείας που σχηματίζει ο (υπό ανακαίνιση) ναός του Αγίου Δημητρίου, η οδός Ευριπίδου, ο κατεξοχήν αθηναϊκός δρόμος των μπαχαρικών.

Στη μέση αυτού του τριγώνου βρίσκεται ένα επιβλητικό αστικό μέγαρο στο γύρισμα του 20ού αιώνα που δύσκολα μπορεί να συνδεθεί με την πιο «ανατολίτικη» ατμόσφαιρα της ευρύτερης γειτονιάς του. Κάντε λίγο υπομονή. Μέχρι το φθινόπωρο θα έχει ξεκινήσει τη λειτουργία του το πρώτο Μουσείο Ελληνικής Γαστρονομίας και με έναν μαγικό τρόπο όλα θα δέσουν.

Από αυτήν την άποψη οι τέσσερις νέοι άνθρωποι που συγκροτούν τον αρχικό, δημιουργικό πυρήνα του Μουσείου πέτυχαν διάνα. Ο χώρος βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας των γεύσεων, όχι πολύ μακριά από τη Βαρβάκειο Αγορά, δίπλα σε σταθμό του μετρό (Μοναστηράκι) και εντός της ακτίνας ενδιαφέροντος για τους χιλιάδες τουρίστες που κινούνται στην περιοχή.

Υπάρχουν δύο πράγματα που δεν μπορείς να μη σκεφθείς ανεβαίνοντας την επιβλητική ξύλινη σκάλα του όμορφου αυτού νεοκλασικού κτιρίου που με τις μεγάλες σάλες, τις καλοδιατηρημένες οροφογραφίες και την περιποιημένη αυλή συντηρεί μια αίσθηση αστικής μεγαλοπρέπειας. Πρώτον, πώς είναι δυνατόν να μην είχε κανείς άλλος νωρίτερα την ιδέα της δημιουργίας μιας σύγχρονης κιβωτού της ελληνικής γαστρονομικής παράδοσης; Δεύτερον, όσο κι αν αυτός είναι ένας λόγος που μας έφερε ώς εδώ, θέλεις να σιγουρευτείς ότι οι δύο άνδρες και οι δύο γυναίκες που έβαλαν μπροστά τον τελευταίο 1,5 χρόνο ένα φιλόδοξο σχέδιο είναι παιδιά που μέχρι πριν από 6-8 χρόνια τελείωναν το Λύκειο. Τελικά όσα έχω ακούσει και διαβάσει είναι όλα αλήθεια: ο μεγαλύτερος της παρέας έγινε πρόσφατα 26 ετών.

Θυμίζει ιταλικό παλάτσο

Στην αυλή που θυμίζει αχνά ιταλικό παλάτσο βρίσκομαι να συζητάω με τον Κωνσταντίνο Ματσουρδέλη, την Λυδία Νταμκαρέλου, τον Ομηρο Τσάπαλο και την Αλκυόνη Ματσουρδέλη. Μου κάνουν εντύπωση η ψυχραιμία και οι χαμηλοί τόνοι.

Ξεδιπλώνουν το νήμα της ιστορίας που τους έφερε μέχρι εδώ. Ξεκαθαρίζουν ότι κανείς δεν έχει άμεση σχέση, επαγγελματική ή σε επίπεδο σπουδών, με τη γαστρονομία. Επομένως το εγχείρημα αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αυτό που έχουν στο μυαλό τους δεν είναι ένα λαογραφικό μουσείο με αντικείμενο την ελληνική γαστρονομία. Τους ενδιαφέρει να στήσουν εδώ έναν ζωντανό, ποικιλόμορφο χώρο όπου η λαογραφία θα έχει το μερίδιό της αλλά μέσα από τις πιο σύγχρονες, διαδραστικές μεθόδους. Αν λοιπόν φανταζόμαστε ένα μέρος με μαγειρικά σκεύη άλλων εποχών παρατεταγμένα σε βιτρίνες δεν είμαστε κοντά στο πνεύμα τους. «Θα υπάρχουν και προθήκες αλλά το μεγαλύτερο τμήμα της έκθεσης της μόνιμης συλλογής θα καλύπτεται από ψηφιακές εφαρμογές συμβάλλοντας σε μια πιο σύγχρονη σύνθετη και ολοκληρωμένη εμπειρία που σταδιακά μπορεί να περιλαμβάνει την επίσκεψη στην περιοδική – θεματική έκθεση του πρώτου ορόφου, στο εστιατόριο αλλά και στο πωλητήριο με είδη τοπικών παραγωγών από όλη την Ελλάδα, ανάμεσα σε άλλα. Ισχυρή θέση στην καθημερινότητα του Μουσείου, όταν αυτό λειτουργήσει σε πλήρη ανάπτυξη (αρχές 2014), θα έχει η εκπαιδευτική διάσταση μέσα από σχετικά προγράμματα.

Ολα αυτά δεν θα συμβούν από μόνα τους. Εξαρχής απευθύνθηκαν σε μια σειρά από επαγγελματίες που σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την ελληνική γαστρονομία. Ολους αυτούς τους μήνες «χτίζουν» ένα δίκτυο ανθρώπων που προοδευτικά θα υποστηρίξει τους σκοπούς του Μουσείου και τις διαφορετικές του εκφράσεις. Γιατί αν αφήσουν τη φαντασία τους ελεύθερη, η λίστα με τις πιθανές δραστηριότητες που μπορεί να φιλοξενήσει το νέο μουσείο της Αθήνας είναι ανεξάντλητη: μαθήματα γευσιγνωσίας, μαθήματα μαγειρικής, κ.λπ.

Οταν η συζήτηση πηγαίνει στη δύσκολη οικονομική συγκυρία σπεύδουν να συμπληρώσουν ότι η κρίση έπαιξε ρόλο στην απόφασή τους να προχωρήσουν. Η εστίαση, επιχειρηματολογούν, στη γαστρονομική μας παράδοση, ένα είδος «επιστροφής στις ρίζες», δηλαδή, σε συνδυασμό με μια νέα αντίληψη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας προλείανε το έδαφος για μια ιδέα που δύσκολα θα μπορούσε να ξεκινήσει τα χρόνια της «ρόκας – παρμεζάνας».

Οι τρεις βασικές ενότητες του χώρου

Η διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων δημιουργεί τρεις βασικές ενότητες. Στην πρώτη, φιλοξενείται η μόνιμη έκθεση ελληνικών προϊόντων διατροφής. Εκεί ο επισκέπτης θα μυείται στην ιστορία και στις διαδικασίες παραγωγής και επεξεργασίας των προϊόντων με διαδραστικό τρόπο. Το κάθε προϊόν παρουσιάζεται ξεχωριστά και όλα μαζί συνθέτουν ένα γαστρονομικό πανόραμα της ελληνικής γης. Στη δεύτερη ενότητα θα φιλοξενείται η έκθεση των ελληνικών συνταγών, η εκάστοτε περιοδική έκθεση και το εστιατόριο που θα λειτουργεί και εκτός του ωραρίου του μουσείου. Εκεί τα υλικά μετατρέπονται σε ολοκληρωμένα πιάτα εμπνευσμένα από τη θεματολογία της εκάστοτε έκθεσης.

Για να ολοκληρωθεί η εμπειρία στον χώρο του μουσείου οι επισκέπτες παρακινούνται να δημιουργήσουν οι ίδιοι κάποια ελληνική συνταγή χρησιμοποιώντας υλικά και συνταγές που γνώρισαν. Αυτό γίνεται στον χώρο των μαθημάτων μαγειρικής με τη βοήθεια ειδικού προσωπικού. Ολα τα προϊόντα που συνάντησε θα είναι διαθέσιμα στο πωλητήριο του καταστήματος για άμεση αγορά.

Ο προαύλιος χώρος και ο κήπος θα μπορούσαν να αποτελούν από μόνοι τους ένα λόγο για επίσκεψη στο μουσείο. Πέρα από την αισθητική τους αξία θα φιλοξενούν διάφορα είδη ελληνικών αρωματικών φυτών αλλά και λαχανικών ως τμήμα της εμπειρίας της ελληνικής γαστρονομίας. Στο τέλος, ο επισκέπτης θα μπορεί να πιει έναν ελληνικό καφέ ψημένο με παραδοσιακό τρόπο στο καφενείο του μουσείου, διαβάζοντας βιβλία γαστρονομικού ενδιαφέροντος από τη θεματική βιβλιοθήκη.

Ενα είδος «προπομπού» του μουσείου, που ταυτόχρονα χρηματοδοτεί και το σχέδιο, αποτελούν οι «Γευστικές Διαδρομές Ιστορίας και Πολιτισμού», μια δίωρη περιήγηση γαστρονομικού ενδιαφέροντος σε ιστορικά σημεία της Αθήνας και δείπνο στο εστιατόριο του Μουσείου που «τρέχει» κάθε Παρασκευή και Σάββατο.

Το εγχείρημα στηρίχθηκε αρχικά σε ιδιωτικά κεφάλαια, αλλά σε βάθος χρόνου είναι υποχρεωμένο να απευθυνθεί στην ελεύθερη αγορά και στην κοινωνία των πολιτών. Ετσι, δέχεται δωρεές και χορηγίες, ενώ έχει επιλέξει την πλατφόρμα του crowdfunding Groopio.com για τη συγκέντρωση κεφαλαίων από μεμονωμένους πολίτες. «Και το ένα ευρώ είναι σημαντικό», μας λένε. Ταυτόχρονα η δημιουργία του μουσείου υποστηρίζεται από το πρόγραμμα egg – enter, grow, go, μία πρωτοβουλία της Eurobank και του Corallia για την τόνωση της νεανικής επιχειρηματικότητας. Η πλατφόρμα δεν χρηματοδοτεί αλλά στηρίζει υλικοτεχνικά το project. Περισσότερες πληροφορίες για το μουσείο στο www. gastronomymuseum.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή