«Σημασία έχει η αλληλεγγύη, όχι ο πλούτος»

«Σημασία έχει η αλληλεγγύη, όχι ο πλούτος»

5' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Εζησα χωρίς στερήσεις, αλλά δεν υιοθέτησα την ψυχολογία του πλουσιόπαιδου. Οι εμπειρίες της ζωής μού έδειξαν πως σημασία δεν έχει η οικονομική ευχέρεια και ο πλούτος που μπορεί να αποκτήσει κάποιος, αλλά η χαρά που δίνει η αλληλεγγύη και η συνεννόηση», είχε πει σε μια συνέντευξή του ο Καραμπέτ Καλφαγιάν. Πάνω απ’ όλα άνθρωπος του διαλόγου και της συνεννόησης, μπορούσε να ενσταλάξει στον συνομιλητή του ένα αίσθημα αισιοδοξίας, κυρίως γιατί πίστευε στις δυνατότητες του ανθρώπου να αλλάξει τα πράγματα μέσω της σκληρής δουλειάς και της παιδείας. Το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό για όποιον τον αναζητούσε. Ολόκληρη ζωή είχε μία και μόνο διεύθυνση: Διαλέττη 13 στη Θεσσαλονίκη, λίγα βήματα πιο πάνω από την αρμενική εκκλησία.

Ο Καραμπέτ Καλφαγιάν συνέδεσε το όνομά του με τις πρωτοβουλίες για τα αρμενικά ζητήματα, αλλά και με την αγάπη για την τέχνη, έστω κι αν ο ίδιος δεν ανέπτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα γύρω από αυτήν. Γιος του Ρουπέν Καλφαγιάν και της Νεβάρτ Γαζαριάν, από την εφηβική του ηλικία ακόμη άρχισε να ασχολείται με τα κοινά. Στις αρμενικές υποθέσεις παρέμεινε αφοσιωμένος μια ολόκληρη ζωή: ταξίδεψε σχεδόν παντού στον κόσμο, σε κάθε πόλη όπου υπήρχε αρμενική παροικία, μίλησε σε πολυάριθμα, δύσκολα ακροατήρια, αποφεύγοντας την πεπατημένη και τον διδακτισμό, προκειμένου να κεντρίσει το ενδιαφέρον των ακροατών του, να τους κάνει συνομιλητές.

Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, η κυβέρνηση της Αρμενίας τον διόρισε επιτετραμμένο της στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, μια θέση που διατήρησε μέχρι το 1994. Διατέλεσε σύμβουλος της αρμενικής πρεσβείας στην Αθήνα και οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έπαψαν να τον συμβουλεύονται για θέματα που αφορούσαν όχι μόνο την Αρμενία, αλλά και την ευρύτερη περιοχή. Μια από τις σημαντικότερες στιγμές της δημόσιας παρουσίας του ήταν όταν το 1993 συντόνισε μια γιγαντιαία επιχείρηση αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας στην Αρμενία, συγκεντρώνοντας εκατοντάδες τόνους φαρμάκων και τροφίμων που μεταφέρθηκαν με αεροπλάνα της Πολεμικής Αεροπορίας.

Η μαρτυρία των μνημείων

Ως εξέχον μέλος της αρμενικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα εντός της πόλης, με την οποία συνδέθηκε με στενούς, ακατάλυτους δεσμούς. Γνώριζε την ιστορία, την τέχνη, τα μνημεία της, τα οποία αναγνώριζε ως τεκμήρια της ανθρώπινης περιπέτειας και επινοητικότητας. «Βλέπω τα μνημεία της Θεσσαλονίκης ως ζωντανούς μάρτυρες όλων εκείνων που πέρασαν από εδώ. Ο πατέρας μου με προετοίμαζε πριν τα επισκεφτούμε και την τακτική αυτή εφάρμοσα και στα δικά μου παιδιά. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να συγκρατήσω τη συγκίνηση που μου προκαλούν», είχε πει. Ανήκε σε μια γενιά ανθρώπων που «μπορούσε να καθίσει στην Αχειροποίητο, να την θαυμάσει σιωπηλά και να αναγνωρίσει την τέχνη των ανθρώπων που τη σμίλεψαν, βγάζοντας συμπεράσματα για τη ζωή τους, τις σκέψεις τους, την καθημερινότητά τους».

Οπως διηγούνταν, ο πατέρας του ήταν σφυρηλατημένος με ουμανιστικά ιδεώδη, άνθρωπος μορφωμένος, απόφοιτος του Αμερικανικού Κολλεγίου της Ταρσού, γνώστης της αγγλικής και της γαλλικής γλώσσας, διετέλεσε πρόεδρος της αρμενικής κοινότητας για περισσότερα από 30 χρόνια. Ηταν ιδιοκτήτης εργοστασίου επεξεργασίας ξύλου και σε δύσκολες εποχές κατάφερε να εξασφαλίσει τη σίτιση δεκάδων οικογενειών, γεγονός που επηρέασε τον μικρό τότε Καραμπέτ, ο οποίος κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με τα φτωχά παιδιά που έτρωγαν φιλοξενούμενα στο σπίτι του.

Η οικογένεια της μητέρας του ήταν εγκατεστημένη στη Θεσσαλονίκη από τον 19ο αιώνα και στις ρίζες αυτές εντοπίζεται η αγάπη για τέχνη που χαρακτηρίζει ακόμη και τη νεότερη γενιά της οικογένειας. Ο θείος του Καραμπέτ, Λάζαρος Γαζαριάν, φημισμένος συλλέκτης, είχε ανοίξει στην οδό Κομνηνών τη σημαντικότερη αντικερί ίσως και ολόκληρου του ελλαδικού χώρου, εκείνη την εποχή, η οποία έκλεισε το 1943 στο σκοτεινό και άγριο κλίμα των ημερών.

Την οικογενειακή παράδοση αναβίωσε η σύζυγος του Καραμπέτ, Αναΐτ, με την οποία μοιράστηκαν 50 χρόνια γάμου, όταν άνοιξε στα μέσα τις δεκαετίας του ’80, στην οδό Τσιμισκή, τις περίφημες «Αντίκες Καλφαγιάν», που οι φιλότεχνοι Θεσσαλονικείς θυμούνται πάντα με νοσταλγία. Η αντικερί άφησε εποχή, όχι μόνο με τη συλλογή της, αλλά και με τις ευφάνταστες και πρωτοποριακές βιτρίνες της, οι οποίες συμμετείχαν με τον δικό τους τρόπο στη ζωή της πόλης. Οι γιοι του, Ρουπέν και Αρσέν, ιδιοκτήτες σήμερα των «Kalfayan galleries» σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, επηρεασμένοι από την αγάπη της οικογένειας για τη τέχνη, χάραξαν τον δικό τους δρόμο, στρέφοντας το ενδιαφέρον τους και σε σύγχρονους καλλιτέχνες, νέες τάσεις και καινούργια ρεύματα.

Σπουδαία συλλογή

Ο ίδιος προτίμησε να ασχοληθεί μέχρι τη δεκαετία του ’70 με την οικογενειακή βιομηχανία επεξεργασίας ξύλου, για να περάσει αμέσως μετά στις οικοδομικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, η τέχνη ήταν και γι’ αυτόν μια ισόβια αγάπη και τον διέκρινε το πάθος του συλλέκτη. Αυτό το μαρτυρά και η μοναδική συλλογή της οικογένειας σε κειμήλια και έργα τέχνης, αντιπροσωπευτικά των πολλών όψεων και του πλούτου του αρμενικού πολιτισμού, ο εντοπισμός των οποίων απαίτησε ταξίδια σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Τη σπουδαιότητα της συλλογής αυτής είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν οι φιλότεχνοι με μια μεγάλη έκθεση το 2010, που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Βυζαντινού πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα εικαστικά γεγονότα των τελευταίων ετών.

Μαθητής μεγάλων δασκάλων

Στο αξιακό σύστημα του Καραμπέτ Καλφαγιάν, η παιδεία είχε την πρώτη θέση. «Ο καλός δάσκαλος είναι μια από τις μεγαλύτερες εύνοιες που μπορεί να σου δείξει η ζωή. Είναι εκείνος που θα δει μια τάση ή ένα χάρισμα που έχεις και μπορεί να το κάνει να ανθήσει», τόνιζε. Στο δημοτικό, μαθητής της σχολής Βαλαγιάννη, συνάντησε τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό και τον γιατρό Φίλιππο Γραμματικό, με τους οποίους συνδέθηκε με φιλία που κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Σημαντικό σταθμό στη ζωή του όμως θεωρούσε τη φοίτησή του στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια, στο πλευρό φωτισμένων δασκάλων, τους οποίους πάντα μνημόνευε με σεβασμό και ευγνωμοσύνη – τον φιλόλογο και αρχαιολόγο Γιώργο Μπακαλάκη, τον μεταφραστή του Παυσανία Νίκο Παπαχατζή, τον λεξικογράφο της αρχαίας ελληνικής Γιώργο Γεωργοπαπαδάκο, τον φιλόλογο Λάμπρο Παραρά, τον ζωγράφο Γιώργο Παραλή. Δεν σταμάτησε ποτέ να διαβάζει και να αναζητεί, να μιλάει με τον θερμό, χαρακτηριστικό του τρόπο για αρχαιολογία, ιστορία, βυζαντινή αρχιτεκτονική, ναοδομία, ζωγραφική, λογοτεχνία.

Και φυσικά δεν έπαψε να ενημερώνεται για τις εξελίξεις. Πίστευε πως δεν πρέπει να πτοηθούμε από την κρίση, το δυσμενές περιβάλλον. «Υπήρξαν κι άλλοτε δυσκολίες και πέρασαν», έλεγε. «Χρέος μας είναι να προετοιμαζόμαστε με την ψυχή και τη δουλειά μας για τις μέρες που θα έρθουν. Πάντα στο χέρι μας είναι να τις κάνουμε καλύτερες».

Τον τελευταίο καιρό τον στενοχωρούσε όμως που δεν μπορούσε να απολαύσει πια τους περιπάτους του στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη ήταν εκείνη που τον ηρεμούσε, κυρίως τις μέρες που ο Βαρδάρης καθάριζε την ατμόσφαιρα και μπορούσε να δει μέχρι απέναντι, τη χιονισμένη κορυφή του Ολύμπου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή