ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ

2' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ

Μερησαήρ. Ειρμοί νεκρώσιμοι

εκδ. Μελάνι

​​ερησαήρ, όνομα της αγάπης επινοημένο «το καλοκαίρι της μεγάλης ξηρασίας, / στα δάση του Λονδίνου, 1976.» Μαίρη και αήρ, Μαίρης αήρ. Ο,τι το πιο απτό, ανθρώπινο, σωματικό, και άυλο μαζί στο όνομα αυτό που, αναδιπλασιασμένο στον τίτλο της τελευταίας ποιητικής συλλογής του ποιητή, μεταφραστή και δοκιμιογράφου Αντώνη Ζέρβα, μιας συλλογής που γράφτηκε και εκδόθηκε μετά την εξαΰλωση της Μαίρης, το πέρασμά της στην άλλη όχθη, θυμίζει θρήνο. Μαζί και προσευχή που όμως το πένθος δεν απαλύνει, αδυνατεί να χτίσει γέφυρα για την άβυσσο, όπως υπόσχονταν στον Βίκτωρα Ουγκώ όταν έκλαιγε για τη γλυκιά του κόρη.

Νεκρώσιμοι οι ειρμοί δίνουν τον τόνο στον κανόνα της ζωής πια, που γίνεται θάνατος ενώ θάνατος δεν μπορεί να είναι. «Το κρυφό κι ακοινώνητο πάθος / μιας ένωσης ες αεί ασυντέλεστης» καθρεφτίζει ακόμη και η προμετωπίδα, το σαπφικό «μέλημα τώμον» -«μόνη μου έγνοια», όπως το μεταφράζει ο Ελύτης. Η παρά ταύτα ένωση, η διατήρησή της.

Πρώτη ενότητα, το «Αντάρτικο», που ως αντάρτικο στάσης και θέσης, αλλά και αντάρτικο της ζωής ενάντια στον παντοδύναμο θάνατο, του ζωντανού ενάντια στην αμετάκλητη απώλεια μάλλον διαβάζεται· παρά το νέο τέλος της Ελλάδας και τις αναφορές στο άλλο αντάρτικο, των σκληρών και ακατάφερτων που λυσσούσαν «να μη γίνουνε μυρμήγκια». Από τη μια η ιστορική βία κι από την άλλη η βιολογική, κι από δω κι από κει στοιχήματα αθανασίας, υπό την έννοια μιας ασυμβίβαστης ζωής, για την «επανάληψη του ανεπανάληπτου / όλα για όλα». Από το προσωπικό στο συλλογικό κι από το μεταφυσικό στο ιστορικό, ο Ζέρβας θρηνεί τη Μαίρη, που εικονίζεται στο οπισθόφυλλο καρέ-καρέ στη διαδρομή της, και μέσα από τη δική της απώλεια πενθεί τη συντριβή όλων των οραμάτων, μαζί με τα κορμιά που τα υποστήριξαν μέχρις εσχάτων, μαζί και τις ιδέες τους. «Ναυάγιο, έτσι κι αλλιώς, ναυάγιο», λέει στην επόμενη ενότητα, με τον τίτλο «Σαν Αγία». Ή αλλιώς, «ξέροντας πως είχαν πατήσει την κορφή / και πως περίμενε παντού η πτώση».

Ο Ζέρβας μοιάζει να στέκεται και να πλέκει μπροστά μας τους στίχους του θρήνου του, αυτοσχέδια κι ανεπιτήδευτα, μη αντέχοντας τη σκέψη ότι «το παρόν με τις ιερές παραπομπές του», μαζί και με όσα το πλήγωναν, έχει αλλάξει για πάντα, είναι ένα παρόν στο οποίο για πάντα θα αναρωτιέται όπως και ο Ελυάρ για τη Νυς: «Είμαστε δύο ή είμαι τάχα μονάχος;» – συνεχίζοντας να υφαίνει τον νεκρώσιμο ειρμό του με ευφρόσυνους συνειρμούς, απείθαρχες αναμνήσεις, καλυμμένες ενοχές. Ομως δεν είναι αλήθεια πως ο Ζέρβας περνά εδώ σε έναν λυρικό πρωτογενή και βιωματικό μονάχα. «Δόλιος ποιητής» εκθέτει τον στοχαστικό και αναστοχαστικό του λόγο που μετατρέπει συνειδητά το κλάμα, το οποίο τιτλοφορεί την τρίτη ενότητα, σε έργο, παλεύοντας σε όλα τα αλώνια με τον χρόνο, με την αμείλικτη διάρκεια της απουσίας που οδηγεί στη μοιραία αντιστροφή, όπως αυτή δηλώνεται στον τίτλο του επιμέτρου: «η ζωντανή και ο πεθαμένος».

Γιατί ο θάνατος του άλλου, λέει ο Ντεριντά (The Work of Mourning), δεν αναγγέλλει μια απουσία, μια εξαφάνιση, το τέλος μιας ζωής, αυτής ή μιας άλλης […] Ο θάνατος διακηρύσσει κάθε φορά το ολοκληρωτικό τέλος ενός κόσμου, το τέλος κάθε πιθανού κόσμου, και κάθε φορά το τέλος του κόσμου ως μοναδικής ολότητας, άρα αναντικατάστατης και επομένως άπειρης.» Αυτήν ακριβώς την εμπειρία του τέλους μιας σχέσης που γίνεται το τέλος ενός κόσμου μέσα σε μια ιστορική συντέλεια μας μεταδίδει σπαρακτικά και εν θερμώ η ποίηση του Ζέρβα, αυτή η προσευχή που απαγγέλλεται εν τη απουσία του Θεού και μες στο βουερό ποτάμι της ιστορίας του ατόμου και των ανθρώπων. Ενός κόσμου που τελειώνει πραγματικά με έναν λυγμό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή