Ευάλωτοι, αυτοκαταστροφικοί, παράφοροι, πολυαγαπημένοι. Οι έφηβοι, παιδιά μας, παιδιά φίλων μας, φίλοι δικοί μας, ζωντανά μέλη της κοινωνίας. Τα φώτα είναι στραμμένα πάνω τους. Ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα, θέατρο για εφήβους, «Μήνας εφηβείας» ο Νοέμβριος για τις εκδόσεις Πατάκη, ενασχόληση από ειδικούς και μη, σε πολλούς τομείς. Μέσα σε αυτό τον σίφουνα πράξεων που στόχο έχουν να κατανοήσουν το σύμπαν ενός εφήβου, ένα μικρό διαμάντι μάς φέρνει την άποψη της ψυχανάλυσης. Πρόκειται για το βιβλίο «Ψυχανάλυση και εφηβεία. Κλινικά και θεωρητικά ορόσημα» (Εστία), το οποίο επιμελήθηκε ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Γεράσιμος Στεφανάτος. Η «Κ» συζήτησε μαζί του.
Ποιος ήταν ο προβληματισμός που «γέννησε» το συλλογικό έργο «Ψυχανάλυση και εφηβεία»;
Εφτιαξα αυτό το βιβλίο για να καλύψει ένα βασικό βιβλιογραφικό κενό. Η «κυοφορία» ήταν μακρά και με επιπλοκές. Στις αρχές του 90 συζητούσα με τους συναδέλφους Φρανσουά Λαντάμ και Φιλίπ Γκιτόν, πρωτοπόρους στον τομέα, την έκδοση ενός βιβλίου στα ελληνικά και ίσως εν συνεχεία στα γαλλικά, με βασικά ψυχαναλυτικά κείμενα για την εφηβεία από τον Φρόιντ έως σήμερα. Το στοίχημα για μένα ήταν ένα «basic», που δεν θα θυσίαζε τίποτα από τον πλούτο και την πολυπλοκότητα της ψυχαναλυτικής σκέψης.
Τα χρόνια εκείνα, γυρίζοντας στην Ελλάδα, είχα αναλάβει τον μετασχηματισμό της μόνης μέχρι τότε υπάρχουσας Μονάδας Εφήβων σε σύγχρονο Τμήμα Ψυχιατρικής Εφήβων και Νέων στο ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς», όπου και εργάστηκα για μια δεκαπενταετία. Υπήρχε προφανώς, και ακόμη υπάρχει, ανάγκη από κλινικά και θεωρητικά ορόσημα για τη θεραπευτική εργασία και την εκπαίδευση των θεραπευτών, εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου. Στη μεταφραστική ομάδα που δημιουργήθηκε με νεότερους συναδέλφους και συνεργάτες προστέθηκε γενναιόδωρα και η εκδότρια που ανέλαβε να φέρει εις πέρας το εγχείρημα, Εύα Καραϊτίδη. Παρά τις ευοίωνες προϋποθέσεις το σχέδιο ναυάγησε, ωστόσο τα κείμενα που είχα συγκεντρώσει έκαναν τον κύκλο τους, τροφοδότησαν διάφορες μελέτες και αποτέλεσαν πολύτιμο υλικό για το σεμινάριο που διηύθυνα στο Τμήμα Εφήβων μέχρι το 2003 και που ξανάρχισα ιδιωτικά τα τελευταία χρόνια. Μετά μια εικοσαετία, λοιπόν, το «τυχαίο» που κυβερνά τις ζωές μας και η «ανάγκη» κάλυψης ενός κενού που επιμένει, «γέννησαν» το συλλογικό αυτό έργο.
Ποια είναι τα προβλήματα των εφήβων και των οικογενειών τους στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης;
Στις σημερινές συνθήκες, έφηβοι και γονείς μοιάζει να μοιράζονται το ίδιο αίσθημα αστάθειας, επισφαλούς προσωρινότητας και αβεβαιότητας για το μέλλον, την ίδια απαξίωση για τους θεσμούς. Γεγονός που κλονίζει τα συμβολικά ορόσημα και τη διαφορά των γενεών, δυσκολεύοντας τους γονείς να πλαισιώσουν με δυναμισμό τον έφηβο στην αναγκαία αντιπαράθεση που θα του επιτρέψει να ξεπεράσει την εξάρτηση και να συμβολοποιήσει την «πατροκτονία». Η γενικευμένη κατάσταση «κρίσης» δεν διευκολύνει ούτε στην αναζήτηση νοήματος και ταυτότητας από τον έφηβο ούτε τον προστατεύει από το άγχος, τα συμπτώματα και τις παθολογίες της ηλικίας του. Αντίθετα, οξύνει την «κρίση» της εφηβείας του και τις δυσκολίες να ιδιοποιηθεί το έμφυλο σώμα του, τις επιθυμίες, τις σκέψεις του, την οικογενειακή του ιστορία και τον κοινωνικο-ιστορικό κόσμο που μας περιβάλλει.
Ποια είναι η θέση της ψυχανάλυσης/ψυχοθεραπείας σήμερα για τους εφήβους στην Ελλάδα;
Στη χώρα μας υπάρχει ακόμη δυσκολία αυτόνομης ανάπτυξης και εξειδίκευσης της ψυχικής φροντίδας για τον έφηβο και τους νέους. Γεγονός που επαληθεύει την παραδοσιακή τάση σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, να εντάσσεται η εφηβεία στο δίκτυο περίθαλψης και επιστασίας του παιδιού. Παράλληλα, η ψυχανάλυση, αντιμετωπίζοντας την εφηβεία σαν «φτωχό συγγενή», όπως έλεγε η Αννα Φρόιντ, μόλις την τελευταία τριακονταετία τής απέδωσε την αυτόνομη θέση που δικαιούται στο πεδίο της ψυχαναλυτικής θεωρίας και πρακτικής.
Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, η ψυχανάλυση του εφήβου στη χώρα μας ακολούθησε τους μαιάνδρους της οριστικής εγκαθίδρυσης της ψυχανάλυσης στις αρχές της δεκαετίας του 80, και της ανιστόρητης εισαγωγής της πολυδιάσπασης του διεθνούς ψυχαναλυτικού κινήματος. Αρκετοί ψυχαναλυτές και ψυχοθεραπευτές στην Ελλάδα εργάζονται με συνέπεια στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα με εφήβους και νέους. Χρειάζεται σίγουρα να εργαστούμε περισσότερο.
«Γιατί να ζήσω σε έναν κόσμο ενηλίκων»
Οι γονείς και τα παιδιά καταφεύγουν στην ψυχανάλυση / ψυχοθεραπεία;
Το αίτημα, όπως ξέρετε, συνδέεται πάντα με την προσφορά. Η ψυχανάλυση δεν είναι χώρος αναζήτησης ψυχοπαιδαγωγικών συμβουλών, ούτε επαγγελματικού προσανατολισμού του εφήβου, που δικαίως ή αδίκως ψάχνουν οι γονείς στην αγωνία τους. Η ψυχανάλυση είναι χώρος αναζήτησης μιας αλήθειας που γιατρεύει. Μια τέτοια αλήθεια αναζητεί αντίστοιχα και ο έφηβος με τρόπο όμως παράφορο, απόλυτο, αδιαπραγμάτευτο. Για αυτό και το ερώτημα που θέτει, ακόμη και μέσα από την παθολογία του, είναι σε τελευταία ανάλυση ερώτημα ηθικής τάξεως και ως εκ τούτου αναπάντητο: «Γιατί να ζήσω σε έναν κόσμο ενηλίκων που δεν διάλεξα και όπου, όσα αφειδώς μου υποσχέθηκαν, τώρα τα διαψεύδουν και μου τα αρνούνται;».
Είναι σημαντικό η πρόκληση του εφήβου να βρει ανταπόκριση, να μη χαθεί στο κενό, να μην προσκρούσει στο σκληρό τείχος του επαγγελματικού κομφορμισμού ούτε να ακυρωθεί από την κινουμένη άμμο της άνευ ορίων κατανόησης και των άμετρων επιδιορθωτικών προθέσεων των θεραπευτών, εκπαιδευτικών και γονέων. Για να βρει ο έφηβος τις ατομικές του συντεταγμένες, πρέπει να τολμήσει αλλά και να του επιτραπεί να αντιπαρατεθεί.
Το συλλογικό έργο «Ψυχανάλυση και εφηβεία. Κλινικά και θεωρητικά ορόσημα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας σε επιμέλεια του ψυχίατρου, ψυχαναλυτή, μέλους της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Quatrieme Groupe, Γεράσιμου Στεφανάτου.