Περιπέτειες της εθνικής ταυτότητας των Νεοελλήνων

Περιπέτειες της εθνικής ταυτότητας των Νεοελλήνων

3' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η έννοια του έθνους, έτσι όπως θεμελιώθηκε στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, συγκροτήθηκε γύρω από τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους, καθώς αυτό προβλήθηκε ως η ιδεώδης μορφή πολιτειακής οργάνωσης, με τη φυλή, τη γλώσσα, τη θρησκεία και τις παραδόσεις να αναδεικνύονται ως οι σημαντικότεροι άξονες του εννοιολογικού του προσδιορισμού. Στα χρόνια που ακολούθησαν η έννοια του έθνους αποδείχθηκε ιδιαίτερα ελαστική ώστε να μπορεί να εξυπηρετεί ακόμα και τις αρχές του μαρξισμού αλλά και να ανταποκρίνεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη φιλοσοφία του γαλλικού συμβατισμού, του γερμανικού ρομαντισμού και του αγγλοσαξονικού εμπειρισμού. Οι ιδεολογικές πεποιθήσεις φάνηκαν κάποτε να μετατοπίζουν το έθνος από τον αρχικό πολιτικό-πολιτειακό του χαρακτήρα, ενώ άλλοτε ήρθαν ακόμα και σε ευθεία σύγκρουση με αυτόν. 
 
Στο αναδιαμορφούμενο βαλκανικό περιβάλλον του 19ου αιώνα ατομικές και συλλογικές ταυτότητες επαναπροσδιορίστηκαν και επανακαθορίστηκαν μέσα στο νέο πλαίσιο που είχε αρχίσει να διαμορφώνει από τον 18ο αιώνα η πολιτική φιλοσοφία του Διαφωτισμού, η οποία εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε πηγή ιδεολογικών διαφοροποιήσεων για τους βαλκάνιους λαούς. Η «μετακένωση» των μηνυμάτων της φωτισμένης Δύσης οδήγησε τους υπηκόους του σουλτάνου στη σφοδρή αμφισβήτηση της υποτέλειάς τους στον αλλόθρησκο κατακτητή, διαταράσσοντας την πνευματική ενότητα όλων των Ορθόδοξων της βαλκανικής. Οι ιδεολογικοί άξονες της οθωμανοκρατούμενης Ανατολής φάνηκε να κλονίζονται κάτω από τις θεωρίες των Ευρωπαίων φιλοσόφων που διακήρυσσαν περίτρανα ότι το συλλογικό πεπρωμένο θα πρέπει να στηρίζεται στη βάση πολιτισμικών και όχι θρησκευτικών κριτηρίων. Αλλωστε, στην πολυεθνική, θεοκρατική αυτοκρατορία των Οθωμανών δεν υπήρχε καμία απολύτως οριοθέτηση της έννοιας του Οθωμανού πολίτη, ενώ μόλις το 1876, στο τέλος της περιόδου του Τανζιμάτ, έγιναν οι πρώτες συνταγματικά κατοχυρωμένες προσπάθειες ανάπτυξης της οθωμανικής ιθαγένειας, οι οποίες ωστόσο διέθεταν έναν πιο γενικευμένο και σφαιρικό χαρακτήρα.           
 
Αυτό όμως το γεωγραφικά, γλωσσικά και εθνογραφικά, συγκεχυμένο περιβάλλον όπου εκδηλώθηκαν τα πρώτα εθνικιστικά κινήματα ανάμεσα στους σύνοικους χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, τους έως τότε υπηκόους του σουλτάνου, φάνηκε να δημιουργεί εξαρχής πρόβλημα, ακόμα και στους ίδιους τους πρωτεργάτες της ελληνικής εθνικής κίνησης. Πρόβλημα που αντιμετωπίζεται ακόμη και σήμερα με σκεπτικισμό και αμηχανία από αρκετούς μελετητές της βαλκανικής ιστορίας του 18ου αιώνα. Αιτία δεν είναι παρά η αλλοφωνία ή η αλλογλωσσία των διάφορων πληθυσμιακών ομάδων –ιδιαίτερα στις περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης– που τις έθετε σε μια «προβληματική» ως προς την προσέγγισή της κατηγορία, καθώς στον βαλκανικό χώρο τα όρια της γεωγραφικής και γλωσσικής κατανομής παρουσιάζονταν ελαστικά και συχνά συγκεχυμένα, ενώ πολλές φορές ακόμα και αντικρουόμενα. Ετσι, προέκυψε η ανάγκη να αποσαφηνιστούν και να αντιδιασταλούν εννοιολογικά μεταξύ τους όροι όπως «αλλόγλωσσοι», «αλλογενείς» και «αλλοεθνείς» προκειμένου να επιτευχθούν η προσέγγιση και η κατανόηση της εθνικής φυσιογνωμίας των Νεοελλήνων.
 
Ηταν δηλαδή η ίδια η πολιτική κληρονομιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας εκείνη που επέβαλε στο βαλκανικό χώρο μία σειρά επιθετικών προσδιορισμών να συνοδεύουν αναπόφευκτα κάποιες πληθυσμιακές ομάδες. Κι ενώ για τους αγγλόφωνους συγγραφείς δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα επιλογής ανάμεσα στους όρους «εθνικός» και «εθνοτικός», δεν συμβαίνει το ίδιο με τους περιορισμούς που θέτουν οι ερμηνευτικές προεκτάσεις της ελληνικής γλώσσας, όπου ο όρος «εθνοτικός» αποδεικνύεται πολλές φορές αδύναμος να περιγράψει και να αναλύσει στον πυρήνα τους τις πολιτισμικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες. Η δημιουργία του εθνικού κράτους, η επίδραση των αξιών του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού αλλά και οι διαρκείς προκλήσεις των σύνοικων βόρειων γειτόνων προκάλεσαν τελικά τον επαναπροσδιορισμό των στοιχείων εκείνων που συγκροτούσαν το σύγχρονο έθνος των Ελλήνων. Οροι όπως εθνική συνείδηση (national consciousness) και εθνοτική ταυτότητα (ethnic identity) χρησιμοποιήθηκαν ως ακρογωνιαίος λίθος στην προσπάθεια ανασύνθεσης της νεοελληνικής φυσιογνωμίας, καθώς αυτοί ήταν σε θέση να υπερκαλύψουν πολιτικές και αυστηρά οριοθετημένες εθνικές συνισταμένες και να δεχθούν κάτω από τη συλλογικότητά τους γλωσσικές και εθνικές διαφορές.
 
Τελικά, ο καθορισμός της ελληνικής ταυτότητας στο νέο εθνικό κράτος που συγκροτούνταν έθετε μοιραία στο προσκήνιο την ανάδειξη του φρονήματος. Αντικείμενο του ιστορικού λοιπόν δεν είναι η αναζήτηση «πιστοποιητικών ταυτότητας», αλλά η ανάλυση όλων εκείνων των διαδικασιών που οδηγούν κάθε φορά στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού των «ταυτοτικών κεφαλαίων».
 
* Η κ. Κωνσταντίνα Δ. Καρακώστα είναι διδάσκουσα Νεότερης Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Πατρών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή