Στην Αθήνα, την περασμένη χρονιά ήταν το Μουσείο Μπενάκη – Πειραιώς 138 και η έκθεσή του «Christian Zervos & Cahiers d’Art. H Αρχαϊκή Στροφή», που έκανε κάτι ανάλογο: Δεν παρουσίασε έναν καλλιτέχνη, αλλά τον άνθρωπο που συνέδεσε την αφρόκρεμα του μοντερνισμού με την Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο, τον ελληνικής καταγωγής εκδότη και κριτικό Κριστιάν Ζερβός, ιδρυτή του πρωτοποριακού περιοδικού Cahiers d’ Art, της ομώνυμης γκαλερί και εκδοτικού οίκου, που μεταξύ άλλων είχε την αποκλειστικότητα έκδοσης και προβολής των ζωγραφικών έργων του Πάμπλο Πικάσο σε ένα μνημειακό έργο 33 τόμων.
Στη Νέα Υόρκη, εδώ και λίγο καιρό, παρουσιάζεται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ) έκθεση που επίσης θέτει στο επίκεντρο όχι έναν δημιουργό, αλλά μια φυσιογνωμία του κόσμου της τέχνης που με το πνεύμα, τη δράση και τις επιλογές του επηρέασε καθοριστικά τις καλλιτεχνικές εξελίξεις της εποχής του. Η έκθεση «Félix Fénéon: The Anarchist and the Avant-Garde – From Signac to Matisse and Beyond» (η οποία θα διαρκέσει έως τις 2 Ιανουαρίου 2021) αφιερώνεται στον Γάλλο κριτικό τέχνης, δημοσιογράφο, μεταφραστή, εκδότη, επιμελητή, συλλέκτη, γκαλερίστα Φελίξ Φενεόν (Félix Fénéon, 1861-1944), έναν πολυπράγμονα άνθρωπο που χωρίς να βρίσκεται ο ίδιος στο προσκήνιο, έπαιξε βασικό ρόλο στη σταδιοδρομία κορυφαίων δημιουργών από τον Ζορζ Σερά και τον Πολ Σινιάκ έως τον Πιερ Μπονάρ και τον Ανρί Ματίς.
Και ίσως αυτή να είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες τάσεις στη θεματική των εκθέσεων που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια: Η διάθεση των μουσείων να μας διηγηθούν ιστορίες που φωτίζουν τις αθέατες πλευρές του πλανήτη της τέχνης, ο οποίος «κατοικείται» από τόσο λαμπρούς πρωταγωνιστές ώστε ξεχνάμε τους σημαντικούς δευτεραγωνιστές, τα χαρισματικά άτομα που κάνουν αυτόν τον κόσμο να γυρίζει.
Η ζωή του
Ο Φελίξ Φενεόν υπήρξε τέτοια προσωπικότητα, ένας εξόχως ευφυής άνθρωπος. Ο γιος Ελβετού δασκάλου και Γαλλίδας πωλήτριας από τη Βουργουνδία που διέπρεψε στο σχολείο, έγινε στα είκοσί του υπάλληλος του γαλλικού υπουργείου Πολέμου. Οσο έμεινε στη υπηρεσία, θεωρείτο πρότυπο εργαζομένου, μολονότι είχε ήδη γίνει αναρχικός, όπως πολλοί καλλιτέχνες και συγγραφείς της γενιάς του και βρισκόταν υπό αστυνομική παρακολούθηση. Στην πορεία της ζωής του εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο γοητευτικά μέλη των παρισινών καλλιτεχνικών κύκλων τα συναρπαστικά χρόνια κοντά στο γύρισμα του εικοστού αιώνα, και συνετέλεσε καθοριστικά στην ανάπτυξη του μοντερνισμού στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Δούλεψε ακούραστα, με μέθοδο και πάθος για να υποστηρίξει την πρωτοποριακή τέχνη της εποχής του –χωρίς να ξεχνά την πολιτική–, για πάνω από πέντε δεκαετίες. Στη διάρκεια της καριέρας του συνέγραψε δεκάδες άρθρα ως κριτικός τέχνης καταγράφοντας και σχολιάζοντας τα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα στις δεκαετίες του 1880 και του 1890. Το 1886, επινόησε τον όρο Neo-Impressionism (νεο-ιμπρεσιονισμός) για να περιγράψει το έργο του Σερά και του Σινιάκ, διακρίνοντας σε αυτό το καλλιτεχνικό ρεύμα τα στοιχεία που το χαρακτήρισαν: τη χρήση του φωτός που είναι επηρεασμένη από τις επιστημονικές θεωρίες της εποχής, και τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την επίδειξη των τεχνικών ικανοτήτων του ζωγράφου, στην πραγματικότητα και την αυτονομία του ίδιου του έργου.
Μάλιστα ο Σερά ήταν ο πρώτος από πολλούς καλλιτέχνες που ο Φενεόν υπερασπίστηκε δυναμικά με τα κείμενά του. Hταν η χρονιά (1886) που ο ζωγράφος παρουσίασε για πρώτη φορά στο κοινό τον περίφημο πίνακα «La Grande Jatte» («Un dimanche après-midi à l’Île de la Grande Jatte»), και ικανοποιημένος από το κείμενο του κριτικού που τον υποστήριξε, του χάρισε τη μελέτη του συγκεκριμένου έργου. Με αυτήν «ανοίγει» η έκθεση του ΜοΜΑ.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο Φενεόν έγινε ο ίδιος επιμελητής και έμπορος τέχνης. Επί 18 χρόνια εργάστηκε στη φημισμένη γαλλική γκαλερί Bernheim-Jeune, όπου προσκάλεσε και πρόβαλε μια νέα γενιά δημιουργών. Το 1909 ο Ενρί Ματίς υπέγραψε στη Bernheim-Jeune το πρώτο συμβόλαιο της καριέρας του. Εφερε επίσης στην γκαλερί τον Πιερ Μπονάρ και τον Κις Βαν Ντόγκεν, ενώ το 1912 διοργάνωσε εκεί την πρώτη παρισινή έκθεση των Ιταλών Φουτουριστών. Ως συλλέκτης και προστάτης της σύγχρονης τέχνης, συγκέντρωσε μια εξαιρετική συλλογή έργων ζωγραφικής από τους Σερά, Σινιάκ, Ματίς, Μπονάρ, Αμεντέο Μοντιλιάνι και πολλούς άλλους.
Ηταν δε ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους συλλέκτες έργων με προέλευση από την Αφρική, την Ωκεανία και την Αμερική, από τους πρώτους που αναγνώρισε την αισθητική τους αξία. Με καλλιτεχνική οξυδέρκεια και ανοιχτό πνεύμα προσπάθησε να στρέψει το ενδιαφέρον του κοινού στην τέχνη των αυτοχθόνων, και να της αποδώσει την αναγνώριση που της αξίζει. Αλλωστε, οι ριζοσπαστικές πολιτικές του πεποιθήσεις –μάλιστα είχε συλληφθεί με την κατηγορία βομβιστικής επίθεσης, και αθωώθηκε υπερασπιζόμενος ο ίδιος με ευφράδεια τον εαυτό του στο δικαστήριο– διαμόρφωσαν την πεποίθησή του ότι η τέχνη θα μπορούσε να διαδραματίσει θεμελιώδη ρόλο στη διαμόρφωση ενός πιο δίκαιου κόσμου.
Και αρχειακό υλικό
Η έκθεση είναι πολυσυλλεκτική και αποτελεί τη σύνθεση δύο μικρότερων παρουσιάσεων που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι με τη συνεργασία των μουσείων Orsay και Quai Branly- Jacques Chirac. Φιλοξενεί περίπου 130 έργα, μαζί με αφίσες και αρχειακό υλικό –επιστολές, έγγραφα, αρθρογραφία– που σκιαγραφούν πλήρως τη ζωή του Φενεόν και το κλίμα της εποχής του.
Υπάρχουν φωτογραφίες και πορτρέτα του που διασώζουν την εικόνα του: ένας λεπτός, ψηλός άνδρας πάντοτε καλοντυμένος με περιποιημένο υπογένειο, σκούρα μάτια και ένα πρόσωπο που θυμίζει τον Θείο Σαμ ή τον Διάβολο – του είχαν δώσει μάλιστα το παρατσούκλι «Αμερικανός Μεφιστοφελής».
Τα εκθέματα περιλαμβάνουν επίσης τη δουλειά καλλιτεχνών που θαύμασε, υποστήριξε, και συνέλεξε. Μεταξύ τους υπάρχουν δύο σημαντικές ομάδες έργων: 18 σχέδια και πίνακες του Σερά και 18 γλυπτά που προέρχονται κυρίως από την κεντρική και δυτική Αφρική – ποτέ δεν έπαψε να επιδιώκει μια στροφή του ενδιαφέροντος των φιλότεχνων συγχρόνων του προς τη μη δυτική τέχνη.