ΒΙΒΛΙΟ

Το χρέος προς «τη θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα»

1821, το διαρκέστερο νεοελληνικό έπος

Το χρέος προς «τη θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα»

Ενα από αυτά που θα κερδίσουμε χάρη στην επέτειο των 200 χρόνων από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 είναι η έκδοση πρωτότυπων μελετών γύρω από το θέμα. «Η Ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης – 1821» (εκδ. Πατάκη), που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες, είναι ένα τέτοιο έργο: μια πολυσέλιδη, ενδελεχής ανθολόγηση της ελληνικής ποιητικής δημιουργίας που εμπνέεται από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός και καλύπτει τόσους αιώνες όσους φέτος γιορτάζουμε. Από το δημοτικό τραγούδι έως το παρόν «η ποίησή µας δεν έπαψε ποτέ σε διάστημα δύο αιώνων να προσδιορίζει τον χαρακτήρα και τη µορφή που έλαβε το Εικοσιένα ως γνήσια επαναστατική πράξη, ως αλησµόνητη ουσία και διαρκής αναθύµηση Τέχνης και Ιστορίας, για να υπενθυµίζει συνεχώς στις ψυχές το συνειδησιακό χρέος προς τη “…θεϊκιά κι όλη αίµατα Πατρίδα”, έτσι όπως ορίζει αυτή την πολυσήµαντη και ιδιαίτερη σηµασία της ο στίχος του Σολωµού», σημειώνει στον πρόλογό του ο συγγραφέας Κώστας Σταμάτης. Στο πρώτο μέρος της ανθολογίας περιλαμβάνονται 46 επαναστατικά δημοτικά τραγούδια από όλες τις περιοχές της Ελλάδας, που αντλήθηκαν από έγκυρες παλαιότερες συλλογές σπουδαίων λαογράφων όπως ο Νικόλαος Γ. Πολίτης, και έργα σαν τα «Ρωμαίικα τραγούδια» του Γερμανού λόγιου Arnold Passow. Στο συνοδευτικό «Επίµετρο» εµπεριέχονται 11 τραγούδια που είπαν ή φέρονται να στιχούργησαν ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Θεόδωρος Γρίβας και άλλοι πρωταγωνιστές της Επανάστασης. Στο δεύτερο µέρος ανθολογούνται 205 ποιητικά έργα γραµµένα από 140 δηµιουργούς. Περιλαµβάνονται όλες οι γενιές, οι σχολές, οι µορφές και τα ρεύµατα της ποιητικής γραφής από τον Σολωµό και τον Κάλβο µέχρι τους ποιητές που δημοσίευσαν µέσα στις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Στο τελευταίο και εξαιρετικά σημαντικό μέρος της έκδοσης βρίσκουμε τα εργοβιογραφικά σημειώματα των ποιητών με αλφαβητική σειρά, μια πολύτιμη ερευνητική εργασία για τα ελληνικά γράμματα.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Το χρέος προς «τη θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα»-1

«Πρωτίστως στην αλήθεια της ποίησης –την πιο δραστική ουσία της– και στη φαινομενολογία αυτού του οιονεί παράδοξου πρέπει να αναζητήσει κανείς τις ερμηνείες πώς το Εικοσιένα κατέστη –ποιητικά τουλάχιστον– το διαρκέστερο νεοελληνικό έπος, με καταγωγή και μέσα εξόχως επαναστατικά, μία αυτοτελής πράξη ελευθερίας, με μεγάλη διάρκεια και μακρές περιόδους σκληρότατης διαπάλης με ισχυρότερους πάντοτε αντιπάλους, εσωτερικούς και εξωτερικούς.

Στο σύνολο αυτών των απελευθερωτικών συμβάντων, όπου συσσωματώνονται και όσα διέλαμψαν και όσα σκιάστηκαν, αναφαίνονται επίσης κι εκείνα που δέσμευσαν, λες, τον χρόνο. Με συνεχείς απηχήσεις, πλήθος συνδηλώσεις και αναστοχασμένους σε χρόνο ενεστώτα ποιητικούς προσανατολισμούς, το Εικοσιένα αποτέλεσε χρηστική κληρονομιά, απαντοχή και έμπνευση, κάθε φορά που σε δύστηνους χρόνους η χρεία το καλούσε· υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος, που έμελλε να χτίσει την πολύπτυχη και διαρκώς επαμφοτερίζουσα νεοελληνική μας πραγματικότητα, της οποίας οι πρώτοι ώριμοι καρποί γεννήθηκαν κιόλας μέσα στα χρόνια της Επανάστασης. Οσο φούντωναν τα πάθη σε συνεχείς εσωτερικές συγκρούσεις, που κορυφώθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο 1824-1825, εγκαταστάθηκαν οι συχνές αμφιθυμίες και τα απορημένα συνειδησιακά διλήμματα: με τη φουστανέλα και το καριοφίλι ακόμα –κι ώς πότε;– ή με τους φραγκοφορεμένους καλαμαράδες και πολιτικούς, που με τις ακατάληπτες ελληνικούρες τους υπόσχονταν τα αμελητέα και ξεθεμελίωναν τα ανεκτίμητα; Τα χρόνια που ακολούθησαν δίδαξαν ότι τη συγκινημένη διάθεση και προσδοκία ελευθερίας μπορούσε να τις διαδεχτεί μία καινούρια νεοελληνική βεβαιότητα.

Α, ρε Τουρκιά φαρμακερή
σου τσίμπησα τον κώλο
νά ’ρθει να κάτσει ο Βαβαρός
στον ζβέρκο μου απάνω.

Αυτά τα γκιαούρικα στιχάκια του ποιητή Γιώργου Χουλιάρα αποτυπώνουν εύστοχα εκείνη τη νέα πραγματικότητα, που δεν άφηνε πλέον αμφιβολίες για το πού βάραινε η ζυγαριά στην εξέλιξη της Επανάστασης.

Στο ιστορημένο με σφραγίδες εγκυρότητας Εικοσιένα, δεν μπορεί κανείς να μην κάνει τη σκέψη ότι ίσως το λεγόμενο έθνος/εθνότητα/πρώην γένος-φυλή ή κοινή συνείδηση, μοίρα και τόπος, είτε πατρίδα της καρδιάς είτε σημαία εφελκυσμού –όπως θέλει μπορεί να το ονοματίσει κανείς–, διαφύλαξε επιλεκτικά το Εικοσιένα σ’ ένα κουκούλι αγνείας, κάτι που βέβαια δεν έπραξε γι’ άλλες συνταρακτικές περιόδους του νεοελληνικού βίου, προβάλλοντας διαρκώς αρνήσεις, αντιρρήσεις και ισχυρή δυσανεξία. Οπως και να μετεωρίζεται συνεχώς πάνω μας η έννοια πατρίδα, βαρυφορτωμένη με σημασίες και επιλεκτικές σκοπιμότητες κατά καιρούς, μόνο μέσα στην καθαρότητα της ποίησης μπορεί κανείς να συναντήσει τον μονόλιθο της αλήθειας της, ότι πρόκειται πάντοτε για σχέση αγάπης και ουδέποτε μίσους.»

Το χρέος προς «τη θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα»-2
Ξυλογραφία (1951) από τη μονογραφία του Α. Τάσσου, εκδόσεις Μέλισσα.

«Το χάραμα επήρα
Του Ηλιου το δρόμο,
Κρεμώντας τη λύρα 
Τη δίκαιη στον ώμο»
(Διονύσιος Σολωμός,
«Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι». Απόσπασμα από το Σχεδίασμα Α΄)

Τοῦ πολέμου τοῦ ’21
Κρυφὰ τὸ λένε τὰ πουλιά, κρυφὰ τὸ λὲν τ’ ἀηδόνια,
κρυφὰ τὸ λέει ὁ γούμενος ἀπὸ τὴν Ἅγια Λαύρα:
«Παιδιά, γιά μεταλάβετε, γιά ξεμολογηθῆτε·
δὲν εἶν’ ὁ περσινὸς καιρὸς κι’ ὁ φετεινὸς χειμώνας.
Μᾶς ἦρθε ἡ ἄνοιξη πικρή, τὸ καλοκαίρι μαῦρο,
γιατὶ σηκώθη πόλεμος καὶ πολεμᾶν τοὺς Τούρκους.
Νὰ διώξουμ’ ὅλη τὴν Τουρκιὰ ἢ νὰ χαθοῦμε οὗλοι».
 
Tοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη
(Παραλλαγὴ βʹ)
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευὴ ξημέρωνε, νὰ μή ’χε ξημερώσει,
π’ ἀνοίξανε τὸν πόλεμο στὸν κάμπο τῆς Ἀθήνας,
π’ ὁ Καραΐσκος κίνησε νὰ πάῃ νὰ πολεμήσῃ.
Πρῶτο γιουρούσι¹ πὄκανε στὸν πόλεμο ποὺ πῆγε,
μιὰ κανονιὰ τοῦ δώσανε οἱ Τοῦρκοι μὲς στὰ στήθη.
Τὸ στόμα του αἷμα γιόμισε κ’ ἡ μύτη του φαρμάκι
κ’ ἡ γλῶσσα ἀηδονολάλαε σὰν τὸ χελιδονάκι:
«Παιδιά μου, νὰ μ’ ἀκούσετε, παιδιά μου, νὰ μ’ ἀκούσ’τε.
Νὰ πολεμήσ’τε τὴν Τουρκιά, ὅσο κι ἂν δυναστῆτε,
κ’ ἐγὼ θὰ πά’ στὴν Κούλουρη, μὲς στὸ νοσοκομεῖο.
Ἐγὼ θὰ πά’ νὰ γιατρευτῶ, ἐγὼ θὰ πά’ νὰ γιάνω,
σὲ πέντε μέρες θέλ’ ’ὰ ’ρθῶ, σὲ πέντε θὰ γυρίσω».
Μάιδε σὲ πέντε γύρισε, μάιδε σὲ δεκαπέντε,
καὶ τ’ ἄλογό του, Γιῶργο μου, ἀκόμα χλιμιντράει.
Ἀρκαδία (Μάναρι). – Λαογραφία, τόμ. 10 (1929/32), σ. 103-104,
ἀρ. 131 (Δημ. Τσίριμπας)
1. ἔφοδον (λ. τουρκ. yürüyüş)
 
Tῆς ναυμαχίας τῆς Σάμου (;)
(Σεπτέμβριος τοῦ 1823)
Ἄσπρα μου πουλιά, μαῦρα μου χελιδόνια,
μὴν τὴν εἴδατε τὴ δωδεκαφρεγάδα;
– Ψὲς τὴν εἴδαμε στῆς Πόλης τὰ μπουγάζια,
τὴν κυνήγαγαν τρία τούρκικα καράβια,
τὴν πυροβολοῦν, τῆς σπάζουν τὸ τιμόνι·
τότες φώναξε ὁ Κώστας ὁ Κανάρης:
«Ντούρ, Ἀλὴ-πασά, νὰ φτιάσω τὸ τιμόνι,
κι ἂν μὲ πιάσουνε μάιδε καὶ στὰ μισά μου,
σκλάβος γίνομαι ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου,
κι ὅλοι οἱ ναῦτες μου κι ὅλοι οἱ καπεταναῖοι!»
Στίχος 7. ντούρ: στάσου (σημ. της Γ. Ταρσούλη).

Το χρέος προς «τη θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα»-3
Το βιβλίο, που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες, είναι μια πολυσέλιδη, ενδελεχής ανθολόγηση της ελληνικής ποιητικής δημιουργίας που εμπνέεται από την Ελληνική Επανάσταση.