Στο φως ξεχασμένο έργο του Καραγάτση

Στο φως ξεχασμένο έργο του Καραγάτση

Ένα άγνωστο κείμενο

18' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 1996, οι εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν έναν τόμο με τίτλος «Ωσεί Μύρα. Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989» (επιμέλεια: Αλέξιος Σαββάκης). Εκεί, υπήρχε ένα κείμενο της Μαρίνας Καραγάτση γραμμένο τον Μάρτιο του 1996. 

Εφερε τον τίτλο «Βασίλισσα Αμαλία – Φραντσέσκα Μπερτίνι. Μια παράσταση με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Τσαρούχη». Τα Χριστούγεννα του 1945, ο Τσαρούχης έστησε στο σπίτι του Μ. Καραγάτση μια αυτοσχέδια θεατρική παράσταση. Μια θεατρική σκηνή με τίτλο «Ονειρα μπροστά στο θάνατο» και θέμα τον Οθωνα και την Αμαλία σε περασμένη ηλικία να αναπολούν τη μετεπαναστατική Ελλάδα, μα και να θρηνούν για το παιδί που δεν απέκτησαν ποτέ. 

Το θεατρικό αυτό κείμενο, σύμφωνα με τη φιλόλογο Νάγια Χατζηγεωργίου, είχε δημοσιευτεί στη “Νέα Εστία” (τομ. 35, τεύχ. 405, 15 Απριλίου 1944, σελ. 383-386), με τίτλο “Όνειρα μπροστά στο θάνατο” και διευκρινιστικό υπότιτλο “Θεατρικό επεισόδιο”. Σε αυτόν τον υπότιτλο υπάρχει αστερίσκος, ο οποίος παραπέμπει σε υποσημείωση γραμμένη από τον Καραγάτση, όπου δηλώνει μεταξύ άλλων ότι πρόκειται για επεισόδιο “παρμένο από κάποιο -δίχως τίτλο ακόμα- θεατρικό μου έργο”. Η δημοσίευση αυτού του θεατρικού επεισοδίου προκάλεσε την αντίδραση του Γ. Βλαχογιάννη, που δημοσιεύτηκε στο ίδιο περιοδικό (τεύχ. 409, 15 Ιουνίου1944, σελ. 566-570), την απάντηση του Καραγάτση και την ανταπάντηση του Βλαχογιάννη, πάλι στο ίδιο περιοδικό (τεύχ. 411-412, 15 Ιουλίου-1 Αυγούστου 1944, σελ. 713-715, 715, αντίστοιχα). Η διαφωνία μεταξύ τους αφορούσε σε γενικές γραμμές την ορθή χρήση των ιστορικών πηγών, τη γνώση της ιστορικής αλήθειας και τους τρόπους που η Ιστορία και τα πρόσωπά της μπορούν να μεταπλαστούν θεατρικά. (Δηλ. αν η βασίλισσα Αμαλία πέθανε παρθένα ή όχι και γιατί, αν ήταν ανίκανος ο Όθωνας, αν είχε φιλενάδες καμαριέρες εισαγόμενες, αν είχε ή όχι σχέση με τη Φωτεινή Μαυρομιχάλη, τι λένε οι γυναικολόγοι, η Σεξολογία, κι άλλα που πολύ άρεσαν -ως γνωστόν- στον Καραγάτση).

Μετά το μακρινό 1944 και τη δημοσίευση της «Νέας Εστίας», η «Κ» ανασύρει στην επιφάνεια αυτό το ξεχασμένο σήμερα μικρό θεατρικό αναδημοσιεύοντάς το εξολοκλήρου, αναδημοσιεύοντας ταυτόχρονα, σαν άτυπο πρόλογο, την ανάμνηση της Μαρίνας Καραγάτση από τα Χριστούγεννα του 1945. Μια σύντομη γλαφυρή αφήγηση που τοποθετεί τον αναγνώστη σε ένα βιογραφικό, πραγματολογικό πλαίσιο γύρω από το άγνωστο αυτό μίνι θεατρικό έργο – και συνάμα ένας φόρος τιμής στον σπουδαίο Γιάννη Τσαρούχη.

Η δημοσίευση του σπάνιου αυτού ντοκουμέντου σχετίζεται και με τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821, καθώς ως θεματολογία είναι πολύ κοντά σε αυτή την ατμόσφαιρα και την εποχή. (Να ευχαριστήσουμε εδώ εγκάρδια τη Μαρίνα Καραγάτση και τον Δημήτρη Τάρλοου γι’ αυτή την ευγενική παραχώρηση – όπως και για την παραχώρηση των εξαιρετικών φωτογραφιών του Καραγάτση που τράβηξε ο Ανδρέας Εμπειρίκος και που βρίσκονται στο οικογενειακό τους αρχείο. Ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθεια και στους Θανάση Τριαρίδη – Σταματίνα Σταματάκου.)

Κυρίως όμως, το θεατρικό αυτό «Ονειρο» είναι ένας γνήσιος Καραγάτσης σε μικρογραφία: πώς η Ιστορία, η εποχή, η κοινωνία, γίνονται ένα με τα πάθη του ανθρώπινου σώματος: το τρομερό μυστικό που έκρυβε το σώμα της Αμαλίας (κάποιος τύπος κολπικής δυσπλασίας που δεν επέτρεπε καν τη διείσδυση και άρα την τεκνοποιία), γίνεται εδώ πυρηνικό θέμα της όλης αφήγησης. Οπως είπαμε, ο Μ. Καραγάτσης είχε τον τρόπο του να αναπλάθει εποχές, αλλά και απωθημένα σύνδρομα, επιθυμίες. 

Χριστούγεννα του 1945

Της ΜΑΡΙΝΑΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

Στο φως ξεχασμένο έργο του Καραγάτση-1
Με το Paris Match –τεύχος του 1955– ανά χείρας ο Μ. Καραγάτσης, σε παιγνιώδη διάθεση. Στο εξώφυλλο η Σοφία Λόρεν. (Φωτ. ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ – ΑΡΧΕΙΟ Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ)

Παραμονές Χριστουγέννων του 1945, μεσημεράκι με λιακάδα κι εγώ γυρίζω από το σχολείο με σάκα πάνινη, μπλε ποδιά και άσπρο ταφταδένιο φιόγκο στα μαλλιά. Σήμερα δεν θα καθυστερήσω ούτε στο ψιλικατζίδικο, για να χαζέψω το φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα μπαμπακένια χιόνια, ούτε στο διπλανό ζαχαροπλαστείο για να θαυμάσω άλλη μια φορά το λευκό βουναλάκι κουραμπιέδες και στη γωνία της βιτρίνας τη φάτνη μέσα σε σπήλαιο από κόκκινο σελοφάν. Εχω μεγάλη ανυπομονησία να πάω σπίτι μου, γιατί η μαμά μου μού είπε το πρωί ότι θα έρθει ο κύριος Τσαρούχης και θα ετοιμάσει για το βράδυ μια θεατρική παράσταση.

Σε λίγο φθάνω στην οδό Σπάρτης 14, που είναι το σπίτι μας, διασχίζω το διάδρομο και τον κήπο με τις μανταρινιές και τις φιστικιές, ανεβαίνω τη σιδερένια στριφτή σκάλα και μπαίνω στην κουζίνα. Στο βάθος ακούγονται συζητήσεις, φωνές, γέλια, θόρυβος από έπιπλα που μετακινούνται. Προχωρώ στα μέσα δωμάτια. Μα τι αναταραχή είναι αυτή; Οι τετράφυλλες πανύψηλες τζαμόπορτες που χωρίζουν το προχόλ από το χολ και το χολ από το σαλόνι είναι ορθάνοιχτες και οι τρεις χώροι έχουν ενωθεί. Κάποιοι βοηθοί του κύριου Τσαρούχη αδειάζουν τα δύο πρώτα δωμάτια από τα βαριά έπιπλα και τοποθετούν σειρές καθισμάτων.

Ψάχνω τον κύριο Τσαρούχη. Τον βρίσκω στην τραπεζαρία, γονατισμένο στο πάτωμα να ζωγραφίζει πάνω σε χαρτί του ρολού τα κοστούμια της παράστασης. Κάθε τόσο σηκώνεται, πηγαίνει στο σαλόνι και δίνει οδηγίες για το σκηνικό: Στο κέντρο δύο πράσινες βελούδινες πολυθρόνες με ψηλή ράχη, που τις χωρίζει ένα στρογγυλό τραπεζάκι με μπρούντζινα στολίδια στα πόδια, αριστερά το πιάνο, δεξιά στο βάθος η μπερζέρα και δίπλα το μεγάλο κινέζικο βάζο.

Μεγάλο πρόβλημα παρουσιάζεται με ένα σερβίτσιο του καφέ από πορσελάνη, που ο κύριος Τσαρούχης το χρειάζεται για την παράσταση. Η μαμά επ’ ουδενί λόγω να το δώσει. Φοβάται μην τυχόν και πάθει ζημιά. Εν τέλει υποχωρεί. Ανοίγει τη βιτρίνα, βγάζει το μπλε σερβίτσιο με τα χρυσά σιρίτια και το ακουμπάει με προσοχή στο τραπεζάκι της σκηνής. Απ’ ό,τι φαίνεται, το σκηνικό είναι σχεδόν έτοιμο.

Ξαναπηγαίνω στην τραπεζαρία να δω πώς προχωράει η δουλειά του κυρίου Τσαρούχη. Μη χειρότερα! Πότε πρόλαβε και έκοψε τα ζωγραφισμένα χαρτιά, πότε τα κόλλησε, πότε τσάκισε όλες αυτές τις πιέτες της φουστανέλας! Πώς, με άλλα λόγια, κατόρθωσε σε τόσο λίγη ώρα να μεταμορφώσει τις ζωγραφιές σε αληθινά κουστούμια.

Η μαμά μου μού εξήγησε πως ο κύριος Τσαρούχης έφτιαξε τα κοστούμια από χαρτί για να μην κοστίσουν ακριβά. Για να το λέει έτσι θα είναι. Εμένα πάντως μου αρέσουν πιο πολύ από τα υφασμάτινα. Με ενθουσιάζουν, με μαγεύουν, όπως με μαγεύει το χριστουγεννιάτικο δεντράκι στο ψιλικατζίδικο και η φάτνη δίπλα στο βουναλάκι με τους κουραμπιέδες.

Μετά θυμάμαι πως έχει βραδιάσει και σε λίγο θα αρχίσει η παράσταση. Μέσα στα δύο πρώτα δωμάτια ο κόσμος είχε γεμίσει όλες τις σειρές των καθισμάτων. Μερικοί στέκονται όρθιοι.

Κοιτάζω προς τη σκηνή. Μα αυτός ο κύριος Τσαρούχης είναι μάγος; Πώς μεταμορφώθηκε το μελαγχολικό σαλόνι μας μέσα σε λίγες ώρες σε ένα τόσο αστραφτερό παλάτι; Στην αριστερή πολυθρόνα κάθεται ένας κύριος με φουστανέλα, ο Οθων, και δεξιά ο κύριος Τσαρούχης ντυμένος Αμαλία.

Ο μπαμπάς μου, που έχει γράψει το έργο, μου διηγήθηκε το πρωί τη ζωή του Οθωνα και της Αμαλίας, πόσο δυστυχισμένοι ήταν που δεν μπορούσαν να κάνουν παιδί, να αφήσουν διάδοχο. Η ιστορία μού φάνηκε πολύ συγκινητική. Τώρα όμως βλέπω πως αν και η έκφραση του κυρίου Τσαρούχη είναι πολύ σοβαρή όταν αρχίζει να λέει τα λόγια της Αμαλίας με φωνή παραπονεμένη, ο κόσμος ξεσπάει σε γέλια. Τον βρίσκω και εγώ πολύ αστείο, αλλά δεν γελάω μήπως και παρεξηγηθεί ο μπαμπάς μου. Μετά το διάλειμμα, στο δεύτερο μέρος, ο κύριος Τσαρούχης παίζει το ρόλο κάποιας Bertini. Φοράει ένα μακρύ μαύρο φόρεμα, μαύρα γάντια, μαύρο καπέλο και μέσα στα φουστάνια κρύβει ένα περίστροφο.

Αγωνίζομαι να καταλάβω ποια είναι αυτή η ευλογημένη Bertini. Πριν από λίγο στο διάλειμμα, άκουσα κάποιον να λέει πως ήταν τραγουδίστρια ή ηθοποιός. Κάτι τέτοιο. Ομως εμένα μάλλον για κατάσκοπος μου φαίνεται. Αλλά γιατί αυτή η μυστηριώδης γοητευτική κυρία κάνει το κοινό να γελάει; Μήπως στην πραγματικότητα είναι μια ηλικία, που προσπαθεί να παραστήσει τη σοβαρή.

Εγώ πάντως, αν και δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα, έχω ενθουσιαστεί με τον κύριο Τσαρούχη. Δεν ξεκολλώ τα μάτια μου από πάνω του. Πιστεύω πως είναι σπουδαίος ηθοποιός.

Δυστυχώς, η παράσταση τελειώνει σύντομα. Ο κόσμος σιγά σιγά φεύγει. Από τους τελευταίους ο κύριος Τσαρούχης. Στην εξώπορτα κοντοστέκεται, γυρίζει προς το μέρος και μου λέει χαμογελώντας κάπως τρυφερά, κάπως περιπαικτικά: «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, Μαρίνα, αλλά να μου απαντήσεις ειλικρινά. Νομίζεις πως είμαι καλύτερος ηθοποιός ή ζωγράφος;».

«Ηθοποιός», απαντώ εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη.

Οι τελευταίοι καλεσμένοι, μαζί και οι γονείς μου, βάζουν τα γέλια. Τους κοιτάζω με απορία. «Μα τι είπα; Κάποια γκάφα θα έκανα πάλι;» σκέφτομαι.

Στενοχωρημένη πηγαίνω στο δωμάτιό μου και χώνομαι στο κρεβάτι μου. Πριν με πάρει ο ύπνος συλλογίζομαι πάλι τον κύριο Τσαρούχη. Χάρηκα πολύ που τον γνώρισα από κοντά. Μόνο που το βλέμμα του, λίγο τρυφερό, λίγο πειρακτικό, με μπερδεύει κάπως. Είναι άραγε αληθινός φίλος;

Δεν ήξερα τότε, μικρό κοριτσάκι, πόσες και πόσες φορές στα χρόνια που θα ερχόντουσαν το βλέμμα αυτό, το γεμάτο νοημοσύνη, τρυφερότητα και μια δόση σοφής ειρωνείας, θα μου έδινε παρηγοριά, κουράγιο, ελπίδα, και πόσο συχνά θα το αναζητούσα από τη στιγμή που έσβησε για πάντα.

Ονειρα μπροστά στο θάνατο. Θεατρική σκηνή

Στο φως ξεχασμένο έργο του Καραγάτση-2
Ο Όθων και η Αμαλία φωτογραφημένοι στο Μόναχο το 1867. Από το βιβλίο «Από την Αθήνα στη Βαμβέργη. Η ζωή του πρώτου βασιλικού ζεύγους της Ελλάδος, Όθωνα και Αμαλίας μετά το 1862», έκδοση του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών Βούρου-Ευταξία. 

Πρόσωπα:
Ο Οθων
Η Αμαλία
Η Κυρία των Τιμών
Ενας θαλαμηπόλος.
 
Ενα σαλονάκι στο παλάτι του BAMBERG, στη Βαυαρία, το 1868.
 
Σαλονάκι στο παλάτι του BAMBERG, κοντά στο Μόναχο. Γερμανικό BAROQUE με CHINOISE-CARISCH. Μια αντίθεση: τοίχοι, κονσόλες, εταζέρες είναι γεμάτες εικόνες και θυμητάρια της Ελλάδας, ανάμεσα 1830 και 1860.

Απομεσήμερο συννεφιασμένο, καμάρα μισοσκότεινη. Το μεγάλο ρολόι του τοίχου χτυπάει πέντε αργούς, βαθύφωνους χτύπους.

Η Αμαλία, γερασμένη, ντυμένη με φόρεμα ταφταδένιο της εποχής (1867) κάθεται σε μία πολυθρόνα. Η Κυρία των Τιμών, νέα και μελαχρινή Ελληνίδα, στέκεται όρθια, λίγο πιο πέρα.
 
Κυρία των Τιμών. Να πω να σερβίρουν τσάι;

Αμαλία. Τι ώρα είναι;

Κυρία. Πέντε. Η Μεγαλειότης σας δεν άκουσε το ρολόι;

Αμαλία. Οχι, ήμουν αφηρημένη. Συλλογιζόμουν…

(Ανασαίνει βαριά)

Κυρία. Θα έπρεπε να επιβληθήτε στον εαυτό σας.

Αμαλία. Θα έπρεπε. Μόνον που δεν κάνουμε πάντα ό,τι πρέπει. Τόσο το καλύτερο. Τα λάθη του κάθε ανθρώπου κάποιον άλλον άνθρωπο ωφελούν. Ετσι γεννιέται μία ισορροπία ανάμεσα σ’ ευτυχία και δυστυχία… (μικρή σιωπή). Δεν γύρισε ακόμα ο βασιλεύς;

Κυρία. Η Μεγαλειότης του έχει γυρίσει από ώρα.

Αμαλία. Πώς δεν ήρθε από δω;

Κυρία. Πήγε στα διαμερίσματά του…

Αμαλία. Μήπως είναι αδιάθετος;

Κυρία. Οπως μου είπε ο αρχιθαλαμηπόλος, η Μεγαλειότης του πήγε ν’ αλλάξη.

Αμαλία. (δυσφορία) Α, ναι…

Κυρία. Να βγάλει τη στολή της ιππασίας και να φορέσει τη φουστανέλα. Δεν νομίζω πως θ’ αργήση…

Αμαλία. (σα να μονολογεί) Τη φουστανέλα… Την αιώνια φουστανέλα…

Κυρία. Ο Μεγαλειότατος έρχεται. Ακούω τα βήματά του.

(Μπαίνει ο Οθων, ντυμένος φουστανέλα, φέρμελη κ.λπ. Είναι γερασμένος, κουρασμένος.)

Οθων. Καλησπέρα Αμαλία. (στην Κυρία) Κυρία μου, καλησπέρα σας.

Αμαλία. Καλησπέρα, Οθων.

Κυρία. (κάνει υπόκλιση) Μεγαλειότατε…

Οθων. (κάθεται) Αργησα λιγάκι. Πρέπει να έρχουμαι ένα τέταρτο νωρίτερα από την ώρα του τσαγιού για να έχω καιρό ν’ αλλάξω.

Αμαλία. (με δυσφορία) Αλλοτε δεν άλλαζες, Οθων…

Οθων. Αλλοτε; Πότε άλλοτε;

Αμαλία. (διστάζοντας να διαλέξη έκφραση) Πριν έρθουμε εδώ.

Οθων. Στην Αθήνα, αγαπητή μου, δεν υπήρχε λόγος. Εκανα την απογευματινή μου ιππασία με τη φουστανέλα μου. Τώρα όμως, πώς μπορώ να καλπάζω στα δάση της Βαυαρίας… (δείχνει τη φουστανέλα του)

Αμαλία. Και είναι λόγος, μόλις γυρίσης στα ανάκτορα να φοράς αυτό το ένδυμα;

Οθων. (με πικρό ξάφνιασμα) Αυτό το ένδυμα; Πώς μιλάς έτσι, Αμαλία;

Αμαλία. (με κακία) Ναι. Το ένδυμα το λαού που τόσο μας πίκρανε.

Οθων. Του λαού που τόσο αγαπήσαμε, Αμαλία: των Ελλήνων. Λησμονείς πως είμαστε Ελληνες;

Αμαλία. (αναστενάζει) Θα ήθελα να το λησμονήσω…

Οθων. Αλλά δεν μπορείς… Σε παρακαλώ, θα μου ’δινες μεγάλη χαρά αν φορούσες κι εσύ πάλι τη χαριτωμένη πλατιά φούστα, το εφαρμοστό κοντογούνι και το άλικο φέσι λοξά, στα καστανά σου μαλλιά…

Αμαλία. Τα μαλλιά μου άσπρισαν, Οθων. Μα θα σου κάνω τη χάρη.

(Κυρία βήχει σιγανά)

Κυρία. Μεγαλειοτάτη, θα πω να σερβίρουν το τσάι. Εμένα θα μου επιτρέψετε… 

Οθων. Θα μας αφήσετε μόνους;

Κυρία. Ζητώ συγγνώμην. Δεν αισθάνομαι πολύ καλά… Κι ύστερα μόλις έλαβα ένα μεγάλο γράμμα από την αδελφή μου…

Οθων κι Αμαλία. (με νοσταλγική περιέργεια, σχεδόν μαζί) Από την Αθήνα; 

Κυρία. Ανυπομονώ να το διαβάσω…

Οθων. Σας καταλαβαίνω, αγαπητή.

Κυρία. (Υποκλίνεται) Με την άδειά σας. Μεγαλειότατε… Μεγαλειοτάτη… 

(Κυρία βγαίνει)

Αμαλία. Τι καλή, τι πολύτιμη φίλη!

Οθων. Εγκατέλειψε τους δικούς της για να μας ακολουθήση στην εξορία. (Αναστενάζει) Δεν το ’καναν πολλοί απ’ τους παλιούς μας φίλους.

Αμαλία. Οι ξεπεσμένοι βασιλιάδες δεν έχουν πια φίλους, Οθων.

(Μπαίνει ένας θαλαμηπόλος με λιβρέα σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με το σερβίτσιο του τσαγιού)

Αμαλία. (στον θαλαμηπόλο) SIE KONNEN GEHIEN, ICH WERDE HERVIEREN.

(Ο υπηρέτης υποκλίνεται και φεύγει. Η Αμαλία σερβίρει το τσάι) 

Αμαλία. Θέλεις λίγο κονιάκ στο τσάι σου; 

Οθων. Δυο σταγόνες να ζεσταθώ. Ο καιρός είναι υγρός κι έχω ξεσυνηθίσει το κλίμα της Βαυαρίας. 

Αμαλία. Οταν ήμουν κοριτσάκι, πώς μου άρεσε να καλπάζω στα δάση του Ολεντεμπουργκ, κάτω από τη βροχή: Ονειρευόμουν τ’ όμορφο βασιλόπουλο, που θα μ’ έκανε γυναίκα του. Φανταζόμουν πως θα ήταν κάποιος Γερμανός πρίγκιπας, που θα με πήγαινε στο Βασίλειό του το βορινό, το βροχερό, το συννεφιασμένο. Κι ήρθες εσύ…
Δεν μετάνιωσα για τίποτα. Οταν μου είπαν πως θα πάω να βασιλέψω την Ελλάδα, ομολογώ πως σάστισα, φοβήθηκα. Αυτή η μακρυνή χώρα με την ένδοξη, την περίλαμπρη παλιά ιστορία, τι ήταν τώρα, ύστερα από πέντε αιώνων δουλεία σε βάρβαρο δυνάστη; Ναι, μου μίλησες, μου εξήγησες… Οταν όμως, από το κατάστρωμα της φρεγάδας αντίκρισα τα βραχιασμένα βουνά της να λάμπουν σαν χρυσάφι, ανάμεσα στον καταγάλανο ουρανό και τη βαθυκύανη θάλασσα… 

Οθων. (συγκινημένος) Η Ελλάδα μας, Αμαλία…

Αμαλία (το ίδιο). Η Ελλάδα μας, Οθων… Ολοι με φόβιζαν, τότε. Με συμβούλευαν να μη σε παντρευτώ. Ο πατέρας μου δεν είχε εμπιστοσύνη στην πολιτική σωφροσύνη του πρωτόγονου αυτού λαού. Επρόβλεπε τα πικρά ποτήρια που μας πότισε. Οσο για τη μητέρα μου…

(Η Αμαλία σωπαίνει)

Οθων. Η μητέρα σου; 

Αμαλία. (μετανιωμένη) Ω, τίποτα. Ας μη μιλάμε γι’ αυτό…

Οθων. Θα σε παρακαλούσα να μιλήσης με παρρησία. 

Αμαλία. Η μητέρα μου δεν νοιαζόταν για την πολιτική. Δεν ήθελε να παντρευτώ έναν Βίτελσμπαχ. Είναι παράξενοι όλοι τους, μουρμούριζε. Καμία γυναίκα δεν ευτύχησε κοντά σ’ έναν Βίτελσμπαχ. Δεν την άκουσα…

Οθων. (με μορφή σκοτεινή) Είχε δίκιο η μητέρα σου. Εκανες λάθος που δεν την άκουσες. Μετάνιωσες γι’ αυτό;

Αμαλία. Οχι, Οθων, δεν μετάνιωσα. Στο είπα χίλιες φορές και το ξέρεις. Γιατί με ρωτάς; Για να με παιδεύεις και να τυραγνιέσαι; Ηθελα να γίνω βασίλισσα· έγινα. Ηθελα να βασιλέψω σε αυτόν τον παράξενο λαό, τον τόσο μακρινό από τη νοοτροπία μου, βασίλεψα. Ηθελα να γίνω γυναίκα του πιο όμορφου βασιλιά του κόσμου· έγινα. Ο,τι ποθούσε η ψυχή μου το χάρηκε. Δεν έχω παράπονο απ’ το ριζικό μου. 

Οθων. (σκύβει το κεφάλι, και λέει με φωνή σιγανή βαριά). Δεν λες αλήθεια, Αμαλία…

Αμαλία. (ταραγμένη) Οθων;

Οθων. Οχι, δεν λες αλήθεια…

Αμαλία. Γιατί; Επειδή χάσαμε τον θρόνο μας; 

Οθων. Κάποτε θα τον χάναμε, είτε έτσι είτε αλλιώς. Ο θάνατος δεν είναι μακριά. Τι σημασία έχουν λίγα χρόνια χωρίς στέμμα; 

Αμαλία. (σκληρά) Κανείς βασιλιάς δεν συλλογιέται έτσι, Οθων. Κρατάει το στέμμα του ώς τη στερνή πνοή. 

Οθων. Ναι, πολύτιμη κληρονομιά για το παιδί του, Αμαλία. Για το παιδί του…

(Σιωπή καταθλιπτική, με απότομη κίνηση του κορμιού η Αμαλία αντιδρά)

Αμαλία. Θέλεις ακόμα λίγο τσάι; 

Οθων. Ευχαριστώ, δεν έχω διάθεση. Δεν έχω διάθεση για τίποτα. Είμαι στα πρόθυρα του θανάτου κι αναπολώ τη ζωή. 

Αμαλία. (με τα μάτια μακριά) Η ζωή μας… Η ζωή μας…

Οθων. Δεν ήταν όμορφη, η ζωή μας. 

Αμαλία. (με φλόγα) Είχε όμως ένα νόημα, ένα σκοπό. Ξεκινήσαμε με αγνή ψυχή και καρδιά χαρούμενη να κυβερνήσουμε την Ελλάδα, να την κάνουμε μεγάλη κι ευτυχισμένη. Παλέψαμε σκληρά…

Οθων. Ναι. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Κάναμε πολλά πράγματα· και θα ξανακάναμε πολύ περισσότερα αν δεν σκοντάφταμε συνεχώς σ’ εκνευριστικές, ακατανόητες αντιδράσεις. Οι Ελληνες δεν καταλάβαιναν ότι μοναδική μας φροντίδα ήταν η ευτυχία και το μεγαλείο τους. 

Αμαλία. (σκληρά) Δεν μας αγαπούσαν.

Οθων. Οχι, κάνεις λάθος. Οι Ελληνες μας αγαπούσαν αλλά δεν μας καταλάβαιναν… 

Αμαλία. Οθων, είσαι βέβαιος πως εμείς καταλάβαμε τους Ελληνες; 

(Σιωπή. Ο Οθων σκύβει το κεφάλι. Η Αμαλία συνεχίζει με το βλέμμα μακριά)

Αμαλία. Τα λάθη μας, Οθων… Θυμήσου τα λάθη μας… Ζούσαμε μέσα σ’ όνειρο. Η αγάπη μας για την Ελλάδα ήταν απέραντη, μα εγωιστική. Εγίναμε βασιλιάδες, μα ενός έθνους που το παραμόρφωνε η λατρεία μας: ενός λαού που δεν ήταν αυτός που νομίζαμε. Ετσι καταντήσαμε να μην είμαστε οι βασιλιάδες που χρειαζόταν αυτός ο λαός. 

Οθων. Ο,τι μου ζήτησαν –κι ένας θεός ξέρει τι παράλογα πράγματα μου ζήτησαν– τους τα ’δωσα όλα. Δεν έμειναν ποτέ ευχαριστημένοι. Τριάντα χρόνια εβασιλεύαμε, είκοσι επαναστάσεις έκαναν, να μας εκθρονίσουν. Κουράζεται κανείς…

Αμαλία. (με το μυαλό σε μια έμμονη ιδέα) Αν τότε στην τελευταία και μοιραία για εμάς επανάσταση, άκουγες τη συμβουλή του Παλάσκα και πηγαίναμε στη Χάγη, όπου μας περίμεναν οι πιστοί της Δυναστείας…

Οθων. (χαμογελάει πικρά) Της Δυναστείας; Ποιας Δυναστείας, Αμαλία; Η δύναμη του βασιλικού δεσμού βασίζεται στη βεβαιότητα της αμέσου διαδοχής. Ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς. Αυτόν το λόγο οι Ελληνες δεν μπορούσαν να τον πουν, όσο βρισκόμαστε στο θρόνο. Το δυναστικό ζήτημα, το τόσο εκνευριστικό για την πολιτική σταθερότητα της χώρας υπήρχε, από την πρώτη μέρα της βασιλείας μας· μόνο που έπρεπε να πεθάνουμε για να εκδηλωθή. Οι Ελληνες προτίμησαν να βιάσουν τη λύση, και μας εξεθρόνισαν. Δεν μπορώ να τους αδικήσω. 

Αμαλία. Αν είχαμε ένα παιδί…

Οθων. Πάλι μου γυρίζεις το μαχαίρι στην καρδιά…

Αμαλία. (δεν τον ακούει) Ενα παιδί με ξανθά μαλλιά και μάτια γαλανά… 

Οθων. Ενα αγόρι…

Αμαλία. Ας ήταν και κορίτσι. Δεν είναι τόσο η πίκρα της βασίλισσας, που δεν μπόρεσε να στεριώση μια Δυναστεία όσο η δυστυχία της γυναίκας που δεν μπόρεσε να γίνη μητέρα. 

(Σιωπή, το φως λιγοστεύει) 

Αμαλία. Η εθιμοτυπία της Αυλής των Βίτελσμπαχ απαιτεί να γίνη νεκροψία στο κορμί μου, όταν πεθάνω. Δεν πρέπει να γίνει αυτό, Οθων. Δεν πρέπει το τραγικό μυστικό της ζωή μας να μη μας ακολουθήση στον τάφο…

Οθων. (σηκώνει τους ώμους) Δεν είναι τόσο μυστικό. Ο Πέλμεστρον το ήξερε προτού το αντιληφθώ εγώ ο ίδιος.

Αμαλία. (δίχως να τον ακούη) Το δράμα της ζωής μας θα γίνη θέμα όλου του κόσμου, για ευτράπελη κακογλωσσιά… είναι φοβερό. 

Οθων. Οι βασιλιάδες δεν έχουν δικό τους δράμα, όπως δεν έχουν δική τους ζωή. Ζουν για το λαό τους, πονούν για το λαό τους και πεθαίνουν για το λαό τους. Ναι, ο ιατροδικαστής θ’ ανοίξει τα νεκρά σπλάχνα μας και θ’ ανακαλύψη το μυστικό τους. Ποιος όμως θ’ ανοίξη τις πάντα ζωντανές καρδιές μας, για να δείξη στους Ελληνες την απέραντη αγάπη που είχαμε, μέσα μας, γι’ αυτούς; 

(Σιωπή)

Αμαλία. (δοσμένη στο δράμα της) Ενα παιδί… Ενα παιδί…

Οθων. Αμαλία… Γλυκιά μου γυναίκα…

Αμαλία. Ενα παιδί… Ας φαντασθούμε πως ήταν αγόρι, ελληνόπουλο γεννημένο κάτω από ουρανό της Αθήνας. 

(Από αυτό το σημείο τα λόγια του Οθωνα και της Αμαλίας συνοδεύονται σκηνοθετικώς με ηχογραφικά εφέ)

Αμαλία. Φαντάσου την ημέρα. Είναι ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη. Στο Βασιλικό Κήπο, τον πνιγμένο στο άρωμα των λουλουδιών, τ’ αηδόνια κελαϊδούν χαρμόσυνα. Το μεγάλο νέο μαθεύτηκε. Οι Αθηναίοι προστρέχουν στην Πλατεία Συντάγματος, γεμίζουν ασφυκτικά τα Προπύλαια των Ανακτόρων… Να, να: Οι καμπάνες: Ακούς, Οθων, τις καμπάνες; Η Μητρόπολις… Η Καπνικαρέα… Η Αγία Ειρήνη… Η Χρυσοσπηλιώτισσα: Καμπάνες, καμπάνες, καμπάνες: Τι είναι αυτό; Το κανόνι στους Στρατώνες Πυροβολικού!

Οθων. Εικοσιμία κανονιές για το κορίτσι. Εκατόν μία για το αγόρι: για το Διάδοχο…

Αμαλία. Σουτ: Σιωπή: (μετράει τις κανονιές) Δεκαεννιά: Είκοσι: Εικοσιμία: (μικρή αγωνιακή παύση) Εικοσιδύο: Αγόρι: Είναι αγόρι: Ποιος μετράει παρακάτω; Το πλήθος, μπροστά στ’ Ανάκτορα, παραληρεί από ενθουσιασμό. Ακούς τις ζητωκραυγές, Οθων; 

Οθων. Ναι, ακούω…

Αμαλία. Τ’ αμάξια φτάνουν στα Προπύλαια. Οι υπουργοί, οι βουλευτές, οι γερουσιαστές… Να κι οι στρατηγοί. Να κι οι ναύαρχοι. Ερχονται όλοι: Ολοι.

Οθων. Οι πολέμαρχοι του Αγώνα με τις φουστανέλες, τις φερμέλες. Να, ο Κολοκοτρώνης, πρώτος απ’ όλους. 

Αμαλία. Ο Κολοκοτρώνης; Οταν ο Γέρος στέκεται κοντά μας, η Δυναστεία μας είναι ακλόνητη. Γιατί τώρα, Οθων, υπάρχει Δυναστεία. Υπάρχει!

Οθων. (οραματίζεται) Ο Πλαπούτας, ο Χατζηχρήστος, ο Μακρυγιάνης, ο Νικηταράς…

Αμαλία. (ανησυχεί) Οθων: Ο υπέροχος Νικηταράς θα συγχωρήση ποτέ την αδικία που του κάναμε; 

Οθων. Τώρα που δώσαμε Διάδοχο στους Ελληνες, όλα μας τα λάθη θα μας τα συγχωρήσουν.

Ηταν που δεν μπορούσαμε να στεριώσουμε στον θρόνο μας, και φοβόμαστε τους πάντες και τα πάντα· μα τώρα, τώρα που γεννήθηκε ο Διάδοχος… Να κι ο Κανάρης, με την ψαριανή του βράκα. Να κι ο Σαχτούρης… Ηρθαν όλοι, όλοι!

Αμαλία. Οθων, πήγαινε γρήγορα στη Μεγάλη Αίθουσα του Θρόνου, να τους δεχθής.

Οθων. Με συγχαίρουν, μου σφίγγουν το χέρι. Σ’ όλων τα πρόσωπα λάμπει η χαρά. 

Αμαλία. Τι είναι; Τι φωνές είναι αυτές; 

Οθων. Είναι ο κόσμος, κάτω από τ’ Ανάκτορα. Ζητωκραυγάζουν. Θέλουν να ιδούν το γιο μας… 

Αμαλία. Τότε εσύ παίρνεις τη μικρή, την τρυφερή ρόδινη σάρκα… Προσοχή, Οθων! Δεν πιάνουν έτσι νεογέννητα μωρουδάκια: Το ντύσατε καλά, το αγγελούδι μου; Το τυλίξατε στην κουβερτούλα του; Είναι πρωί ακόμα, κάνει ψύχρα.

Οθων. Μη φοβάσαι, προσέχω… Προχωρώ, βγαίνω στον εξώστη και δείχνω στους Ελληνες το Διάδοχό τους…

Αμαλία. (συμπληρώνει) Κωνσταντίνο!

Οθων. Κωνσταντίνο… 

(Το ηχητικό εφέ –καμπάνες, κανόνια, ζητωκραυγές– φτάνουν στο έπακρο. Υστερα αδυνατίζουν, σβήνουν. Απόλυτη σιωπή. Η Αμαλία κλαίει) 

Οθων. Αμαλία, χρυσή μου. Μην κλαις…

Αμαλία. Είναι τ’ όνειρο…

Οθων. Τ’ όνειρο… Πάντοτε όνειρα κάναμε στη ζωή μας. Τα όνειρα μας κατέστρεψαν…

Αμαλία. Τα όνειρα… Τα όνειρα που κάναμε, Οθων, ήσαν για την ευτυχία και το μεγαλείο των Ελλήνων. Η δική μας ευτυχία δεν είχε θέση στα όνειρά μας… 

(Σιγοανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας θαλαμηπόλος, κρατώντας μια μεγάλη λάμπα του οινοπνεύματος, αναμμένη, που την αποθέτει πάνω σε μία κονσόλα. Τον ακολουθεί η Κυρία των Τιμών, που κρατάει ένα κάνιστρο γεμάτο λουλούδια)

Κυρία. Μεγαλειότατε, Μεγαλειοτάτη, με συγχωρήτε…

Οθων. Ελάτε, καλή μας φίλη. Δε μας ενοχλήτε. Επιθυμήσαμε τη συντροφιά σας. 

Αμαλία. Θεέ μου! Τι ωραία λουλούδια; Πού τα βρήκατε; 

Κυρία. Είναι για εσάς, Μεγαλειοτάτη.

(Αποθέτει το κάνιστρο μπροστά στην Αμαλία) 

Αμαλία. Για μένα; Μα είναι λουλούδια της Αθήνας, είναι λουλούδια του Βασιλικού Κήπου: Τα ξέρω, τα γνωρίζω… (τα χαϊδεύει, τα οσφραίνεται με νοσταλγική αγαλλίαση)

Οθων. Λουλούδια της Ελλάδας… 

Αμαλία. Ποιος μου τα στέλνει; Ποιος θυμήθηκε μια δυστυχισμένη βασίλισσα, στην εξορία της; 

Κυρία (άτολμα). Ο νέος βασιλιάς. 

Αμαλία. Ο Γεώργιος; (φωνή ραγισμένη από συγκίνηση) Είναι πολύ ευγενικός. Πολύ…. 

Οθων. Είναι ο βασιλεύς των Ελλήνων. 

Κυρία. Τα στέλνει στη Μεγαλειότητά σας με τα σέβη του και σας μηνάει πως η βασίλισσα Ολγα απόκτησε γιο. Τ’ όνομά του είναι Κωνσταντίνος… 

Αμαλία. Κωνσταντίνος….

Οθων. Κωνσταντίνος…

(Τα τέσσερα γερασμένα μάτια κοιτούν το άπειρο. Και δάκρυα τρέχουν από τα τέσσερα γερασμένα μάτια, ενώ το φως σιγοσβήνη.)

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή