Ενα εικοσιτετράωρο με την τραγουδοποιό Πολυξένη Καράκογλου

Ενα εικοσιτετράωρο με την τραγουδοποιό Πολυξένη Καράκογλου

3' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

07.00
Το ένα snooze στο ξυπνητήρι δια-δέχεται το άλλο και το πάπλωμα μου μιλάει ψιθυριστά και λέει «Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, προλαβαίνεις». Τελικά αποδεικνύεται ότι με έχει εξαπατήσει και σήμερα, ενώ του δίνω κάθε πρωί μια νέα ευκαιρία. Σιχαίνομαι το πρωινό ξύπνημα και δεν μου αρέσει να ξενυχτάω χωρίς κάποιον σημαντικό ή όμορφο λόγο. Γενικά, έχω παντρευτεί τον… Μορφέα. Γιατί μόνο όταν κοιμάμαι όλες οι εκκρεμότητες και υποχρεώσεις παύουν να περνούν μπροστά από τα μάτια μου – σαν ονόματα προϊόντων σε πρόγραμμα telemarketing μετά τις 2 το πρωί.

07.45
Σε ένα τέταρτο πρέπει να είμαι έτοιμη, στο αυτοκίνητο. Κουτουλάω πάνω στα έπιπλα, βρίσκω στην τύχη ένα τζιν και μια μπλούζα στην ντουλάπα, πλένω το πρόσωπό μου και γκρινιάζω που το νερό είναι κρύο, ανοίγω την πόρτα του σαλονιού και με υποδέχονται η γάτα και η σκυλίτσα μου με φωνές και πανηγυρισμούς. Μίσσυ η γατούλα (ή αλλιώς ψυχεδέλεια, υπεύθυνη για όλα τα δεινά του σπιτιού) «Ξύπνησε η μανούλα, Μόικα θα φάμε! Κλάψε μαζί μου πιο δυνατά μπας και μας βάλει περισσότερο φαγητό!» Μόικα η σκυλίτσα (το άγιο πλάσμα, υπεύθυνη για την ισορροπία του σπιτιού και της ψυχικής μου υγείας) «Ασ’ την, καλέ, ακόμα δεν βλέπει μπροστά της. Δεν μας ξεχνάει ποτέ η μανούλα, μας αγαπάει». Πατάω το κουμπί της καφετιέρας –μέχρι και την κάψουλα έχω ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ–, παίρνω τον καφέ μου στο χέρι και φεύγω. Αντικρίζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη του ασανσέρ και αναρωτιέμαι για άλλη μια φορά γιατί δεν κατάφερα να ξυπνήσω λίγο νωρίτερα.

08.30
Φτάνω στο εκτελωνιστικό γραφείο στον Πειραιά όπου δουλεύω μαζί με τον πατέρα μου, τον καλημερίζω, εκείνος με υποδέχεται με γλυκόλογα του τύπου «Πώς είσαι έτσι πάλι; Τι ώρα είναι αυτή; Στις 6 ξεκινάμε τη δουλειά» και άλλα τέτοια, ενώ ταυτόχρονα γελάει σαν το Μαύρο Πιτ. Κάνω τους απαραίτητους μορφασμούς –που, μεταξύ μας, τους περιμένει πάντα– και ξεκινάω τη δουλειά. Μια ξεχωριστή στιγμή είναι όταν σταματάμε για το μεσημεριανό. Ακόμα και αν έχω φέρει φαγητό ο πατέρας μου κάτι θα έχει μαγειρέψει για εμάς. Οσο δουλεύουμε μαζί, του κάνω βασανιστήρια για να εξασκήσει την ικανότητά του να δουλεύει μετά μουσικής. Η μουσική μέσα στη μέρα μου είναι όπως το νερό για το ανθρώπινο σώμα. Οπότε, πατέρα, θα συνεχίσω να σε βασανίζω…

16.00
Αλλη μια μέρα στη δουλειά τελειώνει. Κλείνω τον υπολογιστή και παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Βάζω δυνατά ραδιόφωνο και τραγουδάω. Εχω το κακό συνήθειο να παρατηρώ τα διπλανά αμάξια, να κοιτώ τους πεζούς, τον κόσμο που ξαποσταίνει στα παγκάκια. Βρίσκω μαγικό να βλέπω πώς αλλάζει το βλέμμα τους εάν σκεφτούν κάτι διαφορετικό, αν ανάψει πράσινο και πρέπει να φύγουν, εάν εκνευριστούν. Ευτυχώς ακόμα δεν έχω τρακάρει.

16.30
Φτάνω στο σπίτι. Με υποδέχονται τα κορίτσια μου πάλι με πανηγυρισμούς και… χορούς της βροχής μέχρι να τις χαϊδέψω και να ανοίξω το μπαλκόνι να πάρουμε τον αέρα μας. Φτιάχνω το απογευματινό μου τσάι και βυθίζομαι στη σουρεάλ πολυθρόνα μου που έχει ξεμείνει έξω στο μπαλκόνι από τότε που πήρα καναπέ αλλά δεν λέω να αποχωριστώ. Μα να την πετάξω; Κρίμα δεν είναι; Θα είναι εκεί μέχρι να βγάλει πόδια και να φύγει μονάχη της. Εχει ανθίσει το γιασεμί και μοσχομυρίζει. Παίρνω βαθιές ανάσες. Η Μίσσυ και η Μόικα πάνω μου κάνουν το ίδιο. Απολαμβάνουν την αγκαλιά μου, γουργουρίζουν, με φιλούν και παίζουν.

17.00
Πριν καταλάβω πώς πέρασε η ώρα, το τσάι μου έχει τελειώσει και το κουδούνι χτυπά. Είναι η πρώτη μου μαθήτρια, ήρθε να κάνει φωνητική. (Προ κορωνοϊού, τώρα χτυπάει το Skype ανά μία ώρα.) Της βάζω νεράκι, της φτιάχνω τσάι και ξεκινάμε.

21.30
Ολα κύλησαν όμορφα, δουλεύω πολλές ώρες αλλά έχω τους λόγους μου. Δεν θα μπορούσα να μην έχω πρωινή δουλειά, ειδικά σε αυτές τις συνθήκες, όπως δεν θα μπορούσα και να μη διδάσκω. Λατρεύω να βλέπω την πρόοδο των μαθητών μου – την εξέλιξη της φωνής και της ψυχής τους ταυτόχρονα. Οταν όλες οι υποχρεώσεις τελειώσουν, μέχρι να έρθει η ώρα να κοιμηθώ, κάθομαι στο πιάνο. Αυτή είναι η πιο δική μου ώρα. Ξεχνιέμαι, χάνομαι, γράφω μουσική, κείμενα που γίνονται στίχοι, χάνομαι ακόμα πιο βαθιά, αδειάζω και γεμίζω ταυτόχρονα. Στέλνω στην Αθηνά (Σπανού) τη μουσική για τους στίχους που μου έδωσε τις προάλλες, δακρύζω, περιμένω να την ακούσει με αγωνία, μου απαντάει με ένα συγκινητικό κείμενο. Είναι άλλη μια «γέννα» μας την οποία θα μοιραστούμε με περισσότερους κάποια στιγμή. Αυτή την περίοδο ολοκληρώνουμε το άλμπουμ «Σημεία Στίξης» και ανυπομονώ να κυκλοφορήσει. Πόσο ολοκληρωμένη νιώθω όταν δημιουργώ, αλλά ακόμα περισσότερο όταν μοιράζομαι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή