Οι εμπορικές επιγραφές της Αθήνας, ίχνη αστικού πολιτισμού

Οι εμπορικές επιγραφές της Αθήνας, ίχνη αστικού πολιτισμού

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Περισσότερο και από τις φωτεινές επιγραφές, τις μαρκίζες και τα πάσης φύσεως γραφιστικά σήματα της πόλης, οι παλιές εμπορικές επιγραφές είναι δεμένες με μια παλιά παράδοση, παλιά όσο και η ίδια η πόλη.

Ως είδος υπό ταχεία εξαφάνιση, οι πινακίδες των παλαιών καταστημάτων, των εμπορικών στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε πολλές συνοικίες, εξασκούν μια ορισμένη γοητεία όχι μόνο σε ιστοριοδίφες και νοσταλγούς, αλλά και σε μια νέα γενιά που ζητεί ένα ατμοσφαιρικό αστικό κάδρο.

Πέραν όμως της όποιας συναισθηματικής ή αισθητικής εικονογραφίας, οι παλιές επιγραφές έχουν πολλά να μας πουν για την παλαιότερη οικονομική και κοινωνική οργάνωση της Αθήνας, κυρίως δε για το μικροεμπόριο, που για δεκαετίες ήταν η ραχοκοκαλιά της ζωής στην πρωτεύουσα.

Η συλλογή αυτών των φωτογραφιών δεν είναι κάτι νέο ούτε πρωτότυπο, παραμένει ωστόσο απορίας άξιον αν οι διαφόρων ειδών επιγραφές που επέζησαν έχουν αποτυπωθεί στο σύνολό τους.

Ανήκουν σε ένα είδος εφήμερης αστικής λαϊκότροπης, συχνά, τέχνης, σαν μια ενδημική επιδερμίδα που τυλίγει την εμπορική ζωή. Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, στις φωτογραφίες των ακούραστων καταγραφέων της πόλης, κυρίως στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, αλλά και στη λογοτεχνία, εμμέσως, ανακαλείται αυτή η παράδοση. Πηγαίνει βαθιά σε μια προνεωτερική δομή τοπικής οικονομίας και εξακτινώνεται στην πύκνωση του εμπορίου στην Αθήνα, κυρίως από τον Μεσοπόλεμο και μετά.

Λίγο μετά το μιλένιουμ είχε εκδοθεί το φωτογραφικό λεύκωμα της Εβίτας Μαχαίρα «Ο ίσκιος της Αθήνας» (εκδ. Ποταμός, 2002), που ήταν ακριβώς μια ατμοσφαιρική και λεπταίσθητη ανθολόγηση αυτής της γραφιστικής κουλτούρας που προϋποθέτει τη μαστοριά μιας σειράς ειδικοτήτων, όπως του ζωγράφου – καλλιγράφου ή του μαραγκού. Σε εκείνο το ωραίο λεύκωμα είχαν περιληφθεί επιγραφές στο μεταίχμιο ενός κόσμου που άλλαζε γοργά. Τώρα, οι περισσότερες θα ανήκουν στη χώρα της μνήμης και μόνον.

Στον πρόλογό του, ο Μάνος Ελευθερίου είχε γράψει ένα πυκνό δοκίμιο εμπνεόμενος από τις επιγραφές και τις φωτογραφίες της Εβίτας Μαχαίρα, και σταχυολογώ ένα μικρό απόσπασμα γιατί σε λίγες γραμμές επιχειρεί μια κοινωνιολογική τομή του μικροεμπορίου, που πλέον είναι παρελθόν.

«Τα περισσότερα μαγαζιά είναι μικρά», έγραφε ο Μάνος Ελευθερίου, «πιθανόν χωρίς ιδιαίτερους χώρους αποθήκευσης, σχεδόν “τρύπες”. Ασφαλώς, οι περισσότεροι μαγαζάτορες θα έφτιαξαν μόνοι τους ένα πατάρι κι από την άβολη, κάθετη σχεδόν σκαλίτσα, σαν ανεμόσκαλα πλοίου, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν φέρνοντας στον πελάτη περισσότερο εμπόρευμα. Και όλοι σχεδόν είναι της λιανικής πώλησης. Χέρι με χέρι. Εκεί μέσα λοιπόν πέρασαν τη ζωή τους, απ’ αυτή την “τρύπα” έζησαν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, μεγάλωσαν, μόρφωσαν και πάντρεψαν παιδιά και εγγόνια μαζεύοντας δεκάρα δεκάρα (ποιος τις θυμάται άραγε) για να πληρώσουν το ενοίκιο, την εφορία, τον λογιστή, πιθανότατα έναν μικρό υπάλληλο, να εξοφλούν γραμμάτια και να μπαλώνουν με χίλιους τρόπους και τρόμους τα ξαφνικά έξοδα, ας πούμε, δικηγόρους, γιατρούς και νοσοκομεία». 

Αυτή η κοινωνική ενδοχώρα γύρω από την κουλτούρα των παλαιών επιγραφών είναι μια οιονεί νωπή συνθήκη που έρχεται και επανέρχεται άμεσα ή έμμεσα με διάφορους τρόπους. Πριν ακόμη εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων του «Τα καύκαλα» (εκδ. Ιωλκός, 2019), ο Γιώργος Θάνος είχε εκδηλώσει την έλξη που του ασκούσε αυτός ο κόσμος. Οι φωτογραφίες του από τις παλιές επιγραφές των λαϊκών, κυρίως, συνοικιών έχουν εκείνη την ποιητική αύρα που λιμνάζει σαν αόρατο φωτοστέφανο ή σαν πάχνη γύρω από τις πινακίδες, καφενείων, κουρείων, μαγέρικων, ραφτάδικων, συνεργείων ή υφασματάδικων.

Στις περιπλανήσεις στις αθηναϊκές γειτονιές μπορεί να δει κανείς ακόμη δείγματα εκείνης της οικονομίας, που είτε έχει παρέλθει είτε επιζεί μεμονωμένα. Καθαριστήρια και οβελιστήρια, ψιλικατζίδικα και ηλεκτρολογεία, συγκροτούν μικρές, αυτόνομες ηπείρους μιας παλιάς Ελλάδας.

Συγκινεί η επιβίωση μιας επιγραφής μετά το κλείσιμο της μικρής επιχείρησης ή τη συνταξιοδότηση ή τον θάνατο του πρώην ιδιοκτήτη. Μια εις βάθος ανάγνωση στο θυμικό της πόλης μπορεί να αρθρωθεί βήμα βήμα με οδηγό τις υπό αποκαθήλωση εμπορικές επιγραφές. Σήμερα, όσες σώζονται είναι συχνά ενισχυμένες με έναν αισθητισμό νοσταλγίας. Αλλες, είναι μέρος της ερειπωμένης πόλης που περιμένει την αναπόφευκτη σάρωσή της. Σε κάθε περίπτωση, οι παλιές πινακίδες είναι δείκτες της πρότερης εμπορικής ρώμης αυτής της πόλης, της μικροοικονομίας, της διαρκούς αιμοδότησης της κοινωνίας από τον επαγγελματία των λίγων τετραγωνικών, που συχνά ήταν το αφεντικό του εαυτού του. Μια Αθήνα, του εικοστού αιώνα…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή