Επεκτείνοντας τα σύνορα της σκέψης

Επεκτείνοντας τα σύνορα της σκέψης

Ο τόμος «Πολίτες της Βαβυλωνίας», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Νήσος, είναι γραμμένος από τους μεταφραστές

8' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τι θα είχαμε απογίνει χωρίς τους μεταφραστές; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Το ότι γνωρίσαμε και αγαπήσαμε κείμενα (πεζά, ποιητικά, δοκίμια, αρχαία, κλασικά έργα, θεατρικά) μέσω αυτής της χρυσής διαμεσολάβησης το θεωρούμε δεδομένο, όμως παραμένει ένα ζητούμενο: το δώρο που μας προσφέρει η μεταφράστρια είναι απλώς ανεκτίμητο. Κακοπληρωμένοι, παραμελημένοι, σχεδόν αποσιωπημένοι έως πριν από λίγα χρόνια, οι μεταφραστές επιτελούν έναν άθλο ή απλώς διασώζουν ώρες πλήξης και κενού από τις ζωές μας, προσφέροντάς μας την απόλαυση της ανάγνωσης. 

Η μεταφράστρια μεταφράζει – τι έχει να πει όμως για το έργο της, για την εμπειρία της μετάφρασης, τι έχει να πει ο μεταφραστής για τη θεωρία και την πρακτική της, για την αγωνία και τις κακοτοπιές της; Ο τόμος «Πολίτες της Βαβυλωνίας», που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Νήσος σε επιμέλεια της μεταφράστριας Μαρίας Παπαδήμα, συγκεντρώνει σειρά ετερόκλητων κειμένων τα οποία υπογράφουν ορισμένα από τα κορυφαία ονόματα της μετάφρασης στη χώρα μας: από την Κατερίνα Σχινά και την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου έως τον Δημήτρη Καλοκύρη, τον Αχιλλέα Κυριακίδη και τον Γιάννη Χάρη και από τη Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλου, τον Αλέξανδρο Ισαρη και τον Στρατή Πασχάλη έως τον Δημήτρη Δημητριάδη, τον Ανδρέα Παππά, τον Ντέιβιντ Κόνολι και πολλές ακόμα εκλεκτές υπογραφές (τριάντα στο σύνολο), όλοι μεταφέρουν στο χαρτί, σε πρώτο πρόσωπο συχνά, τον κόπο, την εμμονή, τη δημιουργική βάσανο της μεταφραστικής άσκησης. 

Οπως γράφει στον πρόλογό της η επιμελήτρια της έκδοσης Μαρία Παπαδήμα, «Ο μύθος της Βαβυλωνίας, της Βαβυλώνας και της Βαβέλ έρχεται πάντα στον νου μας όταν μιλάμε για πολυεθνία, πολυγλωσσία αλλά και σύγχυση και ασυνεννοησία, τιμωρητικές συνέπειες της θεϊκής βούλησης, η οποία γκρέμισε ανηλεώς το μοναδικό στους αιώνες ανθρώπινο δημιούργημα που στόχευε τον ουρανό. Οι πρώτοι μεταφραστές της Ιστορίας συγκαταλέγονται στους κατοίκους αυτής της μυθικής γης, που ως κράτος υπήρξε πλούσιο και ισχυρό, λίκνο σπουδαίων πολιτισμών, με εξαιρετική ανάπτυξη των επιστημών και των γραμμάτων· ως πόλη λαμπρή και τρυφηλή, με τους πολυθρύλητους κρεμαστούς της κήπους αντάξιους του Παραδείσου, και πρώτη μεγαλούπολη της Ιστορίας· και ως πύργος έκφραση αλαζονική, ισότιμη της θεϊκής δημιουργίας. (…) Αναφορά στο επάγγελμα του διερμηνέα γίνεται ήδη από το 2600-2450 π.Χ., ενώ έχουμε την πρώτη απεικόνιση μεταφραστή στην Ιστορία της ανθρωπότητας στον προσωπικό κυλινδρικό σφραγιδόλιθο του Σου-Ιλισού, όπου βλέπουμε τον μεταφραστή της γλώσσας μελούχα, όπως αυτοπροσδιορίζεται, ανάμεσα σε δύο άλλα άτομα, ανθρωπάκι καθιστό, σχεδόν αιωρούμενο, να μιμείται την κίνηση του ενός στραμμένος προς τον άλλον, επιτελώντας (;) τον διαμεσολαβητικό του ρόλο. Σήμερα ο μεταφραστής δεν είναι ασφαλώς μια αινιγματική μορφή, όπως σ’ εκείνη την πρώτη απεικόνισή του, αλλά ένας από τους βασικούς συντελεστές του πολιτισμού μας, ο οποίος διεκδικεί εν γνώσει λόγου τη διαφάνεια ή την αδιαφάνειά του· έχει μια θέση εμφανή στο εξώφυλλο του βιβλίου – αν και όχι πάντα· το επάγγελμά του σπουδάζεται πλέον και ο ίδιος γίνεται αντικείμενο σπουδών. Σπάνια, ωστόσο, του δίνεται η ευκαιρία να μιλήσει για τη δουλειά του σε πρώτο πρόσωπο, να μοιραστεί τις εμπειρίες του και τον αναστοχασμό του, εν ολίγοις να ανοίξει το εργαστήριό του και την καρδιά του στους αναγνώστες των μεταφράσεών του κι ακόμα πιο σπάνια να συνομιλήσει με τους όμοιούς του».

Αυτό ακριβώς συμβαίνει στις σελίδες του υπό έκδοση τόμου: ο μεταφραστής μιλάει για τη δουλειά του. Σήμερα η «Κ» επιλέγει τρία ενδεικτικά αποσπάσματα από κείμενα που απαρτίζουν την έκδοση.  

Η κατάκτηση του ξένου κειμένου με την ερωτική σημασία της λέξης

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Επεκτείνοντας τα σύνορα της σκέψης-1Κατερίνα Σχινά: 
Στα «Προλεγόμενα» της Αισθηματικής αγωγής του Γκυστάβ Φλωμπέρ, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας το 1981, ο μεταφραστής, ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Μουλλάς, ανακαλούσε τις συνθήκες υπό τις οποίες εργάστηκε για την απόδοση του έργου στα ελληνικά, μεσούσης της δικτατορίας, στο Παρίσι. «Θυμάμαι την ατμόσφαιρα της ετοιμασίας της», έγραφε. «Μια διάχυτη αίσθηση κλειστού ορίζοντα (η δικτατορία φαινόταν τότε να σταθεροποιείται), ένα σιωπηλό αναγνωστήριο στο βραζιλιάνικο σπίτι της παρισινής Φοιτητούπολης (ο Μάης του ’68 μόλις είχε καταλαγιάσει), μια επίμονη φυγή μες στην Ιστορία (η εποχή ευνοούσε τις αντικειμενικές συστοιχίες). Αλλά το πρόβλημα ήταν κυρίως η κατάκτηση του ξένου κειμένου. Για τον μεταφραστή: πρόβλημα αυτοσυντήρησης, μέσα σ’ ένα ξενόγλωσσο περιβάλλον· και κατάκτηση με την ερωτική σημασία της λέξης». 

Πράγματι, η μετάφραση εμπεριέχει ένα στοιχείο δοκιμασίας, το οποίο πολλοί έχουν συνδέσει με τα πάθη του έρωτα, ένα πένθος που ενυπάρχει στη συνειδητοποίηση ότι το ξένο κείμενο, τουτέστιν το ξένο σώμα, πάντα θα διαφεύγει. Ποτέ δεν θα επιτευχθεί η απόλυτη προσοικείωση, ποτέ δεν θα υπάρξει κέρδος χωρίς απώλεια, ποτέ δεν θα απαλειφθούν ολοκληρωτικά οι κίνδυνοι τους οποίους υπαινίσσεται η ευρέως γνωστή προβληματική της πιστότητας και της προδοσίας, η οποία συνδέεται τόσο με τη μετάφραση, όσο και με την ερωτική κατάκτηση: υπόσχεση και συνάμα καχυποψία. 

Δημήτρης Καλοκύρης: 
Η γνωριμία μου με την πεζογραφία (πρώτα) του Μπόρχες αρχίζει στις αρχές του ’70, την εποχή της παρέας του περιοδικού Τραμ, όταν καταπιάστηκα να αποδώσω στα ελληνικά ένα διήγημά του («Tα κυκλικά ερείπια»), που μετέφρασε κατά λέξη, για τις ανάγκες του πρώτου τεύχους, μια υπομονετική ελληνομαθής συμφοιτήτρια από την Αργεντινή. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας ήταν μάλλον απογοητευτικό, η κοσμολογία, όμως, του Μπόρχες με είχε ήδη εμβολιάσει. Από τότε, αποπειράθηκα πολλές φορές να μεταφράσω διηγήματά του, πάντοτε από τα γαλλικά ή τα αγγλικά, γλώσσες που ψέλλιζα (αναφορά στον Μιχαήλ Ψελλό!) λίγο-πολύ όπως όλοι. Χρόνια αργότερα, σε μια αγγλική έκδοση ποιημάτων του, όπου δημοσιευόταν αντικριστά και το ισπανικό πρωτότυπο, άρχισα να εκτιμώ το γιατί προτιμούσε να αυτοαποκαλείται «ποιητής», κάτι που ώς τότε καταλόγιζα στις περιβόητες ιδιορρυθμίες του. Στην περιέργειά μου να εξερευνήσω την πλευρά του αυτή, άνοιξα μια φλέβα που, έκτοτε, μου έγινε για καιρό σχεδόν πάρεργο ζωής. 
Αγόρασα, δηλαδή, ένα ογκώδες ισπανοαγγλικό λεξικό και μια γραφική μέθοδο «άνευ διδασκάλου» και άρχισα να μεταφράζω κατά λέξη τα ποιήματα. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι, για να αποφύγει στοιχειωδώς κάποιες, έστω, από τις παγίδες που στήνει ο συγγραφέας, ο μεταφραστής του Μπόρχες υποχρεώνεται συχνά να ανατρέξει στην τεράστια βιβλιογραφία που υποκρύπτουν τα κείμενά του. Ισως, όμως, η αναγκαιότητα αυτή να αποτελεί και το πιο συναρπαστικό μέρος της εργασίας. Αγνοώντας ουσιαστικά ώς τότε οτιδήποτε ισπανικό –πλην του Θερβάντες, του λιγωτικά τραγικού Γκαρθία Λόρκα και του «Adiόs muchachos», υποθέτω–, μετέφραζα μ’ έναν τρόπο ανορθόδοξο ίσως, αλλά που αποδεικνυόταν, εκ των υστέρων, οπωσδήποτε μπορχικός, μεταγλωττίζοντας, δηλαδή, μέσω τρίτων γλωσσών, τις οποίες επίσης γνώριζα πλημμελώς, στα ελληνικά, γλώσσα που, κατά τεκμήριο, εννοούσα επαρκέστερα. Με τον καιρό, κάπως καλυτέρεψαν τα πράγματα. 

Διερεύνησα το πρόβλημα αν «μεταφράζω» μπορεί και να σημαίνει γενικότερα «χρησιμοποιώ ένα πρόσχημα για να υποβάλω τον λόγο μου». Πώς καθορίζω την τύχη του ξένου συγγραφέα στη γλώσσα μου, αναγκάζοντάς τον να διαλέξει: Ονειρο ή ενύπνιο; Κορμί ή σώμα; Νέφος ή σύννεφο; Χρυσάφι ή μάλαμα; Και πότε; Πώς επιλέγεται το τονικό κριτήριο; Τον αφήνω να βουλιάζει στα διλήμματα. Συνεπώς, τη μεταφραστική διαδικασία δεν την αντιλαμβάνομαι σαν μια υπηρεσία, μια εργασία ενδιαμέσου, ένα αναγκαίο κακό για τον εκδότη ή τον αναγνώστη – αλλά σαν συγγραφή με δεδομένη έμπνευση: μια κατ’ ανάθεση δημιουργία. Αλλωστε, ένα μεταφρασμένο κείμενο δεν μπορεί να αποτυπώνει το πρωτότυπό του· η μετάφραση δεν είναι φωτοτυπία: ή θα το συρρικνώνει ή θα το ξεπερνά. 

Επειδή, όμως, η μετάφραση είναι παράλληλα και μια μορφή μεταμφίεσης, είμαστε ήδη στις περιοχές της παρωδίας. Κι αυτό γιατί, ίσως, κάθε μετάφραση πρέπει να εννοείται εντός εισαγωγικών: ένας Ρώσος πρίγκιπας, ένας Κινέζος φιλόσοφος, ένας αγρότης της Λουιζιάνας, λόγου χάρη, που ζουν στα λογοτεχνικά τοπία τους, στην ιδιόμορφη χλωρίδα τους και στα δυσπρόφερτα ονόματά τους, όταν μιλούν ελληνικά (ή άλλη γλώσσα) μέσω του μεταφρασμένου κειμένου, δεν διανύουν μια διάσταση αυτοκατάργησης, αν όχι ασυνείδητης ή αναγκαστικής αυτοειρωνείας; Πόσο μάλλον όταν «το φεγγάρι της Βεγγάλης δεν είναι ίδιο με το φεγγάρι της Υεμένης, όσο κι αν περιγράφεται με τα ίδια λόγια», όπως επιμένει ο κατά Μπόρχες «Αβερρόης». 

Γιάννης Η. Χάρης: 
Την πονεμένη ιστορία των μεταφράσεών του, ειδικότερα του Αστείου, την έχει αφηγηθεί ο ίδιος ο Κούντερα: πέντε σελίδες με μικρά τυπογραφικά στοιχεία στο τέλος της «οριστικής γαλλικής μετάφρασης» του 1985, δεκαεφτά χρόνια από την πρώτη γαλλική έκδοση (1968), ιστορούν τη γαλλική μεταφραστική περιπέτεια· ενώ τεσσερισήμισι πυκνοτυπωμένες σελίδες στην αρχή της πέμπτης αγγλικής εκδοχής του Αστείου, το 1992 πια, ιστορούν τα σαράντα κύματα από τα οποία πέρασε η αγγλική μετάφραση.

Μια σύντομη αλλά ιδιαίτερα εύγλωττη αναφορά στη μεταφραστική τύχη πάντα του Αστείου μάς δίνει και το 1986, στην Τέχνη του μυθιστορήματος: «Το 1968 και 1969 το Αστείο μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες της Δύσης. Τι εκπλήξεις όμως! Στη Γαλλία ο μεταφραστής είχε ξαναγράψει το μυθιστόρημα στολίζοντας το ύφος μου. Στην Αγγλία ο εκδότης είχε κόψει όλα τα περάσματα με τους στοχασμούς, είχε απαλείψει τα μουσικολογικά κεφάλαια, είχε αλλάξει τη σειρά των μερών, είχε ανασυνθέσει το μυθιστόρημα. Σε μιαν άλλη χώρα: Συναντάω τον μεταφραστή μου: δεν ξέρει ούτε μια τσέχικη λέξη. “Πώς μεταφράσατε;” Απαντάει: “Με την καρδιά μου” και μου δείχνει τη φωτογραφία μου, που τη βγάζει από το πορτοφόλι του. Ηταν τόσο συμπαθητικός, ώστε λίγο ακόμα και θα πίστευα πως θα μπορούσε κανείς στ’ αλήθεια να μεταφράσει χάρη σε μια τηλεπάθεια της καρδιάς. Βέβαια, το πράγμα ήταν απλούστερο: είχε μεταφράσει ξεκινώντας από το γαλλικό rewriting, όπως ακριβώς κι ο μεταφραστής στην Αργεντινή…». 
Στην Αμερική επίσης το Αστείο εκδίδεται με συστηματικές συντομεύσεις, και τα τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας του συγγραφέα προς τον εκδότη μένουν αναπάντητα: «Ο Αμερικανός εκδότης ήταν έτοιμος να δείξει τη συμπαράστασή του στους λογοκριμένους συγγραφείς στις κομμουνιστικές χώρες, αλλά μόνο υπό τον όρο ότι θα υποκύψουν στη λογοκρισία που επέβαλλε ο ίδιος για εμπορικούς λόγους», σημειώνει καυστικά ο Κούντερα στην αγγλική έκδοση του 1992. 

Το καίριο πλήγμα ήρθε το 1979, όταν ο Αλαίν Φινκελκρώτ, σε συνέντευξη για την Corriere della sera, τον ρωτάει: «Το ανθηρό και μπαρόκ ύφος σας στο Αστείο έγινε απέριττο και διαυγές στα επόμενα βιβλία σας. Γιατί αυτή η αλλαγή;». «Τι; Το ανθηρό και μπαρόκ ύφος μου;» μένει ενεός ο Κούντερα, και πιάνει και διαβάζει τη γαλλική μετάφραση: το λιτό, προγραμματικά αντιλυρικό ύφος του έχει παραφορτωθεί με μεταφορές και «καλολογικά στοιχεία», έχει αλλοιωθεί η γλώσσα, άρα και ο χαρακτήρας των προσώπων του έργου: για παράδειγμα, ο αυστηρά λιτός λόγος του κεντρικού ήρωα, που κυριαρχεί σαν αφηγητής στα δύο τρίτα του βιβλίου, γίνεται ένα μείγμα αργκό και εξεζητημένων λέξεων· γενικότερα, πλείστες όσες αδυναμίες και αυθαιρεσίες κάνουν τον Κούντερα να γράφει το 1985: «Ναι, ακόμα και σήμερα νιώθω δυστυχής μ’ αυτή την ιστορία. Να σκέφτομαι ότι επί δώδεκα χρόνια, σε πλήθος ανατυπώσεις, το Αστείο κυκλοφορούσε στη Γαλλία μασκαρεμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο!..».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή